Κατά την Αρχαιότητα ήταν γνωστό ως πολύ καλής ποιότητας το μέλι που παραγόταν από τις μέλισσες στην Κύπρο. Ειδικότερα, στο έργο Περί Γεωργίας Ἐκλογαί (περισσότερο γνωστό ως Γεωπονικά) του Κασσιανού Βάσσου (6ος μ.Χ. αιώνας), γίνεται αναφορά στο χύτριον μέλι, δηλαδή στο μέλι που παραγόταν στην περιοχή των Χύτρων (=Κυθρέα). Ο Κασσιανός Βάσσος άντλησε την πληροφορία αυτή από σύγγραμμα του Διοφάνους (1ος π.Χ. αιώνας), κι αναφέρει:
... Ἄριστον μέν μέλι τό Ἀττικόν, καί τοῦ Ἀττικοῦ τό Ὑμήττιον˙ καλόν δέ καί τό γινόμενον ἐν ταῖς νήσοις... καί τοῦ Κυπρίου [καλύτερο είναι] τό Χύτριον...
Ο Πλίνιος πάλι (Naturalis Historia, 11.33), γράφει:
...Μα αλλού γίνονται κηρήθρες αξιόλογες για το κερί τους, όπως στη Σικελία, κι αλλού για το άφθονο μέλι που δίνουν, όπως στην Κρήτη, στην Κύπρο, στην Αφρική...
Συνεπώς από τα αρχαία χρόνια η Κύπρος ήταν γνωστή για το μέλι της, που παραγόταν και αργότερα, κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, και που παράγεται και σήμερα. Μέλι δεν παρήγαν μόνο οι αγρότες στο νησί, αλλά και τα μοναστήρια.
Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια και αργότερα, το μέλι ήταν μεταξύ των προϊόντων που εξήγε η Κύπρος σε διάφορες χώρες, όπως μαρτυρούν διάφοροι ξένοι περιηγητές. Για παράδειγμα ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ γράφει ότι το 1727, οπότε βρέθηκε στη Λάρνακα, από την πόλη αυτή εξάγονταν κρασιά, τυριά, λάδι, μέλι, χαρούπια και βαφές. Σε άλλο σημείο της αφήγησής του γράφει ότι το πλοίο στο οποίο επέβαινε προσέγγισε τη Λεμεσό, όπου παρέμεινε για δυο μέρες προκειμένου να προμηθευθεί ψωμί, κρασί, τυριά και μέλι, προϊόντα που ήταν φθηνά.
Όπως, εξάλλου, γράφει ο Εφραίμ ο Αθηναίος στο έργο του Περιγραφή... τῆς Μονῆς Κύκκου, μια από τις πυρκαγιές που κατέστρεψαν το μοναστήρι, εκείνη του 1365, προκλήθηκε όταν άναψαν φωτιά στο κοντινό δάσος για να διώξουν με τον καπνό τις μέλισσες και να μαζέψουν το μέλι από τις κηρήθρες τους.
Η παραδοσιακή παραγωγή μελιού στην Κύπρο γινόταν σε τζ΄ιβέρκια (ονομαστική: τζ΄ιβέρτιν*, το), που ήταν κυλινδρικά δοχεία καμωμένα από πηλό. Σε αρκετές περιπτώσεις τα τζ΄ιβέρκια ήταν εντοιχισμένα στους εξωτερικούς τοίχους των αγροτικών κατοικιών. Μερικά τέτοια εντοιχισμένα τζ΄ιβέρκια σώζονται ακόμη σήμερα σε σπίτια στο Φιλάνι. Αυτά ετρυγούντο μέσα από το σπίτι.
Το τζ'ιβέρτιν εκλείετο και στις δυο άκρες του με στρογγυλού σχήματος πέτρα ή μάρμαρο. Οι μέλισσες μπαινόβγαιναν από το μπροστινό μέρος, από τρύπα στο κάτω μέρος. Για να τρυγηθεί το τζ'ιβέρτιν, δηλαδή για να μαζευτεί το μέλι, σήκωναν το πισινό κάλυμμά του. Σε ένα δοχείο έβαζαν αναμμένα κάρβουνα και σ’ αυτά ξηρά κόπρανα του βοδιού, ώστε να δημιουργείται καπνός. Πλησίαζαν το δοχείο αυτό στο τζ'ιβέρτιν και κάποιος με δυνατούς πνεύμονες φυσούσε τον καπνό ώστε να εισέρχεται σ’ αυτό. Τότε οι μέλισσες αποσύρονταν στην μπροστινή άκρη της φωλιάς τους, ή ακόμη έφευγαν, οπότε τρυγούσαν τις «πίττες» (=κερί με μέλι). Οι «πίττες» κτίζονταν από τις μέλισσες συνήθως κάθετα μέσα στο τζ'ιβέρτιν.
Το 1912 η τότε αποικιακή κυβέρνηση εισήγαγε στην Κύπρο τα πρώτα δείγματα «μονώροφων» ξύλινων κυψελών. Μια τέτοια κυψέλη, που είχε δοθεί στον μελισσοκόμο Νεόφυτο Παύλου από τη Μύρτου, σώζεται ως σήμερα στη Λευκωσία. Από τότε, τα μελίσσια άρχισαν σιγά - σιγά να εκτρέφονται σε κυψέλες που αργότερα βελτιώθηκαν. Τα παραδοσιακά τζ'ιβέρκια τελικά εγκαταλείφθηκαν ολότελα και σήμερα χρησιμοποιούνται διαφόρων ειδών κυψέλες.
Η ποιότητα του κυπριακού μελιού εθεωρείτο ανώτερη λόγω του ότι οι μέλισσες το κατασκεύαζαν από γύρη και νέκταρ που μάζευαν από θαυμάσια άγρια φυτά που αφθονούσαν σε παλαιότερες εποχές στο νησί, όπως για παράδειγμα το θρουμπίν*.
Ωστόσο ακόμη ανώτερης ποιότητας εθεωρείτο το μέλι από άγρια μελίσσια, τα λεγόμενα αρκομέλισσα. Σε παλαιότερες εποχές υπήρχαν στην Κύπρο πολλά μελίσσια σε άγρια κατάσταση. Τα νέα μελίσσια που παράγονταν απ’ αυτά, τα λεγόμενα «πουλιά», ήταν κι αυτά σε άγρια κατάσταση. Φώλιαζαν σε κουφάλες δέντρων, σε βράχους, σε σπηλιές, σε απόκρημνα μέρη (απ’ όπου και διάφορα τοπωνύμια της Κύπρου, όπως Μελισσόκρεμμος). Εκεί κατασκεύαζαν τις φωλιές τους και παρήγαν περιζήτητο μέλι.
Οι χωρικοί τρυγούσαν τέτοια άγρια μελίσσια όταν τα ανακάλυπταν. Για να τα ανακαλύψουν, παρακολουθούσαν τις λιμνούλες και τις πηγές των νερών, κι όταν έβλεπαν μέλισσες να πλησιάζουν, τις ακολουθούσαν για να τους οδηγήσουν στη φωλιά. Όπως η κάθε κοινότητα μελισσών είναι άριστα οργανωμένη, μ’ επικεφαλής τη βασίλισσα, ο σαφής καταμερισμός εργασίας περιελάμβανε και μεταφορά νερού στη φωλιά από μερικές μέλισσες. Οι χωρικοί γνώριζαν ότι οι μέλισσες - μεταφορείς νερού έκαναν τη διαδρομή από το νερό κατ’ ευθείαν στη φωλιά, γι’ αυτό κι ακολουθούσαν ειδικά αυτές.
Τα μελίσσια τρυγούνταν από τα τέλη Αυγούστου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Η κυπριακή μέλισσα (μέλισσα η μελιτοφόρος) θεωρείται ως ιδιαίτερα εργατική και γόνιμη.
Το μέλι είναι ζαχαρούχα ουσία που μοιάζει με σιρόπι. Παράγεται από τις μέλισσες και άλλα έντομα που μαζεύουν και μεταποιούν το νέκταρ των λουλουδιών, το αποθηκεύουν σε κηρήθρες στις φωλιές τους και το χρησιμοποιούν ως τροφή κατά τους χειμερινούς μήνες γιατί οι μέλισσες, σε αντίθεση προς άλλα έντομα, δεν ναρκώνονται. Μεταξύ άλλων, το μέλι έχει θεραπευτικές ιδιότητες, πράγμα που ήταν γνωστό από τα αρχαία χρόνια. Εξάλλου, αναφέρεται σε παλαιά κυπριακά ιατροσοφικά, ως συστατικό σε διάφορες συνταγές.