Μαρώνι αρχαιολογικός χώρος

Image

Στη διοικητική έκταση του χωριού Μαρώνι υφίσταται αρχαιολογικός χώρος του οποίου τα κατάλοιπα είναι τόσο των Προϊστορικών όσο και των Ιστορικών χρόνων. Σημαντικότερα είναι τα κατάλοιπα και τα κινητά ευρήματα από οικισμούς της Τελευταίας εποχής του Χαλκού. Για πρώτη φορά είχαν γίνει στην περιοχή αυτή ανασκαφές κατά το 1897 και 1898, από τους Η.Β. Walters και Ρ. Christian, που εργάστηκαν για λογαριασμό του Βρετανικού Μουσείου. Η έρευνά τους αποσκοπούσε βασικά στον εντοπισμό και στην ανασκαφή τάφων, κυρίως στις τοποθεσίες Τσάρουκκας και Βούρνες και σε μια τρίτη τοποθεσία, πιθανώς στην τοποθεσία Γιαλός. Και οι τρεις αυτές τοποθεσίες βρίσκονται κοντά η μια στην άλλη, στα νοτιοανατολικά του χωριού Μαρώνι, σε πολύ μικρή απόσταση από τη θάλασσα. Τα ευρήματα, κυρίως έργα αγγειοπλαστικής, χρονολογούνται στην Ύστερη εποχή του Χαλκού Ι και II (1650-1400 και 1400-1230 π.Χ.).

 

Επίσης, υπήρξαν αναφορές ύστερα από επισκοπήσεις, ότι στην περιοχή που εκτείνεται από το χωριό Μαρώνι μέχρι τη θάλασσα, υφίσταντο κατάλοιπα της Νεολιθικής εποχής, της Χαλκολιθικής, της Πρώιμης και της Μέσης εποχής του Χαλκού, της Αρχαϊκής εποχής, των Ρωμαϊκών χρόνων και των Μεσαιωνικών χρόνων (RDAC, 1983, ρ. 155). Ο Πορφύριος Δίκαιος καθόρισε την ύπαρξη νεολιθικού συνοικισμού στην τοποθεσία Καραγιάννης, μισό χμ. νότια του χωριού Μαρώνι (RDAC, 1935, p. 13 και 1936, p. 78). Επίσης, ο Max Ohnefalsch - Richter ανέσκαψε (19ος αιώνας) τάφους της Πρώιμης εποχής του Χαλκού σε νεκρόπολη μεταξύ των χωριών Μαρώνι και Ψεματισμένος. Τον Ιανουάριο του 1971 βρέθηκε κι ανασκάφηκε στο Μαρώνι και τάφος από τον οποίο προήλθαν αμφορείς, κρατήρες και άλλα είδη αγγειοπλαστικής καθώς και σιδερένια εργαλεία˙ ο τάφος αυτός χρονολογήθηκε στην Κυπρο -Αρχαϊκή Ι περίοδο (725-600 π.Χ.) (RDAC, 1972, pp. 156-160).

 

Συστηματικότερες ανασκαφές στην περιοχή άρχισαν από το 1982, στις τοποθεσίες Βούρνες, Τσάρουκκας, Γιαλός και Καψαλούδκια, που καλύπτουν την περιοχή νοτιοανατολικά του χωριού, προς τη θάλασσα. Η περιοχή αυτή βρίσκεται ανατολικά της κοίτης του ποταμού του Μαρωνιού (Αγίου Μηνά), του οποίου φαίνεται ότι η κοιλάδα ήταν αρκετά πυκνοκατοικημένη κατά τα Προϊστορικά χρόνια (πρόκειται για τον ποταμό που περνά από την Χοιροκοιτία, η οποία βρίσκεται σε μικρή απόσταση προς τα ενδότερα)˙ το ίδιο πυκνοκατοικημένη ήταν και η γειτονική κοιλάδα του ποταμού Βασιλικού (Βασιλοπόταμου), κατά μήκος της οποίας υπάρχουν επίσης αρκετά αρχαιολογικά κατάλοιπα (Μαρί, Καλαβασός).

 

Στις πιο πάνω τοποθεσίες του χωριού Μαρώνι αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα διαφόρων κτιρίων καθώς και τάφοι της Τελευταίας εποχής του Χαλκού. Βρέθηκαν επίσης, στην κορφή ενός μικρού λόφου, τα κατάλοιπα ενός ιερού, που πιθανώς ήταν αφιερωμένο στη θεά Δήμητρα και που χρονολογείται από τα Αρχαϊκά έως τα Ελληνιστικά χρόνια (μετά το 725 π.Χ. έως τον 3ο π.Χ. αιώνα). Μεταξύ των ευρημάτων στον χώρο αυτό, περιλαμβάνονται τερρακότες διαφόρων μεγεθών καθώς και αγάλματα, που χρονολογούνται στην Ελληνιστική εποχή, στην Κύπρο - Κλασσική και ακόμη αρχαιότερα (RDAC, 1983, pp. 156-157).

 

Μερικοί τάφοι που ανακαλύφθηκαν στην τοποθεσία Καψαλούδκια και ερευνήθηκαν το 1983, χρονολογούνται στην Ύστερη εποχή του Χαλκού ΙΑ και είναι του γνωστού «παραδοσιακού» τύπου με κάθετο «δρόμο» που οδηγεί σε πλατφόρμα με μικρούς θαλάμους.

 

Στην τοποθεσία Βούρνες, μεταξύ των αποκαλυφθέντων οικοδομημάτων περιλαμβάνεται κι ένα μικρό ελαιοτριβείο.

 

Τα διάφορα κτίρια που έχουν μερικώς διερευνηθεί, αποδεικνύουν την ύπαρξη δυο οικοδομικών φάσεων τουλάχιστον, που εκτείνονται χρονολογικά από την  Ύστερη εποχή του Χαλκού Ι (1650-1400 π.Χ.) μέχρι την Ύστερη εποχή του Χαλκού II (1400-1230 Π.Χ.).

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προερχόμενη από το Μαρώνι αγγειοπλαστική, που περιλαμβάνει πολλά αγγεία (μεταξύ αυτών και τελετουργικά) διαφόρων τύπων.

 

Περισσότερα για τις ανασκαφές και τα ευρήματα στην περιοχή του Μαρωνιού βλέπε (εκτός από τα RDAC που προαναφέρθηκαν) και άρθρο: ‘Maroni and the Late Bronze Age of Cyprus’, στο Cyprus αt the Close of the Late Bronze Age, A.G. Leventis Foundation, 1984, pp. 1-10, όπου και η λοιπή βιβλιογραφία.

 

Οι ανασκαφές στην τοποθεσία «Βούρνες» του Μαρωνιού συνεχίστηκαν μέχρι

και το 1989 από την Αρχαιολογική Αποστολή της Βρετανικής Σχολής Αθηνών

και του Πανεπιστημίου του Σινσινάτι, υπό τη διεύθυνση του Gerald Gadogan.

Στη συνέχεια οι ανασκαφές διεκόπησαν για μελέτη και έκδοση του υλικού που

βρέθηκε ως το 1989 και συνεχίστηκαν αργότερα.

 

Μεταξύ άλλων, μέχρι το 1989 απεκαλύφθη ολόκληρο ένα εντυπωσιακό κτίριο

που ήταν κτισμένο με μεγάλες πελεκητές πέτρες κατά τον 13ο π.Χ. αιώνα. Το κτίριο αυτό, συγκρινόμενο με το μεγάλο «δημόσιο» οικοδόμημα στον αρχαιολογικό χώρο «Άγιος Δημήτριος» στην Καλαβασό (βλέπε Καλαβασός αρχαιολογικοί χώροι) υπολογίζεται ότι ήταν επίσης ένα διοικητικό κέντρο των συνοικισμών της κοιλάδας του Μαρωνιού. Δυστυχώς το μεγάλο αυτό οικοδόμημα στο Μαρώνι υπέστη πολλές καταστροφές από λατόμους ή λιθωρύχους που αφαίρεσαν τις περισσότερες από τις πελεκητές πέτρες, όμως τα σωζόμενα θεμέλια προσδιορίζουν την κάτοψή του.

 

Το κτίριο πιθανώς είχε και όροφο. Αρκετά αργότερα, κατά την Αρχαϊκή περίοδο και μεταγενέστερα ακόμη, το μεγάλο αυτό οικοδόμημα είχε χρησιμοποιηθεί ως ιερό. Έχουν βρεθεί αρκετά ασβεστολιθικά ειδώλια, μια λίθινη στέρνα που ίσως ήταν χώρος για προσφορές, αρχαϊκά αγγεία κι άλλα αντικείμενα.

 

Κοντά και δυτικά του μεγάλου οικοδομήματος βρέθηκαν τα κατάλοιπα άλλου κτιρίου που ήταν μικρό ελαιοτριβείο, ένα από τα αρχαιότερα κι ίσως το αρχαιότερο που εντοπίστηκε ως τώρα στην Κύπρο. Βρέθηκαν επίσης εργαστήρια που ασχολούνταν, σύμφωνα προς όλα τα ανασκαφικά δεδομένα, με την κατεργασία του χαλκού. Προφανώς το μετάλλευμα προερχόταν από τα κοντινά μεταλλεία της Καλαβασού. Ανάμεσα στα αποκαλυφθέντα κατάλοιπα περιλαμβάνονται υπολείμματα από φούρνους και πλίνθοι και ψήγματα που αποδεικνύουν επεξεργασία χαλκού.

 

Ένας βαθύς λάκκος, προσεκτικά κατασκευασμένος, υποδηλώνει πως σε βαθύτερο στρώμα μάλλον υπήρχε προγενέστερο οικοδόμημα. Ο λάκκος ήταν επενδυμένος με κονίαμα, πράγμα που σημαίνει ότι εχρησιμοποιείτο για αποθήκευση υγρού (ίσως νερό ή λάδι).

 

Αρκετά τεμάχια μετάλλου (χαλκού) δείχνουν ότι η επεξεργασία χαλκού γινόταν στον χώρο αυτό και πριν από την οικοδόμηση του μεγάλου «δημοσίου» κτιρίου, δηλαδή πριν από το 1300 π.Χ. Το μεγάλο «δημόσιο» οικοδόμημα, διαστάσεων 30X20,50 μέτρων, υπολογίζεται ότι είχε χρησιμοποιηθεί για 100 περίπου χρόνια, πριν εγκαταλειφθεί (για άγνωστους λόγους) και να ξαναλειτουργήσει αργότερα ως ιερό.

 

Πολύ σημαντικό εύρημα από την ανασκαφή αυτή στο Μαρώνι είναι ένα σπασμένο πιθάρι που βρέθηκε στο δάπεδο ενός από τα δωμάτια του μεγάλου «δημόσιου» οικοδομήματος. Είναι ύψους περίπου 70 εκατοστομέτρων, σχήματος αχλαδοειδούς και μερικά από τα κομμάτια του (από το στόμιο καθώς και μια χειρολαβή) δεν βρέθηκαν. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο ότι το πιθάρι αυτό φέρει μια εγχάρακτη επιγραφή. Αποτελείται από επτά, τουλάχιστον, γράμματα, καθώς και δυο διαχωριστικά λέξεων (που είναι κάθετες γραμμές που αντιστοιχούν προς τα σημερινά κενά διαστήματα μεταξύ των λέξεων).

 

Η αξία της επιγραφής είναι μεγάλη επειδή ανήκει σε μια εποχή (εποχή του Χαλκού) από την οποία ελάχιστες μόνο επιγραφές υπάρχουν, κι επειδή ανήκει σε ένα κυπριακό είδος γραφής που, παρά τις προσπάθειες, δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί μέχρι σήμερα. Έτσι κάθε καινούργιο εύρημα με τέτοια κείμενα αυξάνει την πιθανότητα αποκρυπτογράφησης της γραφής αυτής που είναι γνωστή ως Κυπρο - Μινωική Α'. Έτσι, είναι δυνατό να αναγνωρίζονται οι χαρακτήρες στην επιγραφή από το Μαρώνι αλλά είναι αδύνατο να διαβαστεί. Η επιγραφή είχε χαραχθεί πριν από το ψήσιμο του πιθαριού. Έτσι, ίσως μας λέγει το όνομα του αγγειοπλάστη ή ίσως καθορίζει το περιεχόμενο του πιθαριού ή ακόμη τη χωρητικότητά του, ή ίσως ακόμη την ονομασία του προϊστορικού οικισμού   στην  τοποθεσία  «Βούρνες»  του Μαρωνιού.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image