Μικρό τελετουργικό αγγείο, κατασκευασμένο από μέταλλο, συνηθέστερα από ασήμι, σπάνια δε από γυαλί. Χρησιμοποιείται βασικά μαζί με το καπνιστήριν*, οπότε και τα δυο αντικείμενα λέγονται καπνιστομέρρεχον*.
Η μερρέχα έχει πολύ στενό άνοιγμα, χρησιμοποιείται δε για ράντισμα, για να ραίνουν δηλαδή με ευώδη υγρά (συνήθως ροδόστεμμα*) τους ανθρώπους. Το ράντισμα το κάνει η οικοκυρά σε διάφορες περιπτώσεις, όπως όταν τελεί γιορτή εκκλησιαστική, σε γάμους κλπ.
Η λέξη μερρέχα παράγεται, κατά τον Γ. Λουκά, από τις λέξεις μύρον χέειν κι όχι από τις λέξεις μύρον ἔχειν, αφού ο σκοπός της ήταν να ραντίζει κι όχι να φυλάσσεται σ’ αυτήν το μύρον. Συνεπώς μυροχόη, απ’ όπου μερρέχα.
Σε παλαιότερες εποχές η μερρέχα, μαζί με το καπνιστήριν, ήσαν σκεύη απαραίτητα για κάθε σπιτικό.