Ορθόδοξος επίσκοπος των χρόνων της Φραγκοκρατίας, που κατείχε την έδρα Αμαθούντος - Λεμεσού κατά το β΄ μισό του 13ου αιώνα. Πριν αναλάβει επισκοπική έδρα, είχε διατελέσει ηγούμενος στο μοναστήρι του Ασωμάτου (Αρχαγγέλου Μιχαήλ) στα Λεύκαρα. Πρόκειται, πιθανότατα, για τον αναφερόμενο επίσκοπο Ματθίαν (Λευκάρων), ένα των τριών επισκόπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου που είχαν συνοδεύσει στη Ρώμη τον αρχιεπίσκοπο Γερμανό Α΄* Πησίμανδρο κι είχαν απευθυνθεί στον πάπα Αλέξανδρο Δ΄* κι είχαν θέσει υπό την προστασία του την Εκκλησία τους, μετά τις διώξεις των Λατίνων. Στη γνωστή Bulla Cypria που είχε εκδώσει το 1260 ο πάπας Αλέξανδρος Δ΄, αναφέρονται οι συνοδοί του αρχιεπισκόπου Γερμανού Α΄, επίσκοποι Νήφων Σολίας, Ιωακείμ Καρπασίας και Ματθίας Λευκάρων.
Η επισκοπική έδρα Αμαθούντος είχε συνενωθεί με την έδρα Λεμεσού μετά το 1222, όταν άρχισε η εφαρμογή της παπικής απόφασης για περιορισμό των Ορθοδόξων επισκοπών της Κύπρου από 14 σε 4, στη συνέχεια δε ο επίσκοπος Αμαθούντος - Λεμεσού διέμενε υποχρεωτικά στα Λεύκαρα, στο πλαίσιο εκτοπισμού των Ορθοδόξων επισκόπων της Κύπρου στην ύπαιθρο, που εφαρμόστηκε τότε. Έτσι ο Ορθόδοξος επίσκοπος Αμαθούντος - Λεμεσού έφερε και τον τίτλο του επισκόπου Λευκάρων.
Ο επίσκοπος Ματθαίος (ή Ματθίας) κατείχε, συνεπώς, τον θρόνο αυτό τουλάχιστον από το 1260 οπότε συνόδευσε τον αρχιεπίσκοπο Γερμανό Α΄ στη Ρώμη. Παρά το ότι ήλθε σε σύγκρουση με τους Λατίνους αρχιερείς κι αφορίστηκε δυο φορές απ’ αυτούς — από τον Δομινικανό επίσκοπο Λεμεσού Βερνάρδο (1289-1301) και από τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Λευκωσίας Ιωάννη (1288- 1296) — ο επίσκοπος Ματθαίος κατόρθωσε να διατηρήσει το αξίωμα και τον θρόνο του μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα, προφανώς μέχρι το τέλος της ζωής του, γύρω στα 1300. Διάδοχός του ήταν ο επίσκοπος Ολβιανός*. Ωστόσο σε πλαστή συνοδική πράξη του 1295 αναφέρεται κάποιος Φώτιος ως επίσκοπος Αμαθούντος - Λεμεσού και πρόεδρος Κουρίου, του οποίου όμως η ύπαρξη αμφισβητείται σοβαρά.