Ο όρος αρχαιότητα, όπως ερμηνεύεται στο σχετικό για τις κυπριακές αρχαιότητες νόμο (άρθρο 2, κεφάλαιο 32/73), σημαίνει κάθε είδους κινητό αντικείμενο ή τμήμα ακίνητης ιδιοκτησίας, που αποτελεί έργο αρχιτεκτονικής, γλυπτικής, κεραμεικής, ζωγραφικής, χρυσοχοΐας, αργυροχοΐας ή οποιουδήποτε άλλου τομέα της κυπριακής τέχνης και που, με ανθρώπινη ενέργεια, κατασκευάστηκε στην Κύπρο πριν από το 1850 μ.Χ. απ' οποιοδήποτε υλικό και με οποιοδήποτε τρόπο ή που ανασύρθηκε από τη θάλασσα που υπάγεται στην αιγιαλίτιδα ζώνη του νησιού. Ειδικά όμως για τα έργα εκκλησιαστικής και λαϊκής τέχνης, που είναι εξαιρετικής αρχαιολογικής, ιστορικής και καλλιτεχνικής σημασίας, αντί του 1850 μ.Χ. λογίζεται το 1900 μ.Χ.
Όλες οι αρχαιότητες, που δεν έχουν ανακαλυφθεί και που ακόμη βρίσκονται μέσα ή πάνω σε οποιοδήποτε ιδιόκτητο ή κυβερνητικό τμήμα γης, αποτελούν ιδιοκτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και κάθε ανασκαφική απόπειρα, για ανεύρεσή τους, χωρίς την απαιτούμενη άδεια του διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων, θεωρείται παράνομη κι έχει σαν επακόλουθο τη δικαστική δίωξη κι όλες τις συνέπειες που προνοεί ο σχετικός νόμος. Σε περίπτωση που κάποιο πρόσωπο ανακαλύπτει τυχαία αρχαιότητες σε δική του, σε ξένη ή σε κυβερνητική περιουσία, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ίδιου νόμου θα πρέπει να ειδοποιήσει αμέσως τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας και, αν πρόκειται για κινητές αρχαιότητες, να τις παραδίνει στον πρόεδρο της πλησιέστερης χωριτικής επιτροπής ή στον έφορο του Κυπριακού ή επαρχιακού Μουσείου και ταυτόχρονα να καθορίζει με επαρκή ακρίβεια ή να περιγράφει τον τόπο, στον οποίο έχουν βρεθεί. Θα πρέπει επίσης να έχει υπ' όψη ότι ο τόπος της τυχαίας ανεύρεσης αρχαιοτήτων επιβάλλεται νομικά να παραμείνει άθικτος και αναλλοίωτος και ότι θα παραδώσει τις αρχαιότητες στις αρμόδιες αρχές όπως ακριβώς βρέθηκαν χωρίς να προκαλέσει σ' αυτές καμιά βλάβη ή μεταμόρφωση.
Οι κινητές αρχαιότητες περιλαμβάνουν μια αφάνταστη ποικιλία από οικιακά σκεύη, όπλα, εργαλεία και έπιπλα, θρησκευτικά αναθήματα και ταφικά κτερίσματα, αγάλματα, επιτύμβιες στήλες και σαρκοφάγους, χρυσά, ασημένια, χάλκινα, ορειχάλκινα κοσμήματα και νομίσματα, σφραγίδες και πολύτιμους διακοσμητικούς λίθους, ψηφιδωτά και τοιχογραφίες, εικόνες, ξυλόγλυπτα και εκκλησιαστικά τελετουργικά σκεύη, κασέλες (σεντούκια), παραδοσιακές φορεσιές, κεντήματα, αγροτικά εργαλεία και διάφορα άλλα αντικείμενα της αρχαίας κυπριακής και νεότερης λαϊκής τέχνης.
Οι ακίνητες αρχαιότητες είναι όλα τα δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα στους χώρους και τα νεκροταφεία των αρχαίων πόλεων και συνοικισμών και στις ελεγχόμενες περιοχές των σημερινών πόλεων και χωριών του νησιού. Ανάμεσα σ' αυτά ξεχωριστή θέση κατέχουν τα θέατρα, τα γυμνάσια και τα στάδια, τα ανάκτορα, τα ταφικά μνημεία, τα ιερά τεμένη και οι ναοί, οι αγορές, τα υδραγωγεία και τα νυμφαία, οι πολυτελείς επαύλεις, οι πρωτοχριστιανικές βασιλικές και οι βυζαντινές εκκλησίες, τα αμυντικά τείχη, τα μεσαιωνικά κάστρα και οι γοτθικοί καθεδρικοί ναοί, οι ληνοί, οι αλευρόμυλοι, οι ελιόμυλοι και τα σπίτια λαϊκής και αστικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Οι πολυποίκιλες αυτές αρχαιότητες αποτελούν στο σύνολό τους τα ιερά σύμβολα του ξεκινήματος και της συνεχούς εξέλιξης της ιστορικής τέχνης του κυπριακού λαού και καθρεφτίζουν ανάγλυφα την πολιτιστική του ταυτότητα από τις αρχές της 7ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα μ.Χ.
Αρχαία μνημεία: Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κεφαλαίου 48/1964 του σχετικού με τις κυπριακές αρχαιότητες νόμου, αρχαία μνημεία μπορούν να κηρυχθούν διάφοροι χώροι, οικοδομήματα και αντικείμενα, που, κατά τη γνώμη του διευθυντή αρχαιοτήτων είναι προς το δημόσιο συμφέρον λόγω του αρχαιολογικού, ιστορικού, αρχιτεκτονικού, παραδοσιακού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν. Η κήρυξη των αρχαίων μνημείων ανακοινώνεται πρώτα με γνωστοποίηση και στη συνέχεια με σχετικό διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου στην επίσημη εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ύστερα από έγκριση της δικαιολογητικής εισήγησης του διευθυντή αρχαιοτήτων. Όσα από τα αρχαία μνημεία αποτελούν κυβερνητική περιουσία υπάγονται στον «Πρώτο Πίνακα» (Μνημεία Α' Πίνακα) και όσα ανήκουν σε ιδιώτες είναι καταχωρημένα στον «Δεύτερο Πίνακα» (Μνημεία Β' Πίνακα).
Παρόλο που τα αρχαία μνημεία Β' Πίνακα είναι ιδιόκτητα, το άρθρο 3 του κεφαλαίου 32/73 του σχετικού νόμου απαγορεύει ρητά στους ιδιοκτήτες να προβαίνουν σε αλλαγές, προσθήκες ή επιδιορθώσεις, που επηρεάζουν τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα των μνημείων. Απαγορεύει επίσης την κατεδάφιση των μνημείων, την αποκοπή δέντρων, που βρίσκονται στα σύνορα των μνημείων, και οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που παραβλάπτει ή καταστρέφει την αρχαιολογική σημασία και στρωματογραφία των αρχαίων μνημείων.
Με την έγκριση του αρμόδιου υπουργού, ο διευθυντής αρχαιοτήτων μπορεί, σύμφωνα με την κρίση του, να παραχωρήσει άδεια, τεχνική και οικονομική βοήθεια, που φθάνει μέχρι και το 50%, στους ιδιοκτήτες κτιρίων, που είναι μνημεία Β' Πίνακα, για τη συντήρηση, αποκατάσταση και προστασία των μνημείων τούτων, με την προϋπόθεση τόσο τα απαιτούμενα σχέδια όσο και οι σχετικές εργασίες να γίνουν από τα τεχνικά συνεργεία του Τμήματος Αρχαιοτήτων. Στις περιπτώσεις που οι ιδιοκτήτες μνημείων Β' Πίνακα προτιμούν να προβούν στην επιδιόρθωση και αποκατάσταση των μνημείων τούτων με ξένα συνεργεία, τότε προκηρύσσονται προσφορές σύμφωνα με τα σχέδια που ετοιμάζονται από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, και αφού οι προσφορές καταχωρηθούν σε εργολάβους αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η όλη πορεία των εργασιών γίνεται με την άμεση εποπτεία του αρχιτέκτονα και του επιστάτη του Τμήματος Αρχαιοτήτων.
Η αποζημίωση, που καταβάλλεται στις περιπτώσεις απαλλοτριώσεων ιδιωτικών ιδιοκτησιών για να κηρυχθούν σε μνημεία Α' Πίνακα, καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εκάστοτε ισχύοντος νόμου, που αφορά την αναγκαστική απαλλοτρίωση γης για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος, και στον υπολογισμό της δεν λαμβάνεται καθόλου υπ' όψη η αρχαιολογική, ιστορική, αρχιτεκτονική, παραδοσιακή ή καλλιτεχνική της αξία.
Όλοι οι πολίτες της Δημοκρατίας είναι νομικά υποχρεωμένοι να διατηρούν άθικτα και ακέραια τα αρχαία μνημεία. Σύμφωνα με την πρόνοια του άρθρου 3 του κεφαλαίου 32/73 του σχετικού νόμου, κάθε πρόσωπο που προκαλεί βλάβη ή παραμόρφωση σε αρχαίο μνημείο ή αρχαιότητα είναι ένοχο αδικήματος και καταδικάζεται σε ανάλογη φυλάκιση ή πρόστιμο ή και στις δυο ποινές.
Εκτός από τα ίδια τα αρχαία μνημεία, ο νόμος προστατεύει και τις περιοχές που συνορεύουν μ' αυτά. Έτσι οι οικοδομές, που ανεγείρονται στο άμεσο συνοριακό περιβάλλον των αρχαίων μνημείων, πρέπει να συνάδουν με το χαρακτήρα και το ρυθμό των μνημείων και γι’ αυτό απαιτείται η αυστηρή συμμόρφωση στους όρους της γραπτής άδειας, που παραχωρείται από τον έπαρχο. Για την απόκτηση της απαιτούμενης άδειας οι ιδιοκτήτες είναι υποχρεωμένοι να υποβάλουν στον έπαρχο της περιοχής τους λεπτομερή σχέδια, τα οποία αποστέλλονται στο διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων για τον απαιτούμενο έλεγχο και τη σχετική έγκριση.
Οι μέχρι σήμερα αριθμοί των αρχαίων μνημείων Α' και Β' Πίνακα κατά επαρχίες, είναι:
Επαρχία Λευκωσίας: Μνημεία Α' Πίνακα: 16, Β' Πίνακα: 195.
Επαρχία Αμμοχώστου: Μνημεία Α' Πίνακα: 52, Β' Πίνακα: 106.
Επαρχία Λεμεσού: Μνημεία Α' Πίνακα: 18, Β' Πίνακα: 92.
Επαρχία Πάφου: Μνημεία Α' Πίνακα: 18, Β' Πίνακα: 109.
Επαρχία Λάρνακας: Μνημεία Α' Πίνακα: 12, Β' Πίνακα: 70.
Επαρχία Κερύνειας: Μνημεία Α' Πίνακα: 14, Β' Πίνακα: 36.
Σύνολο: Αρχαία Μνημεία Α' Πίνακα: 130, Β' Πίνακα: 608.
Αρχαία μνημεία είναι όλες οι ακίνητες και κινητές αρχαιότητες. Οι ακίνητες αρχαιότητες περιλαμβάνουν όλα τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια και ταφικά μνημεία των αρχαιολογικών χώρων και νεκροταφείων, που έχουν ανασκαφεί ολοκληρωτικά ή τμηματικά, καθώς και αρκετά αξιόλογα δείγματα σπιτιών παραδοσιακής λαϊκής και αστικής αρχιτεκτονικής και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων στις σημερινές πόλεις και τα χωριά του νησιού. Οι κινητές αρχαιότητες αντιπροσωπεύονται από πολυάριθμα και πολυποίκιλα αντικείμενα κεραμεικής, γλυπτικής, μικροτεχνίας και διάφορα άλλα έργα της αρχαίας κυπριακής και νεότερης παραδοσιακής λαϊκής τέχνης, που βρίσκονται στο Κυπριακό Μουσείο και σ' όλα τα επαρχιακά αρχαιολογικά μουσεία και μουσεία λαϊκής τέχνης.