Κύπριος άγιος, επίσκοπος Ταμασσού ή Ταμασσέων κατά το β΄ μισό του 1ου μ.Χ. αιώνα, διάδοχος του πρώτου επισκόπου Ταμασσού αγίου Ηρακλειδίου*, του οποίου υπήρξε μαθητής. Ο άγιος Μνάσων μνημονεύεται στο Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως την ημέρα του θανάτου του, στις 19 Οκτωβρίου: τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἄθλησις τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μνάσωνος ἐπισκόπου Κύπρου.
Ο χαρακτηρισμός του ως ἐπισκόπου Κύπρου δεν είναι, ίσως, άσχετος προς το γεγονός ότι η επισκοπή Ταμασσού* υπήρξε από τις πρώτες ιεραρχικά και πιθανώς η πρώτη, για κάποιο διάστημα, μεταξύ των επισκοπών της Κύπρου, οφείλοντας την αίγλη της στους δυο πρώτους αξιόλογους επισκόπους της, τους αγίους Ηρακλείδιο και Μνάσωνα.
Οι χρονογράφοι Λεόντιος Μαχαιράς, Στέφανος Λουζινιανός και αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρουν τον άγιο Μνάσωνα, ταυτίζοντάς τον προς το αναφερόμενο πρόσωπο (με το ίδιο όνομα) που είχε φιλοξενήσει τον απόστολο Παύλο σε χωριό μεταξύ Καισαρείας και Ιεροσολύμων. Ισχυρίζονται επίσης οι χρονογράφοι αυτοί, ότι ο Μνάσων επανήλθε αργότερα στην Κύπρο, οπότε διαδέχθηκε τον άγιο Ηρακλείδιο στον θρόνο της Ταμασσού. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός γράφει επίσης ότι βραχίονας του αγίου εσώζετο στο χωριό Ποταμιού της επαρχίας Λεμεσού.
Σχετικά με τη φιλοξενία του αποστόλου Παύλου από τον Μνάσωνα (58 μ.Χ.), γίνεται λόγος στις Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (21.15-16), όπου αναφέρεται σαφώς ότι ο Μνάσων ήταν Κύπριος που ζούσε στους Αγίους Τόπους, κι υπήρξε από τους πρώτους μαθητές των αποστόλων: ...ἄγοντες παρ’ ᾦ ξενισθῶμεν Μνάσωνί τινι Κυπρίῳ ἀρχαίῳ μαθητῇ...
Αρκετές πληροφορίες περί του Μνάσωνος δίνονται στον Βίο του αγίου Ηρακλειδίου. Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι ο πατέρας του λεγόταν Χρύσιππος. Συνάγεται επίσης ότι ο Μνάσων ήταν ο στενότερος συνεργάτης του Ηρακλειδίου, όχι μόνο μαθητής του αλλά και δάσκαλος άλλων μαθητών. Αναφέρεται επίσης ότι διάφορα θαύματα είχε επιτελέσει, εκτός από τον Ηρακλείδιο, και ο Μνάσων. Επίσης στον Βίο του αγίου Ηρακλειδίου σημειώνεται ότι ο Ηρακλείδιος, πεθαίνοντας, όρισε ως διάδοχό του στον θρόνο Ταμασσού τον Μνάσωνα, ταυτόχρονα δε έκαμε ιερέα έναν μαθητή του, τον Ρόδωνα, που τον όρισε κι αυτόν ως διάδοχο του Μνάσωνος.
Οι τοπικές παραδόσεις αναφέρουν ότι ο Μνάσων ήταν Κύπριος, καταγόμενος από ένα χωριό κοντά στην πόλη της Ταμασσού. Οι γονείς του ήσαν ειδωλολάτρες, ο ίδιος όμως θέλησε να πάει στην Ιερουσαλήμ για να πληροφορηθεί περί της νέας θρησκείας. Πήγε πράγματι, συνοδευόμενος από ένα φίλο του που λεγόταν Θεωνάς. Εκεί συνάντησαν τον Ιωάννη τον Θεολόγο, που τους μύησε στον Χριστιανισμό και στη συνέχεια τους προέτρεψε να επιστρέψουν στην Κύπρο όπου θα εύρισκαν τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα (που εκτελούσαν στο νησί την πρώτη αποστολική περιοδεία, το 45 μ.Χ.). Πράγματι, οι Μνάσων και Θεωνάς επέστρεψαν στην Κύπρο όπου συνάντησαν τους αποστόλους και τον Ηρακλείδιο. Ο τελευταίος χειροτόνησε τον Μνάσωνα ιερομόναχο, τον δε Θεωνά όρισε αναγνώστην. Παρέμειναν τότε στην περιοχή της Ταμασσού, ακολουθώντας την ασκητική ζωή του αγίου Ηρακλειδίου. Ως διάδοχός του, ο άγιος Μνάσων εργάστηκε για την εξάπλωση του Χριστιανισμού κι έκαμε πολλά θαύματα. Πέθανε, αναφέρουν τέλος οι παραδόσεις, στις 19 Οκτωβρίου, σε μεγάλη ηλικία. Οι μαθητές του τον έθαψαν κοντά στον άγιο Ηρακλείδιο, στον χώρο όπου ανεγέρθηκαν τα δυο μοναστήρια, του Αγίου Ηρακλειδίου και του Αγίου Μνάσωνος, στο χωριό Πολιτικό (περιοχή αρχαίας Ταμασσού).
Σώζεται Ἀκολουθία του αγίου Μνάσωνος, που εξεδόθη με φροντίδα του αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσάνθου στη Βενετία, το 1774.