Μόντης Κώστας

Στιγμές

ΣΤΙΓΜΕΣ

 

α. Καλή ἡ λευτεριά, πρώτη ἡ λευτεριά,

μά σοὒχει κάποτε μιά σκλαβιά,

σοὒχει μιά σκλαβιά!

 

β. Πόση πτώση ἂραγε μᾶς μένει ὣς τήν κορφή;

 

γ. Σᾶς προκαλῶ νά μοῦ πήτε πόσο ἀγαπήσατε,

κυτάχτε προσεχτικά,

μετρῆστε προσεχτικά καί πέστε μου.

 

δ. Σκοπίμως σοῦ πῆρε τό πρῶτο ἀσήμαντο χαρτί ὁ ἂνεμος. Μή γελαστῆς καί τρέξης πίσω του.

 

ε. Τί εἶν' αὐτό τό «αἰωνία ἡ μνήμη»;

Ποιός σᾶς τό ζήτησε;

Ἀφῆστε τόν ἂνθρωπο νά ξεχαστῆ!

 

στ. Εὐτυχῶς πού εἲμαστε λιγάκι ἀφελεῖς,

εὐτυχώς πού μεταπίπτουμε τόσο εὒκολα στήν ἀφέλεια.

 

ζ. Μέ τήν καρδιά, παιδιά, κι' ὃπου μᾶς βγάλει,

μέ τήν καρδιά κι' ὁ Θεός βοηθός!

 

η. Λέμε: «Τόν ξέρουμε δά τόν ἂνθρωπο».

Καί δέν τόν ξέρουμε,

καθόλου δέν τόν ξέρουμε.

 

θ. Πολύ θορυβοῦν σήμερα οἱ σημαῖες.

Ἲσως γιατί τίς ξύπνησαν πρωΐ κ' εἶν' ἐκνευρισμένες.

Ἳσως γιατί τίς ξεσήκωσαν ἆρον - ἆρον ἀπ' τό ὑπόγειό τους

κ'εἷν' ἐκνευρισμένες.

Κατά τ' ἂλλα δέν πιστεύω νά μήν ἐγκρίνουν τή γιορτή.

 

ι. Αὐτή ἡ Κυριακή πού τραγούδησες,

αὐτή ἡ Κυριακή πού καλῇ τῇ πίστει τραγούδησες,

νά δῆς καμιά φορά τί ἀγνώριστη γίνεται ξαφνικά,

τί ἂλλος ἂνθρωπος!

 

ια. Πάντα νομίζουμε πώς εἲμαστε ὁλότελα ἓτοιμοι

καί πάντα, ὂταν σηκωθῆ ἡ αὐλαία κ' εἶνάι πιά ἀργά,

βλέπουμε πώς κάτι ὑπολειπόταν.

 

ιβ. Μήν ὑποθέτετε πώς κάτι πρόσθεσεν ἡ ἐλπίδα

κ' ἡ «αὐγή» της κι' ὁ «ἣλιος» της κι' ὁ «στίχος» της.

Ἡ ἐλπίδα εἶνάι μονάχα γιά ὃσους τό ἲδιό θα ἢλπιζαν καί δίχως της!

 

ιγ. Πῶς στόν ἀσφυχτικόν αὐτό μας χῶρο

ὁμοιοκαταληχτήσαμε ἒτσι κατά κόρο!

 

ιδ. Κ' ἡ Γῆ ἓνά σβωλαράκι, τίποτ' ἂλλο,

μονάχα πού λιγάκι πιό μεγάλο

κι' ἀπάνω της δῆθεν Ρωμιοί καί δῆθεν Γάλλοι, Ρῶσσοι,

Ἐγγλέζοι καί τά παιδία πιά παίζει!

 

ιε. Κ' ἓνά μνημεῖο στόν Ἀκούσιο Στρατιώτη, κύριοι,

ἓνά μνημεῖο στόν στρατιώτη πού ἀκούσια πολέμησε,

πού ἀκούσια σκότωσε,

πού ἀκούσια σκοτώθηκε.

 

Κώστας Μόντης