Ο Μεχμέτ πασά Σοκόλοβιτς (Σόκολλη) γεννήθηκε γύρω στα 1505 στο χωριό Σοκόλοβιτς (Sokolović) στο κατηλλίκι του Βίσιεγκραντ (Višegrad) της Γιουγκοσλαβίας. Στις 28.6.1565, αμέσως μετά τον θάνατο του βεζύρη Σεμίζ Αλή πασά, με απόφαση του σουλτάνου Σουλεϊμάν διορίστηκε μεγάλος βεζύρης, αξίωμα ανάλογο με εκείνο του πρωθυπουργού. Τη θέση αυτή διατήρησε για 15 χρόνια υπό τον Σουλεϊμάν Β΄ τον Νομοθέτη (1520-1566), τον Σελίμ Β΄ (1566-1574) και πέντε χρόνια (1574-1579) υπό τον Μουράτ Γ΄. Ως μεγάλος βεζύρης διαδραμάτισε ενεργό και πολύ σημαντικό ρόλο στις υποθέσεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Υπό αυτή του την ιδιότητα είχε αξιόλογη συμμετοχή και στα γεγονότα που σχετίζονται με τον κυπριακό πόλεμο, κατά τον οποίο η Οθωμανική αυτοκρατορία κατέκτησε την Κύπρο.
Ο Μεχμέτ Σοκόλοβιτς καταγόταν από σερβική αγροτική οικογένεια μικρογαιοκτημόνων. Ο πατέρας του ονομαζόταν Dimitrije (Δημήτριος). Όμως, παραμένει άγνωστο το όνομα της μητέρας του και των άλλων στενών συγγενών του. Το βαφτιστικό όνομα του Σοκόλοβιτς, σύμφωνα με τον Ραγουζαίο ιστορικό Jacov Lukarević, ήταν Μπάγιο (Bajo-Bajica). Σύμφωνα με σερβική παράδοση ο πατέρας του Σοκόλοβιτς, εκτός από τον Μπάγιο, είχε ακόμη τρεις γιους, ενώ οι τουρκικές πηγές αναφέρουν ότι τρεις γιους είχε συμπεριλαμβανομένου και του Μπάγιο. Είχε επίσης μια κόρη. Ο Μπάγιο έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο μοναστήρι Μιλέσιεβι, που τον 16ο αιώνα άρχισε να γίνεται το πνευματικό κέντρο της περιοχής. Δάσκαλος του Μπάγιο ήταν ένας θείος του καλόγηρος που υπηρετούσε σ’ αυτό το μοναστήρι και σύμφωνα με μια τουρκική πηγή ήταν «μορφωμένος, ευσεβής και πλούσιος». Ο Μπάγιο προφανώς προοριζόταν να γίνει καλόγηρος. Έτσι στο μοναστήρι, αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα, έγινε «αναγνώστης». Ο ίδιος ο Μεχμέτ Σοκόλοβιτς το 1576 ανέφερε στον πρέσβη της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη Tiepolo ότι συχνά λάμβανε μέρος στη λειτουργία και ότι όταν τον πήραν από την εκκλησία για γενίτσαρο ήταν 18 χρόνων.
Ο Μεχμέτ Σοκόλοβιτς αρχίζοντας ως γενίτσαρος, πέρασε με μεγάλη επιτυχία διάφορα στάδια για να φθάσει τελικά στην υψηλότερη μη κληρονομική θέση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στο αξίωμα του μεγάλου βεζύρη. Σε νεαρή ηλικία οδηγήθηκε στα σουλτανικά ανάκτορα, όπου υπηρέτησε σαν καπουτζή-μπασής. Αργότερα έγινε αρχιναύαρχος και το 1546 διαδέχθηκε τον Βαρβαρόσσα. Διοικούσε το ναυτικό μέχρι το 1551 όταν προβιβάστηκε σε μπεηλέρμπεη της Ρουμελίας. Διακρίθηκε σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα κατά την άλωση του Τέμεσβαρ στην Ουγγαρία και προβιβάστηκε στον βαθμό του βεζύρη. Αργότερα νυμφεύθηκε τη θυγατέρα του σουλτάνου Σελίμ Β΄ και το 1565 διορίστηκε μέγας βεζύρης. Συνόδευσε τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή στην εκστρατεία του στην Ουγγαρία, κατά την οποία ο σουλτάνος πέθανε πολιορκώντας το φρούριο του Σιγκετβάρ. Ο Σοκόλοβιτς απέκρυψε τον θάνατο του σουλτάνου μέχρι την άφιξη του Σελίμ, ο οποίος τον διατήρησε στο πρωθυπουργικό αξίωμα έχοντάς του απεριόριστη εμπιστοσύνη. Το αξίωμα αυτό διατήρησε και επί Μουράτ Γ΄ μέχρι το 1579.
Ο διορισμός του Μεχμέτ Σοκόλοβιτς στο αξίωμα του μεγάλου βεζύρη το 1565, συνέπεσε με την άνοδο στον θρόνο του Σελίμ Β΄, που από προηγουμένως είχε αποφασίσει να καταλάβει την Κύπρο ευθύς μόλις θα ανέβαινε στον θρόνο. Έτσι το 1569, τρία μόλις χρόνια μετά την άνοδό του στον θρόνο και αφού διασφάλισε από κάθε πλευρά την εξουσία του, συγκάλεσε συμβούλιο για να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον των Βενετών για την κατάκτηση της Κύπρου. Κάλεσε τον μεγάλο βεζύρη Μεχμέτ πασά Σοκόλοβιτς και του πρότεινε να αναλάβει την επιχείρηση για την κατάκτηση της Κύπρου γιατί θεωρούσε πως αυτός ήταν ο ικανότερος και στη θάλασσα και στην ξηρά και δεν εύρισκε άλλο αντάξιό του, πράγμα που γνώριζε πολύ καλά και ο φυσικός του εχθρός, ο βασιλιάς της Ισπανίας.
Κατόπιν, ο Σελίμ Β΄ κάλεσε τον Πιαλή και μετά απ’ αυτόν τους άλλους πασάδες. Όλοι συμφώνησαν να προχωρήσουν στην κατάληψη της Κύπρου, αλλά οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές απ’ αυτούς ήταν ο Πιαλή πασάς και ο Μουσταφά πασάς, που για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού πρόσφεραν μάλιστα και τους εαυτούς τους. Αφού άκουσε τις απόψεις των πασάδων, ο Σελίμ Β΄ αποφάσισε να διεκδικήσει την Κύπρο. Παράλληλα, έθεσε τον Βενετό βάιλο σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Ο μεγάλος βεζύρης πίστευε πως ο πόλεμος με τη Βενετία έπρεπε να αποφευχθεί και προπαντός, σε μια περίοδο που από την Ισπανία έφθαναν απελπιστικά μηνύματα των Μωαμεθανών που απειλούνταν με εξόντωση. Την απόφαση του Μεχμέτ Σοκόλοβιτς να διατηρήσει την ειρήνη με τους Βενετούς οπωσδήποτε ενίσχυσε και το γεγονός πως οι Βενετοί έμποροι αποτελούσαν πολύ σημαντική πηγή εσόδων για το τουρκικό κράτος, καθώς και η πεποίθησή του ότι η Τουρκία δεν ήταν αρκετά καλά προετοιμασμένη για ένα τέτοιο πόλεμο. Και αφού μάλιστα γνώριζε καλά ότι αυτός δεν θα ήταν πόλεμος μόνον εναντίον των Βενετών αλλά και εναντίον μιας ισχυρής συμμαχίας χριστιανικών κρατών, για τη συσπείρωση των οποίων εργαζόταν ο πάπας Πίος Ε΄. Για τις προηγούμενες προσπάθειες του μεγάλου βεζύρη να διαφυλάξει την ειρήνη με τους Βενετούς μαρτυρεί και η περίπτωση που αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός:... Ὁ βεζύρης Μεεμέτ ἐπί τοῦ Μπαΐλου Βραγαδίνου ἐφανέρωσεν αὐτῷ, πῶς ἀπό τήν Κύπρον ἦλθον δύω χωριάται μέ γράμματα, καί μέ γνώμην πολλῶν χωριανῶν παροίκων διηγούμενοι τάς τυραννίας, ὁποῦ ὑπέφεραν, καί ὅτι ἐπεθύμουν νά ἐξουσιάζωνται ἀπό τόν Σουλτάνον του. Αὐτοί οἱ δυστυχεῖς ἐδόθησαν εἰς χεῖρας τοῦ Μπαΐλου, καί πλέον δέν ἐφάνησαν...
Ο Βενετός βάιλος, που βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, για να δώσει την ευκαιρία στους Βενετούς να κρίνουν την όλη κατάσταση βάσει των πληροφοριών που ο ίδιος κατόρθωσε να συγκεντρώσει και για να κερδίσουν χρόνο, άφησε να νοηθεί από τον μεγάλο βεζύρη Μεχμέτ πασά Σοκόλοβιτς πως, προτού κηρύξουν τον πόλεμο εναντίον των Βενετών, οι Τούρκοι έπρεπε να στείλουν στη Βενετία κάποιο απεσταλμένο τους για να ζητήσει να τους δοθεί φιλικά εκείνο που ήθελαν να πάρουν με τη βία.
Ο μεγάλος βεζύρης Μεχμέτ πασά Σοκόλοβιτς ανέφερε αυτή την πρόταση στον Σελίμ Β΄ που, αφού συμφώνησε, έστειλε στη Βενετία τον τσαούση Κουμπάντ με τελεσίγραφο για να ζητήσει την παραχώρηση της Κύπρου στην Τουρκία, επειδή το νησί γειτόνευε με τη Συρία και για να προειδοποιήσει πως, σε περίπτωση που οι Βενετοί θα αρνούντο να συμμορφωθούν προς το τελεσίγραφο (που αυτός μετέφερε μαζί του) και δεν θα παρέδιδαν την Κύπρο, οι Τούρκοι θα έπαιρναν τα όπλα και θα τους έδιωχναν από το νησί με σκληρό πόλεμο. Τελικά, το τελεσίγραφο των Τούρκων, που είχε και την έγκριση του μεγάλου μουφτή Ebusuûd-efendi ο οποίος αναγκάστηκε να προσαρμόσει τη γνώμη που του ζητήθηκε σύμφωνα με τη θέληση και τις επιδιώξεις του Σελίμ Β΄ και των φιλοπόλεμων συμβούλων του, απορρίφθηκε από τους Βενετούς. Ύστερα απ’ αυτό, ο Σελίμ Β΄ έστειλε στην Κύπρο μεγάλες δυνάμεις που, υπό τον Πιαλή πασά και τον Μουσταφά πασά, κατέλαβαν την Κύπρο. Αρχικά κατελήφθη η Λευκωσία στις 9.9.1570 και τελευταία, τον Αύγουστο του 1571, κατελήφθη η Αμμόχωστος.
Αφού ο στρατάρχης (σερασκέρης) Μουσταφά πασάς τακτοποίησε την κατάσταση στην Κύπρο, εφάρμοσε το νέο διοικητικό σύστημα και έβαλε νέα τάξη, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Αμέσως ύστερα απ’ αυτό στην Κωνσταντινούπολη έφθασε και πρεσβεία από την Αμμόχωστο με σκοπό να παρακαλέσει τον μεγάλο βεζύρη να επιβεβαιώσει όλα όσα ο Μουσταφά πασάς υποσχέθηκε στους Κυπρίους. Επειδή ο πόλεμος μεταξύ της Ιεράς Συμμαχίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν είχε ακόμη λήξει, ο Μουσταφά πασάς πήρε διαταγή από τον σουλτάνο να συμπεριφέρεται καλά απέναντι στον λαό της Κύπρου. Ο σουλτάνος μ’ αυτό τον τρόπο ήθελε να έχει τους Κυπρίους με το μέρος του, ιδιαίτερα σε περίπτωση που η Βενετία θα προσπαθούσε να επανακτήσει το νησί. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Πύλη προσπαθούσε να δώσει την εντύπωση πως ήταν πρόθυμη να προσφέρει στον κυπριακό λαό ορισμένη προστασία. Ο μεγάλος βεζύρης Μεχμέτ πασά Σοκόλοβιτς μέσω της πρεσβείας που έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, παραχώρησε στους Κυπρίους τα ακόλουθα προνόμια: 1) Το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκείας. Μ’ αυτό τον τρόπο η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου που κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας είχε υποχρεωθεί να υποταχθεί στην Καθολική Εκκλησία, απέκτησε και πάλιν τα πρωτεία και δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ανασυγκρότησή της. 2) Το δικαίωμα στους Έλληνες της Κύπρου να εξαγοράσουν τα μοναστήρια και τις περιουσίες τους που είχαν περιέλθει στην ιδιοκτησία των Τούρκων. 3) Το δικαίωμα να αγοράζουν και να κατέχουν γη και οικίες ως ιδιοκτησία τους και να τις μεταβιβάζουν στους κληρονόμους τους. 4) Το δικαίωμα να έχουν ιδιόκτητες οικίες στην Αμμόχωστο καθώς και το δικαίωμα της αγοράς οικιών που ανήκαν σε Τούρκους. Τα δικαιώματα αυτά σιωπηρά ή με ειδική νομοθεσία επεκτάθηκαν σ’ ολόκληρη την Κύπρο.
Επειδή η κυπριακή οικονομία προς το τέλος της Βενετοκρατίας βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση και λόγω του ότι είχε υποστεί σημαντικές απώλειες κατά τη διάρκεια του πολέμου, για να αναζωογονηθεί ήταν ανάγκη να ληφθούν σημαντικά μέτρα. Ο πληθυσμός πρωτίστως έπρεπε να ξαναγοράσει και να καλλιεργεί τακτικά τη γη. Όμως, πολλοί στρατιώτες, που στα χέρια τους είχε συγκεντρωθεί σημαντικό μέρος της γης, για να την πουλήσουν ζητούσαν υπέρογκες τιμές. Η κατάσταση αυτή έγινε γνωστή στην Κωνσταντινούπολη και ο μεγάλος βεζύρης Μεχμέτ πασά Σοκόλοβιτς για να την εμποδίσει, σε διαταγή του, που απέστειλε στον μπεηλέρμπεη και δεφτερδάρη της Κύπρου από το αυτοκρατορικό διβάνι, μεταξύ των άλλων αναφέρει και τα εξής: ... για την οικονομική πρόοδο του νησιού είναι ανάγκη ο λαός (ραγιάς) να εγκαθίσταται σ’ αυτήν και να φροντίζει και να καλλιεργεί τη γη. Γι’ αυτό μη επιτρέψεις στις ευφορότερες περιοχές -όπως συνέβαινε μέχρι τώρα - ορισμένοι στρατιωτικοί και άλλοι παράγοντες να ζητούν μεγαλύτερη τιμή για τη γη απ’ ό,τι αυτή πράγματι αξίζει, γιατί αυτοί το κάνουν μόνο και μόνο για να μη περιέλθει η γη στα χέρια του λαού (ραγιά). Με μια λέξη, η πρόοδος του νησιού και της επαρχίας είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον λαό, ως εκ τούτου, πρόσεξε να μη σταματήσει η πρόοδος του λαού. Από τη μια μέρα στην άλλη θα κάνεις κάθε τι που μπορεί να ικανοποιήσει και να ευχαριστήσει τον λαό...
Η τουρκική διοίκηση, στα πρώτα χρόνια, υποβοηθούσε τους γεωργούς, που εξαιτίας του πολέμου περιήλθαν σε δύσκολη κατάσταση, δίνοντάς τους σιτάρι για διατροφή και για σπορά. Αλλά όπως ήδη αναφέρθηκε, τα μεγαλύτερα προνόμια που οι Κύπριοι απέκτησαν τότε από τους Τούρκους ήταν η θρησκευτική και εκκλησιαστική ελευθερία. Επειδή στα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας και στη διάρκεια του πολέμου στο νησί υπήρχε σοβαρή απουσία ανώτερων κληρικών, γιατί πολλοί απ’ αυτούς φονεύθηκαν και άλλοι δραπέτευσαν στο εξωτερικό, οι Κύπριοι ζήτησαν από τον μεγάλο βεζύρη να επιτρέψει στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να χειροτονήσει τον αναγκαίο αριθμό κληρικών. Παρόλο που ο Σοκόλοβιτς το επέτρεψε, εντούτοις στην εφαρμογή της απόφασης αυτής χρησιμοποίησε τη γνωστή τουρκική μέθοδο της εξαγοράς των θέσεων, που αύξανε σημαντικά τα εισοδήματα των ανώτερων αξιωματούχων της αυτοκρατορίας. Ο ίδιος ο Σοκόλοβιτς αποκόμιζε κάθε χρόνο απ’ αυτή καθαρό εισόδημα ύψους ενός περίπου εκατομμυρίου δουκάτων! Ένα σημαντικό μέρος αυτού του ποσού το χρησιμοποιούσε για δωρεές (για την ανέγερση πολλών κληροδοτημάτων). Όταν η κυπριακή πρεσβεία έφθασε στον μεγάλο βεζύρη, στην αυλή του Σοκόλοβιτς βρισκόταν ένας Σέρβος καλόγηρος. Αφού ο καλόγηρος έμαθε τον σκοπό για τον οποίο ήλθε η πρεσβεία, κατάφερε με την πληρωμή 3.000 τσεκινιών να εξαγοράσει από τον Σοκόλοβιτς τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου. Ύστερα απ’ αυτό ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αναγκάστηκε να τον χειροτονήσει αρχιεπίσκοπο της Κύπρου. Μετά τη χειροτονία του, συνοδευόμενος από δυο γενίτσαρους που του έδωσε η Πύλη για συνοδεία, έφθασε στο νησί φέρνοντας μαζί του και συστατικές επιστολές προς τον Μουζαφέρ πασά που διατασσόταν να τον προστατεύσει ως αρχιεπίσκοπο της Κύπρου. Βέβαια, για την τοποθέτηση του Σέρβου καλόγηρου, σαν αρχιεπισκόπου της Κύπρου, εκτός από τα χρήματα που πληρώθηκαν για την εξαγορά του αξιώματος, αναμφισβήτητα επηρέασε και το γεγονός ότι αυτός ήταν συμπατριώτης του. Όμως, ο Σέρβος καλόγηρος δεν διατήρησε για πολύ το αξίωμα του αρχιεπισκόπου. Αμέσως μετά την εκλογή του άρχισε να αρπάζει χρήματα από τους Κυπρίους επιβάλλοντας βαριά φορολογικά μέτρα, με σκοπό να καλύψει τα χρήματα της εξαγοράς του αρχιεπισκοπικού θρόνου και να επιτύχει και μεγάλα κέρδη. Εκτός τούτου δεν μιλούσε ούτε την ελληνική γλώσσα. Όλα αυτά, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσαν την αγανάκτηση του λαού, έτσι που ο Σέρβος αρχιεπίσκοπος αναγκάστηκε τελικά να εγκαταλείψει το νησί.
Ύστερα απ’ αυτό, οι Κύπριοι για αρχιεπίσκοπο εξέλεξαν έναν Κύπριο καλόγηρο τον οποίο έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει και τη συγκατάθεση της Πύλης. Όμως, στην Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ήδη και κάποιος άλλος καλόγηρος από την Κύπρο που κατάφερε να του δοθεί ο αρχιεπισκοπικός θρόνος. Έτσι, το 1572 ο καλόγηρος αυτός χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κύπρου με το όνομα Τιμόθεος*. Ο Τιμόθεος, στην πραγματικότητα, ήταν ο δεύτερος κατά σειράν αρχιεπίσκοπος Κύπρου στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά ο πρώτος κυπριακής καταγωγής.
Ο Μεχμέτ πασά Σοκόλοβιτς συνδέεται άμεσα και με την επέκταση και στην Κύπρο των προνομίων που οι Ραγουζαίοι έμποροι απολάμβαναν στις περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για καταβολή μειωμένου δασμού για τα εμπορεύματα που θα εμπορεύονταν στην Κύπρο και ιδιαίτερα στο λιμάνι Σκάλα (Λάρνακα). Τούτο συνέβη όταν η κυβέρνηση της Ραγούζας στις 30.7.1577, έξι χρόνια μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους, μέσω δυο απεσταλμένων της, του Τζίβο Μπούτσιτς και του Μίχο Κλεμ. Γκούτσιετιτς, παρακάλεσε τον μεγάλο βεζύρη Μεχμέτ Σοκόλοβιτς να εκδώσει διαταγή βάσει της οποίας οι Ραγουζαίοι που θα εμπορεύονταν στην Κύπρο θα πλήρωναν, όπως και στις άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μόνο τον συνηθισμένο δασμό 2% επί της αξίας των εμπορευμάτων και όχι 5% όπως απαιτούσαν οι Τούρκοι αξιωματούχοι που ήσαν υπεύθυνοι για τα τελωνεία της Κύπρου. Τελικά, ύστερα από προσπάθειες πολλών μηνών, η Ραγούζα με τη βοήθεια του μεγάλου βεζύρη, κατόρθωσε να της αναγνωρισθεί και στην Κύπρο το δικαίωμα καταβολής δασμού προτιμήσεως 2% από τους εμπόρους της. Οι Ραγουζαίοι από τότε είχαν και στην Κύπρο όλα τα προνόμια και όλες τις διευκολύνσεις που ήδη από πολλά χρόνια πριν απολάμβαναν και στις άλλες περιοχές που ανήκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Ο Μεχμέτ πασά Σοκόλοβιτς δολοφονήθηκε το 1579 από ένα δερβίση και άφησε ανάμνηση άνδρα ικανού, τίμιου και φίλου των γραμμάτων. Τη δολοφονία του, που πραγματικά συγκλόνισε τους πολιτικούς κύκλους της Κωνσταντινουπόλεως, ακολούθησε σειρά εκδικητικών δολοφονιών εναντίον των αντιπάλων του που κράτησαν δυο ολόκληρα χρόνια.
ΑΙΚ. Χ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ