Είναι το παράνομο εμπόριο και η λαθραία εξαγωγή έργων αρχαίας τέχνης από τις αρχικές τους κοιτίδες σε διάφορες ξένες χώρες. Η κακόβουλη και επαίσχυντη αυτή πράξη, που είναι αλληλένδετη με την τυμβωρυχία και την αρχαιοσυλία, άρχισε να μαστίζει την Κύπρο, από την εποχή των αραβικών επιδρομών, στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ., κι έφθασε στο αποκορύφωμά της στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας (βλέπε λήμμα ανασκαφές -Τυμβωρυχία και ανασκαφικός ερασιτεχνισμός). Βλέπε και Λήμμα Τσεσνόλα Λουίτζι Πάλμα
Παρόλο που καταπολεμήθηκε ικανοποιητικά στη διάρκεια της Αγγλοκρατίας και πατάχθηκε αποτελεσματικά στα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της κυπριακής ανεξαρτησίας από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, η φοβερή λαίλαπα της αρχαιοκαπηλίας ξαναγύρισε πολύ πιο μανιώδης στο νησί μαζί με τις ορδές του νεοτουρκικού Αττίλα στις 20 Ιουλίου 1974. Έτσι, ανάμεσα στα πολυποίκιλα έμψυχα και άψυχα θύματα και τις τραγικές συμφορές, που σκόρπισε σε ολόκληρη την Κύπρο η τουρκική εισβολή, περιλαμβάνονται και πολυάριθμοι αρχαιολογικοί θησαυροί, σπάνιες βυζαντινές εικόνες, πολύτιμα ιερά σκεύη και διάφορα άλλα έργα της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας του κυπριακού λαού, που αντιπροσωπεύουν μια μακραίωνη και πολύπτυχη παραδοσιακή κουλτούρα εννιά χιλιετηρίδων.
Βλέπε Λήμμα Παναγία Λυθράγκωμη -Κανακαριά
Τα ανεκτίμητα αυτά κατάλοιπα της κυπριακής πατρογονικής πολιτιστικής κληρονομιάς, που για χρόνια ολόκληρα λαθροφυγαδεύονται ανενόχλητα και εκποιούνται σε διάφορες χώρες του εξωτερικού, προέρχονται από αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, από βυζαντινές εκκλησίες και μοναστήρια και από πλουσιότατες ιδιωτικές αρχαιολογικές συλλογές.
Σήμερα πολλά μουσεία του κόσμου διαθέτουν αρχαιολογικούς θησαυρούς της Κύπρου, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν προιόν τυμβωρυχίας και αρχαιοκαπηλίας.
Βλέπε Αφιέρωμα:
Κυπριακές Αρχαιότητες σε ξένα Μουσεία
Σε πολλούς κατεχόμενους αρχαιολογικούς χώρους οργιάζει η τυμβωρυχία, που αποτελεί την κύρια απασχόληση σε πολλές οργανωμένες ομάδες Τουρκοκυπρίων. Οι βυζαντινές εκκλησίες και τα μοναστήρια έχουν λεηλατηθεί και βεβηλωθεί και οι εικόνες τους κλάπηκαν και οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά τους καταστράφηκαν. Λεηλατήθηκαν επίσης το επαρχιακό αρχαιολογικό μουσείο Αμμοχώστου, το μουσείο λαϊκής τέχνης και του φρουρίου Κερύνειας και οι ιδιωτικές συλλογές Χριστάκη Χατζηπροδρόμου στην Αμμόχωστο και Χριστάκη Λοϊζίδη στη Μόρφου. Όλα τα εκθέματα των μουσείων και ιδιωτικών συλλογών, ανυπολόγιστου αρχαιολογικού πλούτου, κλάπηκαν και πολλά απ' αυτά φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό. Από τις νεότερες εκκλησίες 25 έχουν μετατραπεί σε τζαμιά, πολλές σε μάντρες αιγοπροβάτων και χοίρων και σε αποχωρητήρια, και μερικές έχουν κατεδαφισθεί για τη διάνοιξη δημόσιων δρόμων. Την καταστροφή, τη διαρπαγή, την παράνομη πώληση και εξαγωγή των κινητών αρχαιοτήτων στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη, διαπίστωσε και ο εκπρόσωπος της ΟΥΝΕΣΚΟ Dalibard, που διορίστηκε επίσημα το 1976 για να επιθεωρήσει όλα τα τουρκοκρατούμενα μουσεία και μνημεία της Κύπρου.
Εκτός από τους απλούς ιδιώτες, ακόμη και Τουρκοκύπριοι πολιτικοί ενέχονται σε παράνομες εξαγωγές αρχαιοτήτων στο Λονδίνο. Ο Τουρκοκύπριος πολιτικός Αλπάι Ντουρντουράν επιβεβαίωσε ότι στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου διεξάγεται πράγματι συστηματικό λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων από το 1975 (τουρκοκυπριακή εφημερίδα «Σοζ», 27 Φεβρουαρίου 1980). Ο ίδιος ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς, σύμφωνα με δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας Richmond Times της 24 Οκτωβρίου 1982, δώρησε είκοσι αρχαία κυπριακά αγγεία στο πανεπιστήμιο της Βιργινίας, που προέρχονται είτε από τα συλημένα εκθέματα του μουσείου Αμμοχώστου είτε από λαθραίες ανασκαφές. Μια άλλη τρανή διαπίστωση για την αρχαιοκαπηλία στις τουρκοκρατούμενες περιοχές είναι και η περίπτωση του Αυστριακού πρίγκιπα Αλφρεντ Τσουρ Λίππε, αντιπροσώπου του ύπατου αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο για τους πρόσφυγες. Το Σεπτέμβριο του 1979, ύστερα από σχετικές πληροφορίες ότι ο Λίππε είχε στην κατοχή του μεγάλο αριθμό αρχαίων αντικειμένων, το Τμήμα Αρχαιοτήτων ειδοποίησε την αστυνομία να ερευνήσει την κατοικία του στη Λευκωσία. Πράγματι με τη σχετική έρευνα που έγινε, παρά τη διπλωματική ασυλία που είχε ο πρίγκιπας, βρέθηκαν 76 αρχαία αντικείμενα που περιλάμβαναν πήλινα γεωμετρικά και αρχαϊκά αγγεία, βυζαντινές εικόνες, σταυρούς, ιερά σκεύη και ξυλόγλυπτα από εκκλησίες. Όλα τα αντικείμενα, που κατασχέθηκαν, ο Λίππε τα προμηθευόταν παράνομα και λαθραία από Τουρκοκυπρίους τυμβωρύχους. Μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου ο Λίππε παραιτήθηκε από τη θέση του κι όταν γύρισε στη Βιέννη λέγεται ότι άνοιξε δικό του αρχαιοπωλείο.
Τα πρώτα δραστικά μέτρα που πήρε το Τμήμα Αρχαιοτήτων, αμέσως μετά την τουρκική εισβολή, για την εμπόδιση της παράνομης εξαγωγής των κυπριακών κινητών αρχαιοτήτων, ήταν η συνεννόηση και συμφωνία με όλους τους μουσειακούς και αρχαιολογικούς οργανισμούς του εξωτερικού να μη αγοράζουν κυπριακά αρχαιολογικά αντικείμενα, προερχόμενα από τις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Κύπρου. Αποτάθηκε επίσης στις τελωνειακές αρχές των κυριοτέρων χωρών της Ευρώπης, με τις οποίες συμφωνήθηκε να γίνεται αυστηρός έλεγχος σ' όλους τους επιβάτες, που αναχωρούν από τις τουρκοκρατούμενες περιοχές και σ' όλες τις περιπτώσεις παράνομης εξαγωγής αρχαιοτήτων να γίνεται κατάσχεση και επιστροφή τους στο Κυπριακό Μουσείο. Στη συνέχεια αποτάθηκε στην ΟΥΝΕΣΚΟ και ζήτησε τον επίσημο διορισμό και την κάθοδο στην Κύπρο ειδικού εκπροσώπου της για τη συχνή εποπτεία των κατεχομένων αρχαιοτήτων. Η ΟΥΝΕΣΚΟ ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Τμήματος Αρχαιοτήτων και στις αρχές του 1976 απέστειλε στην Κύπρο τον Dalibard, που δυστυχώς μόνο ελάχιστους μήνες παρέμεινε στο νησί γιατί η τουρκοκυπριακή ηγεσία εναντιώθηκε και αρνήθηκε επίμονα τη συνέχιση του έργου του. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων επανειλημμένα διαμαρτυρήθηκε εντονότατα και παρουσίασε επίσημα το θέμα στις γενικές συνελεύσεις της ΟΥΝΕΣΚΟ.
Μερικές από τις πολλές περιπτώσεις αρχαιοκαπηλίας, που επισημάνθηκαν σε διάφορα τελωνεία και αρχαιοπωλεία της Ευρώπης και τα αντικείμενα κατασχέθηκαν και επιστράφηκαν στην Κύπρο ή αγοράστηκαν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων είναι:
Οι προσπάθειες εντοπισμού και επαναπατρισμού αρχαίων αντικειμένων, περιλαμβανομένων και εκκλησιαστικών, είναι μόνιμες και συνεχείς. Σε αρκετές των περιπτώσεων υπάρχουν νομικές δυσκολίες, καθώς αντικείμενα που εντοπίζονται στο εξωτερικό θα πρέπει να αποδειχθεί ότι προέρχονται από την Κύπρο. Οι δυσκολίες αυτές αφορούν βασικά σε αντικείμενα που δεν είναι καταγραμμένα, όπως για παράδειγμα κτερίσματα από αρχαίους τάφους που λεηλατούνται από τυμβωρύχους.
Η περισσότερο «κραυγαλέα» περίπτωση αρχαιοκαπηλίας, που προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον και δημιούργησε παγκόσμιο προηγούμενο λόγω της δίκης που έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες και της δικαστικής απόφασης αμερικανικού δικαστηρίου, ήταν εκείνη των αποκολληθέντων από Τούρκους και πωληθέντων εντοίχιων ψηφιδωτών του 6ου αιώνα, από την εκκλησία της Παναγίας Κανακαρίας στην Καρπασία (για το θέμα αυτό δες στο λήμμα Κανακαρίας Παναγίας εκκλησία). Εδώ σημειώνουμε ότι αμερικανικό δικαστήριο αποδέχθηκε την προσφυγή της Εκκλησίας της Κύπρου και τα πωληθέντα στις Ηνωμένες Πολιτείες ψηφιδωτά επεστράφησαν. Μέρος των ψηφιδωτών της Κανακαριάς κατασχέθηκαν επίσης από δικαστήριο του Μονάχου και επέστρεψαν στην Κύπρο μετά από προσπάθειες της Νομικής Υπηρεσίας, του Τμήματος Αρχαιοτήτων, της Εκκλησίας της Κύπρου και της Τασούλλας Χατζητοφή.
Παρόμοια, ύστερα από δίκη που έγινε στο Βέλγιο, επεστράφησαν στην Κύπρο εικόνες μεγάλης αξίας από εκκλησίες των κατεχομένων, που βρέθηκαν στην κατοχή Τούρκων αρχαιοκαπήλων εμπόρων έργων τέχνης. Άλλες ιερές εικόνες που κατά καιρούς εντοπίστηκαν στο εξωτερικό, αγοράστηκαν από την Εκκλησία της Κύπρου και επαναπατρίστηκαν επίσης.
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι πέραν της λεηλασίας που έγινε στις κατεχόμενες περιοχές (σήμερα σε πολύ πιο μικρό βαθμό), με την αρχαιοκαπηλία ασχολήθηκαν κατά καιρούς και Ελληνοκύπριοι στις ελεύθερες περιοχές. Η πιο πρόσφατη περίπτωση που ήλθε στο φως ήταν τον Οκτώβριο του 2007, όταν ομάδα Ελληνοκυπρίων προσπάθησε να πωλήσει σε Ελλαδίτες για παράνομη εξαγωγή μεγάλο αριθμό αρχαίων αντικειμένων σημαντικής αξίας, που ήσαν προϊόντα τυμβωρυχίας. Η επέμβαση της αστυνομίας αποκάλυψε και ματαίωσε την προσπάθεια.