Αβδούλ Μετζίτ και Κύπρος

Image

Ο Αβδούλ Μετζίτ, σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, διαδέχθηκε στο θρόνο τον πατέρα του, Μαχμούτ Β' στις 2 Ιουλίου 1839, σε ηλικία 16 χρόνων και βασίλεψε μέχρι το θάνατο του, στις 25 Ιουλίου 1861. Καθόλο το διάστημα της παραμονής του στο θρόνο, η Κύπρος αποτελούσε επαρχία της αυτοκρατορίας του.

 

Ο Αβδούλ Μετζίτ, καλοπροαίρετος αλλά και μέτριας διανοητικότητας, συνέχισε τη μεταρρυθμιστική μα στην ουσία συγκεντρωτική- απολυταρχική πολιτική του πατέρα του και στις 3 Νοεμβρίου 1839 εξέδωσε το περίφημο Χαττ -ί- Σερίφ του Γκιουλχανέ. Με αυτό διακηρύσσονταν (σε ώρες δύσκολες για την Τουρκία, της οποίας ο στρατός είχε ηττηθεί στις 24 Ιουνίου 1839 από το στρατό του Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου), οι βασικές αρχές του δικαιώματος ασφάλειας ζωής, τιμής και περιουσίας των υπηκόων της αυτοκρατορίας, η κατάργηση του συστήματος ενοικίασης των φόρων και ο τερματισμός των καταχρήσεων που το σύστημα αυτό συνεπαγόταν, η εφαρμογή στρατολογικού συστήματος ευρωπαϊκού, η δίκαιη δημόσια δίκη των εγκληματιών και η ισότητα των πολιτών, άσχετα από θρησκεία, έναντι του νόμου. Προ πάντων η τελευταία αρχή σήμαινε ριζική απομάκρυνση από την ισλαμική παράδοση, καθώς και η αναφορά σε «νέους κανόνες». Ανάμεσα στα επιτεύγματα των μεταρρυθμίσεων του Αβδούλ Μετζίτ (που εμπνεόταν από τον υπουργό εξωτερικών Μουσταφά Ρεσίντ πασά) ήταν η έκδοση του Νομικού Κώδικα που πρόβλεπε νομοθετικό σώμα για πρώτη φορά στην Τουρκία, και η έκδοση χαρτονομισμάτων, στην ουσία τραπεζογραμματίων χωρίς εγγυήσεις, που τελικά έμειναν ανεξέλεγκτα και στα 1844 αντικαταστάθηκαν σε κάποιο βαθμό με τη χρυσή λίρα των 100 γροσιών. Σε πολλά σημεία οι μεταρρυθμίσεις έμειναν στα χαρτιά, όμως, δόθηκε έμφαση στην εκπαίδευση ως προϋπόθεση ορθής εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, αλλά με φτωχά αποτελέσματα.

 

Στην Κύπρο οι μεταρρυθμίσεις είχαν παρόμοια τύχη όπως και στις υπόλοιπες επαρχίες. Διοικητικά η Κύπρος αφαιρέθηκε από τη δικαιοδοσία του καπουδάν πασά και εντάχθηκε στην επαρχία των νησιών του αρχιπελάγους ως σαντζάκιο προσαρτημένο στο πασαλίκι της Ρόδου, υπό διοικητή ή mütesarrif με ετήσιο μισθό 120.000 γρόσια, πρόεδρο του τοπικού μεγάλου συμβουλίου (mejlish Kebir ή divan), στο οποίο αντιπροσωπεύονταν και οι Χριστιανοί (με τον αρχιεπίσκοπο και 2-3 δημογέροντες, ένα Ορθόδοξο, ένα Μαρωνίτη κι ένα Αρμένιο) και οι Μωαμεθανοί (με 6 μέλη). Με το διορισμό του έμμισθου mütesarrif σταμάτησε (τουλάχιστον θεωρητικά) η από το 1837 ενοικίαση των εισοδημάτων του νησιού στους Τούρκους και Έλληνες προκρίτους του, που τους εγγυόταν ένας Αρμένιος τραπεζίτης από την Κωνσταντινούπολη, εισπράττοντας τεράστια κέρδη σε σύνθετο τόκο. Στα 1838-1840 η Κύπρος χρωστούσε στον τραπεζίτη αυτόν 2.500.000 γρόσια, που ως το 1844 διπλασιάστηκαν.

 

Σύμφωνα με το νέο σύστημα καταγραφής των κτημάτων, η περιουσία των Ελλήνων Κυπρίων στα 1842 ήταν αξίας 27.180.000 γροσιών και των Τούρκων Κυπρίων 7.250.000 γροσιών. Αρχιεπίσκοπός Κύπρου μέχρι το 1840 ήταν ο Πανάρετος που καθαιρέθηκε με διάταγμα της Πύλης και αντικαταστάθηκε από τον Ιωαννίκιο, ο οποίος είχε «υψηλούς προστάτες» στην Κωνσταντινούπολη και, με έκδοση βερατίου από το σουλτάνο, διορίστηκε ισόβιος αρχιεπίσκοπος Κύπρου.

 

Ο κυβερνήτης της Κύπρου Οσμάν μπέης (26 Ιουλίου 1840- Ιανουάριος 1841) και οι φίλοι του «δημογέροντες» και άλλοι αντιδρούσαν στις μεταρρυθμίσεις του Αβδούλ Μετζίτ, γι' αυτό και οι Κύπριοι, με αίτησή τους στο σουλτάνο, πέτυχαν την αντικατάστασή του με τον Ταλάτ εφέντη. Αυτός, στην προσπάθειά του να εφαρμόσει το Χαττ-ί- Σερίφ, προσέκρουσε, κατά το Γάλλο πρόξενο Fourcade, στις αντιδράσεις των «ηγετών» του νησιού που ήθελαν διατήρηση του παλιού συστήματος, ιδίως της ενοικίασης των φόρων. Για φορολογικούς σκοπούς έγινε τότε καταγραφή του πληθυσμού που έδωσε: 73.000 Έλληνες, 33.300 Τούρκους, 500 Καθολικούς, 400 Μαρωνίτες και 200 Αρμενίους, σύνολο 108.600. Αλλά ο φόβος των μεταρρυθμίσεων προκάλεσε στους ισχυρούς Τούρκους αναβρασμό και σχέδια επιθέσεων κατά των Χριστιανών, που τελικά προστατεύτηκαν από στρατό 1.500 ανδρών που ήλθε από την Καραμανιά με έξοδα του κυπριακού προϋπολογισμού. Μετά απ' αυτά, ο σουλτάνος έδωσε εντολή στον Ταλάτ να μην προχωρήσει στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και να αποσύρει από τους αντιπροσώπους των ραγιάδων τις εξουσίες που είχαν πάρει, ώστε η διοίκηση να παραμείνει στα χέρια των Οθωμανών. Έτσι ματαιώθηκε η σχεδιαζόμενη ίδρυση του εμποροδικείου, που πραγματοποιήθηκε μόλις στα τέλη του 1854. Συνεχίστηκε, βασικά, το παλιό σύστημα φορολογίας, που η αναμενόμενη μεταβολή του είχε προκαλέσει 6μηνη καθυστέρηση στην είσπραξη των φόρων, που τώρα εισπράττονταν αναδρομικά, πράγμα που οδήγησε πολλούς στη φυγή και σε αύξηση του εγκλήματος. Ο διάδοχος του Ταλάτ, ο Σαΐτ Μεχμέτ, Κύπριος, 80 χρόνων όταν έφθασε τον Οκτώβριο του 1841 ως κυβερνήτης του νησιού για τρίτη φορά, έγινε δεχτός από τους προύχοντες και των δύο κοινοτήτων σαν φίλος και συνεργάτης στην εφαρμογή του παλιού συστήματος φορολογίας. Ο επόμενος κυβερνήτης Αζίζ πασάς (17 Μαϊου 1842 - μέσα του 1843) αύξησε τους φόρους από 3 σε 4 εκατομμύρια γρόσια, συν ένα εκατομμύριο τα έσοδα των ενοικιάσεων και αυτό προκάλεσε την αποστολή αντιπροσωπείας Ελλήνων προκρίτων στο σουλτάνο για μείωσή τους και αντικατάσταση του Αζίζ. Ο κυβερνήτης Edhem πασάς (1843-Μάρτης 1845) περιόδευσε το νησί για βελτιώσεις και προσπάθησε να περιορίσει τις καταχρήσεις. Προκάλεσε όμως συνωμοσίες Ελλήνων και Τούρκων προκρίτων εναντίον του, οι οποίες οδήγησαν στην ανάκλησή του.

 

Ο κρυπτοχριστιανισμός πολλών Χριστιανών Κυπρίων, γραμμένων ως Τούρκων εξαιτίας των κατά καιρούς διωγμών, που όμως παντρεύονταν μεταξύ τους και κρυφά πήγαιναν στην εκκλησία, μαρτυρεί τη μη εφαρμογή των αρχών του Χαττ-ί-Σερίφ στο νησί. Ο Άγγλος πρόξενος Νίβεν Κερρ αναφέρει πολλές περιπτώσεις προσώπων, ιδίως γυναικών, που κατέφυγαν στον ίδιο για προστασία. Κατά τον ίδιο και τον A.R. Sabile (Cyprus, 1878, σ. 133) «η φορολογική κατάχρηση αξιωματούχων και ακόμα του ελληνικού κλήρου ξεπερνούσαν κάθε όριο ...ήταν η πιο καταπιεζόμενη Οθωμανική επαρχία... την μάστιζε η ξηρασία ... Ο πληθυσμός δεν επαρκούσε για την καλλιέργεια της γης...»

 

Τον Δεκέμβριο του 1846 ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ απένειμε παράσημο στον αρχιεπίσκοπο Ιωαννίκιο, το οποίο αργότερα με σουλτανική διαταγή μεταβιβάστηκε στο διάδοχό του αρχιεπίσκοπο Κύριλλο, υπό τον όρο «να είναι τίμιος εις τας φροντίδας αυτού».

 

Τον Ιούλιο του 1846, και ενώ κυβερνήτης στο νησί ήταν ο ελληνομαθής Χασάν πασάς (Μάρτιος 1846 -Σεπτέμβριος 1847) έγινε στη Λάρνακα η εγκατάσταση του πρώτου Έλληνα υποπροξένου Δημ. Μάργαρη, πράγμα που προκάλεσε ενθουσιασμό στο λαό.

 

Από το 1847 και ύστερα, εκδηλώθηκε ανανεωμένο ενδιαφέρον των δυτικών χωρών για την Κύπρο. Οι Άγγλοι, που από το 1832 -1833 αναφέρονταν ως πιθανοί αποδέκτες του νησιού ως «υποθήκης», στα 1847 θέτουν απαιτήσεις στην Κύπρο μέσω του Ντισραέλι, για τους ίδιους λόγους που τελικά οδήγησαν στην αγγλική κατοχή του 1878. Στα 1849 εκδηλώθηκε επίσης γερμανικό ενδιαφέρον, ενώ βλέψεις είχε και η Γαλλία.

 

Στις 18 Μαρτίου 1852 ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Α΄  (που διαδέχτηκε τον Ιωαννίκιο το 1849), υποβάλλει αναφορά προς το σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ, τονίζοντας την αφοσίωσή του σ' αυτόν, μνημονεύοντας και άλλες «από καιρού εις καιρόν εκθέσεις» προς τον ίδιο. Δυσκολίες αντιμετώπισε ο Κύριλλος με την εκδήλωση των φιλορωσικών αισθημάτων των Κυπρίων, λόγω του Κριμαϊκού πολέμου που γι' αυτούς σήμαινε ευκαιρία για βοήθεια των Ρώσων στο σεβασμό των προνομίων και των δικαιωμάτων που τους είχαν εκχωρηθεί με το Χαττ-ί -Σερίφ του 1839. Το χειμώνα του 1853- 54 οι φήμες εξήψαν τα φιλορωσικά, αντιαγγλογαλλικά και αντιτουρκικά αισθήματα των Κυπρίων, ιδίως μετά την εκμηδένιση του τουρκικού στόλου στη Σινώπη (Νοέμβριος 1853). Εστία ήταν το προξενείο της Σουηδίας -Νορβηγίας και υποκινητής ο υποπρόξενος Αντώνιος Βοντιτζιάνος, αδελφός του υποπροξένου της Ρωσσίας Παύλου Βοντιτζιάνου. Αλλά η άφιξη δύο τουρκικών πολεμικών πλοίων στη Λάρνακα (Απρίλιος 1854), προκάλεσε πανικό και επεισόδια στη Λευκωσία, στην Πάφο και αλλού, ενώ ο «γαλλόφιλος» Κύριλλος έκανε έκκληση στο Γάλλο πρόξενο να συμβάλει στην ασφάλεια των Χριστιανών που απειλούνταν από τους οπλιζόμενους Τούρκους. Όμως, τη μεγαλύτερη δυσκολία αντιμετώπισε ο Κύριλλος όταν έγιναν γνωστά (Φεβρουάριος 1854) επαναστατικά φυλλάδια, ποιήματα και προκηρύξεις από την Αθήνα που κυκλοφόρησαν στη Λευκωσία όπου αποδόθηκαν στον καθηγητή Επαμεινώνδα Φραγκούδη, προστατευόμενο του αρχιεπισκόπου, και στη Λάρνακα. Ο Κύριλλος σώθηκε από εκτέλεση χάρις στον κυβερνήτη, που φαίνεται ότι τον δωροδόκησε, και διακήρυξε πίστη στον Αβδούλ Μετζίτ. Αλλά ο τρόμος που δοκίμασε, τον οδήγησε στο γρήγορο θάνατο (23 Ιουλίου 1854).

 

Στις 18 Φεβρουαρίου 1856 εκδόθηκε από τον Αβδούλ Μετζίτ, ύστερα από αγγλογαλλοαυστριακή πίεση, το επίσημο Χαττ-ί-Χουμαγιούν ως προοίμιο στη συνθήκη των Παρισίων. Με αυτό επικυρώνονταν οι αρχές του Χαττ-ί-Σερίφ του 1839. Προέκτασή του στα 1858 ήταν ο περί γαιών νόμος, που καθιέρωνε την ελεύθερη και πλήρη ατομική ιδιοκτησία με τίτλους του τμήματος επιθεωρήσεως, σε τελευταία ανάλυση, προς όφελος των γαιοκτημόνων και των ενοικιαστών φόρων και σε βάρος των καλλιεργητών.

 

Στην Κύπρο η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θεωρήθηκε έργο του Γάλλου προξένου, τον οποίο και ευχαρίστησαν ο αρχιεπίσκοπος, οι μητροπολίτες και οι κοτζαμπάσηδες. Οργανώθηκαν επιτροπές ελέγχου των οικονομικών της Εκκλησίας, ορίστηκαν οι αμοιβές του κλήρου, μεταφέρθηκε από τους καδήδες στους επισκόπους το δικαίωμα τήρησης κατάστιχων περιουσιών Χριστιανών που πέθαιναν αφήνοντας ανήλικα παιδιά (αν και το δικαίωμα αυτό φαίνεται ότι προϋπήρχε, όπως προκύπτει από το κατάστιχο XLV της Αρχιεπισκοπής και άλλα ανάλογα των μητροπόλεων και απλώς τώρα επικυρώθηκε), έγινε δεκτή η μαρτυρία των Χριστιανών σε ορισμένα δικαστήρια, και χαλαρώθηκαν οι περιορισμοί στην απαγόρευση των καμπάνων. Αν και γρήγορα πολλά από τα δικαιώματα αυτά έγιναν κενοί λόγοι, προκάλεσαν ωστόσο την οργή των Τούρκων, ιδίως της Λευκωσίας, και σημειώθηκαν βιαιότητες.

 

Μέχρι το τέλος της βασιλείας του Αβδούλ Μετζίτ, η κατάσταση στην Κύπρο βελτιώθηκε κάπως, αλλά όχι αρκετά, σε ένα κύκλο αντιφατικών εξελίξεων. Η προσωπικότητα του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Α' (1854 -1865) που δεν αντιμετώπιζε κομματικά μίση, εργάστηκε πολύ για τη βελτίωση της εκπαίδευσης και διατηρούσε καλές σχέσεις με την πολιτική εξουσία, συνέβαλε στη σχετική γενική πρόοδο. Το εμπόριο αυξήθηκε, αλλά οι φορολογικές, ιδίως, καταχρήσεις συνεχίστηκαν και οφείλονταν κυρίως στα τοπικά όργανα, όπως οι κεχαγιάδες των κυβερνητών. Ένας από αυτούς, ο πολύγλωσσος Κανί πασάς, «δίκαιος, τίμιος και ενεργητικός», αναμόρφωσε την τελωνειακή υπηρεσία, το σύστημα πληρωμής των δημοσίων υπαλλήλων και των δημοσίων λογαριασμών. Όμως ο διάδοχός του Ισιάκ πασάς (26 Μαρτίου 1858 -μέσα Αυγούστου 1860), έφτασε στην Κύπρο μεθυσμένος και πέθανε από το ποτό. Όταν προσπάθησε να εισπράξει ανύπαρκτους καθυστερημένους φόρους, προκάλεσε οξεία αντίδραση πολλών μελών του προξενικού σώματος.

 

Στις 22 Οκτωβρίου 1859, ο αρχιεπίσκοπος ετοίμασε, από μέρους του ορθόδοξου πληθυσμού, υπόμνημα προς το σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ, μια και ο τελευταίος αναμενόταν να επισκεφθεί την Κύπρο, στο οποίο με προσεχτική διατύπωση ζητούσε βελτιώσεις στη γεωργία, απαλλαγή από τις ασθένειες των φυτών και από την ακρίδα, καθώς και βελτιώσεις στην είσπραξη των φόρων. Αιτήματα που μόνο ο σουλτάνος, όπως πίστευαν, μπορούσε να επιλύσει. Επειδή ο Αβδούλ Μετζίτ ποτέ δεν ήλθε στην Κύπρο, το υπόμνημα επιδόθηκε σ' αυτόν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο Ζ'. Μα η ελπίδα ότι ο σουλτάνος θα επισκεπτόταν την Κύπρο, επιζούσε για αρκετό καιρό, μέχρι το 1863, δηλαδή αρκετά μετά το θάνατό του, το 1861. Το χρόνο αυτό, ύστερα από υπόμνημα των Ελλήνων ηγετών, η Κύπρος αποσπάστηκε από το βιλαέτι του αρχιπελάγους, στο οποίο υπαγόταν δια του πασαλικιού της Ρόδου από το 1849, και αναδείχτηκε σε ανεξάρτητο μουτεσαρριφλίκι, δηλαδή επαρχία ή διοίκηση, υπό την άμεση δικαιοδοσία της Πύλης. Ο πληθυσμός του νησιού το 1861 ανερχόταν σε 165.000, από τους οποίους 120.000 Ορθόδοξοι, 44.000 Μουσουλμάνοι και 1.000 Καθολικοί και Αρμένιοι. Η σημαντική αύξηση του πληθυσμού οφειλόταν, μεταξύ άλλων, στην ευρωπαϊκής προέλευσης βελτίωση των υγειονομικών συνθηκών, στη σχετική βελτίωση του φορολογικού συστήματος και στην εποπτεία των προξένων για εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Η αύξηση συνεχίζεται σχεδόν ραγδαία και μετέπειτα.

Φώτο Γκάλερι

Image