Έτσι λέγεται στην Κύπρο το σάβανο, το ειδικό εκείνο ύφασμα με το οποίο τυλίγεται ο νεκρός για να τοποθετηθεί στον τάφο. Πρβλ. και τη γνωστή κυπριακή κατάρα:
Που να τον μιζαρώσουσιν δκιαόλοι τζ'αι τριόλοι...
Η λέξη, που έχει αραβική προέλευση, δίνει και το ρήμα μιζαρώννω (σαβανώνω, ντύνω τον νεκρό). Επίσης το ουσιαστικό μιζαρωτής σημαίνει τον άνθρωπο που ετοιμάζει τον νεκρό για τον τάφο.
Το μίζαρον είναι απαραιτήτως άσπρου χρώματος πανί που οι χατζήδες παίρνουν μαζί τους στους Αγίους Τόπους και βαπτίζουν στον ποταμό Ιορδάνη. Ή ακόμη, φέρνουν σε μπουκαλάκια νερό του Ιορδάνη ποταμού και το ραντίζουν.
Σύμφωνα προς το έθιμο, στο μίζαρον δεν πρέπει ν' αγγίξει ψαλίδι. Για να φορεθεί στο σώμα του νεκρού, το ύφασμα καίγεται σε φλόγα κεριού σε σημείο που να σχηματιστεί μια τρύπα. Η τρύπα αυτή χρησιμεύει στο να φορεθεί το μίζαρον στον νεκρό από το κεφάλι. Φοριέται πάντοτε κατάσαρκα στο σώμα του νεκρού, συμβολίζει δε το ιερό σινδόνιον με το οποίο τυλίχτηκε το γυμνό σώμα του Χριστού όταν ετάφη.
Εχρησιμοποιείτο εκτεταμένα στην Κύπρο σε παλαιότερες εποχές, οπότε υπήρχαν και μιζαρωτήδες, εκείνοι που ασκούσαν το επάγγελμα του μιζαρωτή.