Υποπροϊόν του σταφυλιού, που παραγόταν μέχρι τη δεκαετία του 1950, προτού ανακαλυφθούν και χρησιμοποιηθούν τα διάφορα εντομοκτόνα και μυκητοκτόνα για την καταπολέμηση των ασθενειών των αμπελιών. Σε παλαιότερες εποχές τα σταφύλια προσβάλλονταν πολύ από διάφορες ασθένειες, με αποτέλεσμα μεγάλες ποσότητες από αυτά να λιώνουν. Τα προσβεβλημένα κνιζιά (τσαμπιά) που ήσαν σχεδόν λιωμένα, υφίσταντο ένα είδος ζύμωσης η οποία έφερνε στις ρώγες τους μια εξαίρετη γλυκόξινη γεύση, χωρίς όμως να ξινίζουν και να καταστρέφονται. Όταν τρυγούσαν τ’ αμπέλια, από τα προσβεβλημένα τσαμπιά μάζευαν και τις ρώγες που ήσαν μισολιωμένες και τις αποθήκευαν σε μεγάλους πήλινους (αλειφτούς) κούζους. Αυτές ήσαν οι μάτσιες, που αποτελούσαν το πρόγευμα και τη λιχουδιά των παιδιών, και το ορεκτικό των εγκύων γυναικών.
Στα πανηγύρια, μαζί με τα άλλα υποπροϊόντα του σταφυλιού (σταφίδκια, σουτζούκκον, κκιοφτέρκα κ.α.) ήσαν και οι μάτσιες που τις μετέφεραν μέσα σε γκαζοτενεκέδες. Ως μέτρο ποσότητας εχρησιμοποιείτο το κουτί του συμπεπυκνωμένου γάλακτος, του οποίου το περιεχόμενο επωλείτο προς μισό γρόσι κατά τη δεκαετία του 1930.
Βιβλιογραφία