Είναι ο κόλπος που εκτείνεται από την Πέτρα του Λιμνίτη μέχρι τα δυτικά του χωριού Κορμακίτης και περιβρέχει τμήματα των επαρχιών Λευκωσίας και Κερύνειας. Ο κόλπος, που αποτελεί προέκταση της πεδιάδας Μόρφου, οφείλει την ονομασία του στην κωμόπολη της Μόρφου που βρίσκεται σ’ απόσταση 7 περίπου χιλιομέτρων από τις ακτές του.
Η διαμόρφωση του κόλπου της Μόρφου, όπως και εκείνου της Αμμοχώστου, αποτελεί ένα ενδιαφέρον γεωμορφολογικό φαινόμενο. Κατά τον Ε. de Vaumas οι κόλποι αυτοί, όπως και ολόκληρη η κεντρική πεδιάδα της Κύπρου, είναι στενά συνυφασμένοι με το κεντρικό σύγκλινο, που εκτείνεται από τα δυτικά του κόλπου Μόρφου μέσω Μεσαορίας μέχρι και ανατολικά του κόλπου της Αμμοχώστου. Κατά την Πλειόκαινη περίοδο ολόκληρη η Μεσαορία, από τον κόλπο της Μόρφου μέχρι τον κόλπο της Αμμοχώστου, καλυπτόταν από θάλασσα. Περί το τέλος της γεωλογικής αυτής περιόδου διάφορες ορογενετικές κινήσεις ανύψωσαν την πεδιάδα, αν και τα δυο άκρα της εξακολουθούσαν να βρίσκονται πολύ πιο μέσα στη στεριά απ’ ό,τι είναι σήμερα. Η τελική διαμόρφωση των κόλπων οφείλεται στις ποτάμιες προσχώσεις μάλλον παρά σε ορογενετικές κινήσεις. Ο κόλπος Μόρφου αποκλείστηκε με φραγμό από χαλίκια που πιθανόν να προήλθαν από ποταμό προερχόμενο από την Τηλλυρία, που κυλούσε από τα νότια στα βόρεια κατά μήκος της ακτής. Τα κατάλοιπα του φραγμού βρίσκονται μεταξύ Καζιβερών και Συριανοχωρίου. Η λίμνη που δημιουργήθηκε μεταξύ στεριάς και θάλασσας καλύφθηκε αργότερα με αποθέσεις ποταμών που πηγάζουν από την οροσειρά του Τροόδους ή ακόμη κι από θίνες που μετέφεραν δυτικοί άνεμοι.