Έτσι λέγεται στην Κύπρο ο υπηρέτης, που συνήθως εκτελεί χειρωνακτικές εργασίες (όχι ο υπάλληλος γραφείου ή άλλος). Πρβλ. και ποίημα του Κ. Καρνέρα:
Στά χρόνια ποὒμουν μισταρκός τζ' ἐγιώ τζ'αί τά παιδκιά μου...
Έτσι, μισταρκωσύνη ή και μισταρκά (η), λέγεται η υπηρετική ή δουλική εργασία. Πρβλ. στο ίδιο ποίημα του Καρνέρα και τον στίχο:
Τωρά γιατ’ ἐβαρέθηκα τήν μισταρκάν τήμ μαύρην...
όπου ο χαρακτηρισμός της μισταρκάς ως μαύρης, υποδηλώνει εξευτελιστική και κοπιαστική εργασία.
Η λέξη μισταρκός πιθανώς προήλθε από την αρχ. μίσθαρνος. Όμως το δεύτερο συνθετικό της μπορεί να είναι η αρχ. λέξη ἀργός, οπότε μισθαργός σημαίνει εκείνος που αποζεί από τον μισθό του. Εξάλλου, μιστάριν (το) σημαίνει τον μικρό και ευτελή μισθό, οπότε μισταρκός = εκείνος που δουλεύει με μιστάριν. Στην Κύπρο δε, εκτός από την έννοια του υπηρέτη, η λέξη σημαίνει και τα ακόλουθα αντικείμενα, που θεωρείται ότι χρησιμοποιούνται για βοηθητικές εργασίες:
α) Ξύλινο κατασκεύασμα διχαλωτό, με ημικυκλικό άνοιγμα σε σχήμα πίσω μέρους υποδήματος (πτέρνας). Εχρησιμοποιείτο από τους χωρικούς για να βγάζουν εύκολα τις ποδίνες από τα πόδια τους˙ έβαζαν την ποδίνα στο διχάλι, με τη πτέρνα να εφαρμόζει στο ημικυκλικό άνοιγμα, οπότε πατώντας το με το άλλο πόδι και τραβώντας πίσω το ένα πόδι τους, πολύ εύκολα έβγαινε από την ποδίνα η οποία παρέμενε στον μισταρκόν. Παρόμοια ξύλινα αντικείμενα χρησιμοποιούν σήμερα οι ξένοι, για να βγάζουν ακριβώς τις μπότες της ιππασίας.
β) Μισταρκός ελέγετο και ο ξύλινος ή μεταλλικός φανοστάτης, μικρός δηλαδή στύλος επί του οποίου εστερεώνοντο στα σπίτια οι λυχνίες για φωτισμό.
γ) Μισταρκός ελέγετο επίσης απλή ξύλινη κατασκευή με επίπεδο και στρογγυλεμένο το επάνω μέρος. Εχρησιμοποιείτο από τους μεταφορείς για να φορτώνουν ή ξεφορτώνουν τα κοφίνια από το γαϊδούρι τους όταν δεν υπήρχε βοηθός: όταν φόρτωναν ένα κοφίνι στη μια πλευρά του γαϊδουριού, δεν μπορούσε να στηριχθεί μόνο του γιατί έπρεπε να φορτωθεί και το δεύτερο στην άλλη πλευρά για να υπάρχει ισορροπία βάρους˙ μέχρι να φορτωθεί το δεύτερο, το πρώτο κοφίνι στηριζόταν με τον μισταρκόν που ακουμπούσε στο έδαφος. Το ίδιο συνέβαινε κατά την εκφόρτωση: το ένα κοφίνι στηριζόταν με τον μισταρκόν ώστε να ξεφορτωθεί πρώτα το αντίθετο κοφίνι.
δ) Όταν άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα αυτοκίνητα, μισταρκοί ονομάστηκαν οι υαλοκαθαριστήρες τους, χωρίς όμως τελικά η λέξη να καθιερωθεί.