Το μεταλλείο του Μαυροβουνίου είναι το μεγαλύτερο χαλκούχο μεταλλείο της Κύπρου και βρίσκεται περί τα 3,5 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Λεύκας. Εκτεταμένοι σωροί σκουριάς που καλύπτουν σημαντική έκταση της περιοχής του μεταλλείου καθώς επίσης κατάλοιπα υπογείων εκμεταλλεύσεων, μαρτυρούν έντονη μεταλλευτική δραστηριότητα κατά τους αρχαίους χρόνους. Δυστυχώς λόγω του αποκλεισμού της περιοχής από τους Τούρκους από το 1964 και της κατάληψής της το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής, δεν κατέστη δυνατό να χρονολογηθούν τόσο οι σκουριές όσο και οι εργασίες υπόγειας εκμετάλλευσης για να διαπιστωθεί επακριβώς η ηλικία τους. Πιστεύεται όμως ότι η ιστορία του Μαυροβουνίου είναι παράλληλη με την ιστορία των άλλων δυο μεγάλων μεταλλείων των αρχαίων Σόλων, δηλαδή της Σκουριώτισσας και του Απλικιού.
Πρόσφατες χρονολογήσεις τόσο των σκουριών όσο και των υπογείων εργασιών, ιδιαίτερα της Σκουριώτισσας, αποδεικνύουν ότι αν και η αρχική εκμετάλλευσή τους ανάγεται στην 3η χιλιετηρίδα π.Χ., εντούτοις η πλέον εντατική περίοδος εκμετάλλευσής τους αρχίζει περί το τέλος της Ύστερης εποχής του Χαλκού (13ος - 12ος αιώνας π.Χ.) μέχρι και τον 3ο αιώνα μ.Χ., με περιόδους αιχμής τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. και τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ.
Η νεότερη ιστορία του μεταλλείου αρχίζει το 1919 όταν ο Charles G. Gunther, εκπρόσωπος αμερικανικής εταιρείας που αργότερα μετονομάσθηκε σε Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία Λτδ (Κ.Μ.Ε.), καθοδηγούμενος από τις αρχαίες εργασίες εκμετάλλευσης και εκκαμίνευσης του χαλκούχου μεταλλεύματος, κατόρθωσε να επανεντοπίσει το κοίτασμα. Λεπτομερής έρευνα που ακολούθησε απέδειξε την ύπαρξη ενός τεράστιου κοιτάσματος της τάξεως των 17.000.000 τόνων με την εξής περιεκτικότητα: χαλκός 3,5-4,5%, ψευδάργυρος 0,5%, θείο 46,5-47,5%, σίδηρος 40-41%, άργυρος 39 γραμμάρια στον τόνο και χρυσός 0,3 γραμμάρια στον τόνο.
Η εκμετάλλευση του κοιτάσματος άρχισε με υπόγειες μεθόδους το 1929 και διεκόπη κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ 1941 και 1944. Επανάρχισε το 1945 και συνεχίσθηκε μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974. Συνολικά παρήχθησαν 16.508.755 τόνοι χαλκούχου μεταλλεύματος από το οποίο υπολογίζεται ότι εξήχθησαν 660.000 τόνοι μεταλλικού χαλκού. Η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί προς το 60% της ολικής παραγωγής χαλκού στην Κύπρο κατά τους νεότερους χρόνους.
Το μετάλλευμα μεταφερόταν από το μεταλλείο με ειδικά τρένα στο εργοστάσιο εμπλουτισμού της εταιρείας στον Ξερό, από το οποίο παράγονταν τα πιο κάτω προϊόντα, που ακολούθως εξάγονταν:
Το κοίτασμα του Μαυροβουνίου βρίσκεται μέσα σε εξαλλοιωμένες λάβες κάτω από τον ομώνυμο λόφο ο οποίος καλύπτεται από πλειοκαινικές μάργες και αμμοχάλικα (σχηματισμός του Συνάγματος). Το βόρειο μέρος του κοιτάσματος βρίσκεται σε βάθος που κυμαίνεται μεταξύ 120 και 230 μέτρων από την επιφάνεια, ενώ το νότιο φθάνει μέχρι την επιφάνεια και καλύπτεται από ελαφρά οξείδωση. Το μέρος όμως αυτό δεν αποτελεί τμήμα του συμπαγούς κοιτάσματος αλλά της περιφερειακής ζώνης που το περιβάλλει. Η περιεκτικότητα της ζώνης αυτής τόσο σε χαλκό όσο και θείο είναι χαμηλή, 0,10% και 30% αντιστοίχως, εξηγώντας έτσι την ασθενή σχετικά οξείδωση που συνδέεται με αυτό.
Το σχήμα του κοιτάσματος, αν και ακανόνιστο, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πεπλατυσμένος φακός επιμηκυμένος προς την κατεύθυνση βορρά - νότου. Κατακόρυφα εκτείνεται από το υψόμετρο των 120 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι το υψόμετρο των 120 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η μεγαλύτερη οριζόντια ανάπτυξή του παρουσιάζεται στο βάθος των 50 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας όπου έχει πλάτος 180 μ. και μήκος 300 μ.
Από τα υφιστάμενα γεωλογικά στοιχεία προκύπτει ότι το κοίτασμα Μαυροβουνίου σχηματίσθηκε στο τέλος της ηφαιστειακής δράσης που συνδέεται με την έκχυση του Κατώτερου Ορίζοντα των πίλλοου λαβών, ακολούθως δε καλύφθηκε από στρώμα λαβών του Ανώτερου Ορίζοντα των πίλλοου λαβών του Τροόδους, πάχους 100-200 μέτρων.