Το μεταλλείο του Μεμί βρίσκεται περί το 1 χιλιόμετρο βορειοδυτικά του χωριού Ξυλιάτος της επαρχίας Λευκωσίας. Η παρουσία σωρού σκουριάς χαλκού της τάξεως των 10.000 τόνων περί τα 500 μέτρα βόρεια του σημερινού μεταλλείου καθώς και αρχαίων γαλαριών στην ανατολική και τη δυτική του πλευρά, αποδεικνύουν μεταλλευτική δραστηριότητα κατά την Αρχαιότητα. Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία ως προς την ηλικία των εργασιών αυτών.
Οι νεότερες μεταλλευτικές δραστηριότητες στην περιοχή αρχίζουν το 1952 με τη διεξαγωγή μεταλλευτικών ερευνών από την Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία, που είχαν σαν αποτέλεσμα τον εντοπισμό κοιτάσματος σιδηροπυρίτη της τάξεως των 2.300.000 τόνων με μέση περιεκτικότητα θείου 20-25%. Περιορισμένη εκμετάλλευση του κοιτάσματος με υπόγειες μεθόδους έγινε κατά την περίοδο 1954-1957. Μεταξύ των ετών 1958-1964 διεκόπησαν οι εργασίες και επανάρχισαν το 1965 με τη μέθοδο της επιφανειακής αποκάλυψης. Η νεότερη αυτή φάση της εκμετάλλευσης συμπληρώθηκε το 1971. Κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων περιόδων εκμετάλλευσης εξορύχθηκαν 1.977.000 τόνοι μεταλλεύματος με μέση περιεκτικότητα θείου περίπου 25%. Από την ποσότητα αυτή μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό, 72.000 τόνοι, ήταν χαλκούχο μετάλλευμα.
Το 1987 επανάρχισε η λειτουργία του μεταλλείου με απώτερο σκοπό την εκμετάλλευση του υπολειπόμενου μεταλλεύματος που ανερχόταν στους 320.000 τόνους με μέση περιεκτικότητα θείου 20-25%.
Το θειούχο κοίτασμα Μεμί είναι του τύπου stockwork και αποτελείται από φλέβες, φλεβίδια και εμποτίσματα σιδηροπυρίτη μέσα σε έντονα εξαλλοιωμένες λάβες του Κατώτερου Ορίζοντα των πίλλοου λαβών του Τροόδους. Μέσα στη μεταλλοφόρο όμως ζώνη του τύπου αυτού απαντώνται φακοί συμπαγούς σιδηροπυρίτη μεγέθους 20.000 τόνων.