Μονογενή Χριστού, Κοιλάνι

Image

Η εκκλησία του Μονογενή είναι σήμερα ο ένας εκ των δύο ενοριακών ναών στο χωριό Κοιλάνι, που κάποτε είχε λειτουργήσει και ως μοναστηριακός ναός. Το όνομα της εκκλησίας, Μονογενής, που είναι επίθετο του Χριστού, δεν απαντάται πουθενά αλλού ως ονομασία ναού. Δεν είναι βέβαιο πότε ακριβώς κτίστηκε ο ναός, που φαίνεται να ήταν αρχαιότερος του 16ου αιώνα, πιθανώς του 15ου, αιώνα στον οποίο χρονολογούνται διάφορες εικόνες του. Διάφορες ανακαινίσεις που έγιναν, καθιστούν αδύνατη την ακριβή χρονολόγηση του ναού. Αρχικά ήταν μικρότερος αλλά επεκτάθηκε στα δυτικά αποκτώντας περίπου διπλάσιο μήκος, αλλά παραμένοντας μονόκλιτος. Η ριζικότερη ανακαίνιση έγινε μετά τα μέσα του 18ου αιώνα από τον αρχιεπίσκοπο Παΐσιον που καταγόταν ακριβώς από το Κοιλάνι. Στον βόρειο τοίχο, δίπλα στο εικονοστάσι, σώζεται τοιχογραφία που εικονίζει γονυπετή τον Παΐσιον να προσφέρει το ναό. Είναι η μόνη προσωπογραφία του αρχιεπισκόπου που έχει σωθεί. Ο Παΐσιος είχε διατελέσει αρχιεπίσκοπος Κύπρου το 1759–1768, με μικρή διακοπή το 1761-1762. Ο καταγόμενος επίσης από το Κοιλάνι αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει (1788) τόσο ανακαίνιση του ναού από τον Παΐσιον, όσο και, σε άλλη περίπτωση, ανέγερσή του. Τούτο δείχνει ότι η ανακαίνιση ήταν εκ βάθρων. Δίπλα στην τοιχογραφία, μεγάλη, άτεχνη και δυσανάγνωστη επιγραφή αναφέρει: «Επί Μακαρίου, ΑΨΟΒ» (=1772). Φαίνεται ότι τον χρόνο αυτό είχε ολοκληρωθεί η ανακαίνιση, επί επισκόπου Κιτίου Μακαρίου Α΄ (1737 – 1776) και μετά το θάνατο του Παϊσίου. Τούτο συμφωνεί με αναφορά του Κυπριανού, ότι η ανακαίνιση έγινε με δαπάνες του Παϊσίου που επρονοούντο  στη διαθήκη του.

 

Ο ναός είχε δεχθεί επανειλημμένα πλήγματα από σεισμούς και επιδιορθώσεις. Το 1903 έγινε νέα ανακαίνιση, οπότε προστέθηκαν δύο στοές με καμάρες κατά μήκος της βόρειας και της νότιας πλευράς.  Σύμφωνα προς επιγραφές σ’ αυτό, το καμπαναριό προστέθηκε το 1890 και ξανακτίστηκε το 1956, ύστερα από καταστροφή κατά το σεισμό του 1953. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αγία τράπεζα στο ημικυκλικό ιερό του ναού. Είναι μαρμάρινη και φαίνεται να είναι έργο των Μεσαιωνικών χρόνων. Νεότερες επικαλύψεις της καθιστούν αδύνατη τη λεπτομερή της εξέταση.

 

Από τα υπάρχοντα κατάλοιπα γύρω από το ναό φαίνεται ότι ο χώρος (του άλλοτε μοναστηριού) ήταν περίκλειστος και υπήρχε μία μόνο πρόσβαση από στενή πετρόκτιστη και βαθμιδωτή είσοδο στα ανατολικά. Στο νοτιοδυτικό άκρο της αυλής σώζεται παλαιό πετρόκτιστο δωμάτιο που είχε λειτουργήσει ως σχολείο τον 19ο αιώνα.

 

Μετά και τις νέες επιδιορθώσεις που έγιναν ύστερα από σεισμό κατά τα τέλη του 20ού αιώνα, ο ναός, αν και λειτουργείται κάθε τόσο, έχει ταυτόχρονα μετατραπεί σε μουσείο. Εκτός από τις εικόνες του εικονοστασίου, του 15ου αιώνα αλλά και μεταγενέστερες, εκτίθενται και άλλες εικόνες σημαντικής αξίας. Μεταξύ αυτών εικόνα των αγίων Τιμοθέου και Μαύρης, των αρχών του 13ου αιώνα, από το ξωκκλήσι της Αγίας Μαύρης κοντά στο χωριό (που υπήρξε μικρό μοναστήρι). Άλλη εικόνα από το ίδιο ξωκκλήσι, της Παναγίας Οδηγήτριας, είναι έργο του 16ου αιώνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και εικόνα της Παναγίας που κρατεί τον μικρό Χριστό στ’ αριστερά αντί στα δεξιά που είναι ο συνήθης τύπος. Η εικόνα αυτή, σε χρυσό φόντο, φέρει την επιγραφή «Παναγία η Αντιοχείτισσα». Άγνωστο το πότε και πώς βρέθηκε στο Κοιλάνι, ίσως λόγω καταφυγής στο χωριό φυγάδων από την Αντιόχεια, σε άγνωστο χρόνο. Στον ναό εκτίθενται επίσης και άλλες εικόνες, παλιά εκκλησιαστικά βιβλία και ιερά σκεύη.

 

Ο ναός μνημονεύεται ως μοναστήρι. Ως μοναστήρι αναφέρεται και σε επιγραφή στο δεξιό κάτω μέρος του εικονοστασίου. Ωστόσο ούτε ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός ούτε άλλος (λ.χ. ο Βασίλειος Μπάρσκυ) αναφέρουν το μοναστήρι, συνεπώς τούτο δεν υφίστατο τον 18ο αιώνα. Ωστόσο στο Κατάστιχο 6 της Αρχιεπισκοπής μαρτυρείται η ύπαρξη πολύ λίγων μοναχών, δύο και τριών, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Κατά τις αρχές του αιώνα αυτού μνημονεύεται κάποιος Κυπριανός ως επιστάτης του μοναστηριού. Στους Κτηματικούς Κώδικες της Μητρόπολης Κιτίου απαντώνται καταγραφές σχετικές με ιερά σκεύη του ναού και κτηματικές του περιουσίες. Μία μόνο καταγραφή φέρει ημερομηνία, την 1η Ιανουαρίου 1804.

 

Εάν ο ναός υπήρξε μοναστηριακός από τον 16ο αιώνα, είναι άγνωστο αλλά πιθανό. Ως μοναστήρι θα πρέπει να διαλύθηκε νωρίς, να είχε αναβιώσει για σύντομο χρόνο τον 19ο αιώνα και να είχε μετατραπεί σε ενοριακό ναό και πάλι μετά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα αυτού.