Το μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού της Μίνθης βρίσκεται τρία περίπου χιλιόμετρα στα νοτιοανατολικά του χωριού Τσάδα στην Πάφο. Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Η πιο παλαιά πληροφορία που έχουμε γι’ αυτό είναι εκείνη του Ρώσου μοναχού Βασίλι Μπάρσκυ που το επισκέφθηκε το 1735. Κατά τον Μπάρσκυ το μοναστήρι κτίσθηκε σε αρχαίους χρόνους από ευσεβείς Χριστιανούς στην κορυφή χαμηλών βουνών σε μια ομαλή πεδιάδα. Τώρα είναι πολύ μικρό και εγκαταλειμμένο, τα κτίρια ετοιμόρροπα. Υπάρχει μόνο μια εκκλησία και ένα κελί, ένας ιερομόναχος και ένας λαϊκός υπηρέτης. Πριν ήταν ένα μοναστήρι ολοκληρωμένο, αλλά εγκαταλείφθηκε εξαιτίας της φτώχειας του πληθυσμού και της αμέλειας του επισκόπου. Ο σημερινός επίσκοπος Πάφου έχει πρόθεση ν' ανακαινίσει το μοναστήρι γιατί αυτό βρίσκεται στην επαρχία του και υπό τη δικαιοδοσία του. Το μοναστήρι βρίσκεται σε μέρος ήσυχο, μακριά από τον κόσμο. Δεν υπάρχει ολόγυρα ούτε δάσος, ούτε δέντρο, οπωροφόρο· μόνο μέσα στην αυλή του μοναστηριού υπάρχει ένα κλήμα και ένα κυπαρίσσι. Δεν υπάρχει ούτε πηγή, ούτε πηγάδι. Το πόσιμο νερό μεταφέρεται από μια πηγή σ' ένα κήπο, που ανήκει στο μοναστήρι, και βρίσκεται σ' απόσταση πέντε σταδίων περίπου. Η εκκλησία είναι πολύ μικρή, χωρίς διακόσμηση, αλλά καλής αρχιτεκτονικής. Έχει τρεις θύρες και ένα τρούλλο. Στο εικονοστάσιο υπάρχει μεγάλος και άσχημος σταυρός, χωρίς τέχνη. Οι κάτοικοι όμως των γύρω χωριών τον τιμούν πολύ. Αναφέρουν ότι [ο σταυρός αυτός] βρέθηκε, ύστερα από όνειρο, μέσα σ' ένα θάμνο μ' ένα κερί αναμμένο μπροστά του, και μεταφέρθηκε μέσα στο μοναστήρι. Άλλοι λέγουν ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε λόγω της ανευρέσεως του σταυρού αυτού. Μέσα στην εκκλησία του μοναστηριού ανάμεσα στις πλάκες του δαπέδου υπάρχει μεγάλη μαρμάρινη πλάκα με αρχαίες επιγραφές στη λατινική και σε μια άλλη γλώσσα, που δεν μπόρεσα να καταλάβω, γιατί τα γράμματα είχαν καταστραφεί από τα πατήματα των πιστών. Πιστεύω ότι είναι ο τάφος του ιδρυτή, κάποιου περίφημου ανθρώπου. Έμαθα από την επιγραφή αυτή ότι το μοναστήρι ιδρύθη κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας. Απ' όσα λέγει ο Μπάρσκυ, η παράδοση συνδέει την ίδρυση του μοναστηριού του Σταυρού της Μίθθας, με την ανεύρεση του ξύλινου σταυρού που σώζεται μέχρι σήμερα. Η εκκλησία του μοναστηριού ήταν τότε μονόκλιτη με τρούλλο, χωρίς τοιχογραφίες και μέσα στην εκκλησία υπήρχε ταφόπετρα με λατινική και μια άλλη επιγραφή, ίσως γαλλική, που δεν μπορούσε να διαβάσει. Η ύπαρξη της δίγλωσσης επιγραφής οδηγεί όχι στα χρόνια της Βενετοκρατίας, όπως νόμιζε ο Μπάρσκυ, αλλά μάλλον στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, ίσως στον 14ο με 15ο αιώνα, χωρίς να μπορεί να καθορισθεί ακριβέστερα. Βέβαια δεν σημαίνει ότι ο νεκρός ήταν ο ιδρυτής του μοναστηριού. Πιθανότατα αυτός ήταν φεουδάρχης, στο φέουδο του οποίου βρισκόταν το μοναστήρι.
Το μοναστήρι και η εκκλησία που είδε ο Μπάρσκυ κατεδαφίσθηκαν λίγα χρόνια αργότερα και στη θέση τους κτίσθηκε η σημερινή εκκλησία και το μοναστήρι, που υπήρχε μέχρι το 1970, κυρίως μισοερειπωμένο. Η εκκλησία κτίσθηκε το 1745 από τον μητροπολίτη Πάφου Ιωακείμ, όπως αναφέρει επιγραφή σε ποδέα του τέμπλου κάτω από το κουβούκλιο του σταυρού. Οι εικόνες του εικονοστασίου έγιναν το 1770 επί μητροπολίτη Πάφου Παναρέτου με έξοδα και φροντίδα του ιερομονάχου Μελετίου που είχε διατελέσει αρχιμανδρίτης της Μητροπόλεως Πάφου επί των μητροπολιτών Ιωακείμ και Παναρέτου. Το χρύσωμα του εικονοστασίου έγινε πολύ αργότερα, το 1836, επί μητροπολίτη Πάφου Χαρίτωνος.
Η σημερινή εκκλησία του μοναστηριού είναι μονόκλιτη, καμαροσκέπαστη. Η επιτάφια πλάκα που αναφέρει ο Μπάρσκυ έχει εξαφανισθεί. Τα μοναστηριακά κτίρια που υπήρχαν μέχρι το 1970 είχαν σχήμα Π και περιέκλειαν την αυλή του μοναστηριού από τα ανατολικά, τα νότια και τα δυτικά. Η εκκλησία ήταν στη βόρεια πλευρά της αυλής. Τα κτίρια ήσαν διώροφα και το ανατολικό και το νότιο είχαν στοές μπροστά στα κελιά που στηρίζονταν σε τοξοστοιχίες. Η κύρια είσοδος του μοναστηριού ήταν στη νότια πλευρά. Μ' εξαίρεση το κτίριο της ανατολικής πλευράς, που αναστηλώθηκε τα έτη 1967-1968, τα κτίρια της δυτικής και της νότιας πλευράς κατεδαφίσθηκαν από τον τότε μητροπολίτη Πάφου Γεννάδιο και αντικαταστάθηκαν από ένα μοντέρνο διώροφο κτίριο στη νοτιοδυτική γωνιά του παλαιού μοναστηριού.
Ο μητροπολίτης Γεννάδιος σκόπευε την αναβίωση του μοναστηριού ως γυναικείου, το δε οικοδόμημα που έκτισε έξω από τον περίβολό του θα εχρησιμοποιείτο ως κατοικία ενός μόνο ιερέα. Η προσπάθεια πάντως δεν ευοδώθηκε.
Το 1978 έγινε νέα προσπάθεια αναβίωσης του μοναστηριού, και εγκαταστάθηκαν σ’αυτό τρεις μοναχοί προερχόμενοι από το Άγιον Όρος. Οι μοναχοί αυτοί προσπάθησαν μάλιστα να καθιερώσουν και το άβατον που ισχύει στο Όρος, την απαγόρευση δηλαδή, εισόδου σε γυναίκες. Οι μοναχοί αυτοί αναχώρησαν ύστερα από παραμονή τριών χρόνων. Αλλά στο μεταξύ είχε εγκατασταθεί στο μοναστήρι, από το 1979, και ο μοναχός Βαρνάβας από το χωριό Λύση, που πιο πριν είχε διαβιώσει στα μοναστήρια Σταυροβουνίου και Αγίου Νεοφύτου. Ο Βαρνάβας παραμένει στο μοναστήρι έως και σήμερα.
Στο ξυλόγλυπτο τέμπλο ο μεγάλος Σταυρός στο άνω μέρος είναι σήμερα αντίγραφο του αρχικού που βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο Πάφου. Οι δύο κύριες προσκυνηματικές εικόνες, του Χριστού και της Παναγίας, φέρουν επιγραφές. Εκείνη του Χριστού την επιγραφή «Μνήσθητι Ιωαννικίου οικονόμου», χωρίς χρονολογία. Στην εικόνα της Παναγίας η επιγραφή, με χρονολογία 1836, αναφέρει: «Μελετίου ιερομονάχου». Δεύτερη επιγραφή αναφέρει: «Επί αρχιερέως Χαρίτωνος». Ο Χαρίτων διετέλεσε επίσκοπος Πάφου το 1827 – 1854.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια