Seriola dumerilii, (Risso, 1810). Θαλάσσιο ψάρι που ανήκει στην οικογένεια των Καραγκιδών (Carangidae). Αγγλική ονομασία: Amberjack. Εμφανίζεται πολύ συχνά στις κυπριακές θάλασσες. Το συνηθισμένο μήκος του κυμαίνεται μεταξύ 30-100 εκ., φθάνει όμως και τα 180 εκ. περίπου. Είναι σχετικά μεγάλο ψάρι με μακρουλό σώμα ελαφρά πιεσμένο στα πλάγια και με μικρά λέπια, έχει μεγάλο κεφάλι και μεγάλο στόμα με ισχυρά σαγόνια. Το πρώτο ραχιαίο πτερύγιό του είναι μικρό με μυτερά αγκάθια και πιο χαμηλό σε σύγκριση με το δεύτερο που είναι πιο μακρύ και με μαλακές ακτίνες. Η ουρά του είναι ημισεληνοειδούς σχήματος. Το χρώμα της ράχης του είναι γκριζοασημί προς γκριζοκαφέ, οι πλευρές ασημένιες ή ασπριδερές με χρυσαφένιες ανταύγειες, κάποτε έντονες, και η κοιλιά έχει χρώμα ασπροασημί. Είναι μεταναστευτικό ψάρι και ταξιδεύει συνεχώς. Ζει κοπαδιαστά σε ξέβαθα κυρίως νερά, συνήθως κοντά στην επιφάνεια και τρέφεται με αφρόψαρα. Το κρέας του, που είναι καλό σε ποιότητα, τρώγεται τηγανητό ή ψητό. Ψαρεύεται με δίκτυα και ψαροντούφεκο. Με μεγάλη επιτυχία ψαρεύεται όμως με το ψαρούδιν* από βάρκα που κινείται αργά, το καλοκαίρι και αργότερα, ιδιαίτερα Σεπτέμβριο -Οκτώβριο. Όταν το κοπάδι εντοπιστεί, συνήθως στις 3-6 οργιές και κάποτε λίγο πιο βαθιά, και τσιμπήσουν τα πρώτα μινέρια, τότε οι ψαράδες αρχίζουν να κάνουν κύκλους πάνω από αυτά και τα ψαρεύουν, ανάλογα φυσικά με τις ικανότητές τους. Έμπειροι ψαράδες έπιασαν 70, 80, κάποτε δε και 100 μινέρια σε μια εξόρμηση. Εξαιρετικά μεγάλα μινέρια, συχνάζουν κάποτε κοντά στις ψαρόβαρκες για να φάνε ψάρια που πέφτουν από τα δίκτυα. Οι ψαράδες όταν τα εντοπίσουν δολώνουν ένα μεγάλο αγκίστρι με ζωντανό ψάρι ή σουπιά και το ρίχνουν προς το μέρος τους. Τα μινέρια, αν και είναι επιφυλακτικά, κάποτε τσιμπούν. Το ανέβασμά τους στη βάρκα θα ήταν αδύνατο αν δεν κατέληγε η μισίνα που είναι δεμένη στο αγκίστρι σ' ένα πλαστικό κενό δοχείο το οποίο ρίχνεται στη θάλασσα αφενός για να παρεμποδιστεί το ψάρι να φύγει, αφετέρου δε για να κουρασθεί και να πιαστεί εύκολα.
Το μινέριν συγχέεται με το γοφάριν*, και το κοκκάλιν*, κάποτε δε, ανάλογα με το μέγεθος, με τη λίτσα*.