Ηγετικό στέλεχος του καταλανικού (ισπανικού) κόμματος στην Κύπρο, κατά τα τελευταία χρόνια της περιόδου της Φραγκοκρατίας. Ανέπτυξε πολύπλευρη συνωμοτική δραστηριότητα στο νησί, βασικά ενάντια στα συμφέροντα της Βενετίας, κι αναμείχθηκε σε δραματικά γεγονότα.
Ο Ρίτζο ντι Μαρίνο ήταν Σικελός την καταγωγή. Στις κυπριακές εξελίξεις βρέθηκε αναμεμειγμένος από το 1458, ως οπαδός και υποστηρικτής του Ιακώβου Β΄* του Νόθου στη διαμάχη του με την αδελφή του Καρλόττα* για τον θρόνο της Κύπρου. Στη διαμάχη αυτή ο ντι Μαρίνο απεδείχθη αφοσιωμένος ακόλουθος του Ιακώβου Β΄ και πήρε μάλιστα μέρος και σε συγκρούσεις προς τις δυνάμεις που υποστήριζαν την Καρλόττα.
Μετά την τελική επικράτηση του Ιακώβου Β΄ και τη φυγή της Καρλόττας από την Κύπρο, ο Ρίτζο ντι Μαρίνο ανταμείφθηκε από τον βασιλιά για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει σ’ αυτόν ως τότε: μεταξύ άλλων, εχρίσθη ιππότης από τον βασιλιά και το 1464 ανέλαβε το αξίωμα του τζαμπερλάνου (τελετάρχη), αποκτώντας, μαζί με τη βασιλική εύνοια, και μεγάλη δύναμη.
Μετά το θάνατο του βασιλιά Ιακώβου Β΄ στην Αμμόχωστο στις 6.7.1473 (που οφειλόταν, όπως και τότε υποστηρίχθηκε, σε δολοφονία του από τους Βενετούς που επιβουλεύονταν την Κύπρο) και σύμφωνα προς τη διαθήκη του, ο Ρίτζο ντι Μαρίνο ανέλαβε ως «επίτροπος» μαζί με τους: Ιωάννη Τριφούρ* κόμη της Τρίπολης, Ιωάννη Πέρεζ Φαμπρέγκ* κόμη της Γιάφφα και της Καρπασίας, Μόρφου ντε Γκρινιέρ κόμη ντε Ρουσιά*, Ανδρέα Κορνάρο*, Ιωάννη Αρωνίωνα και Πέτρο Ντάβιλα*. Αμέσως τότε άρχισαν οι συνωμοσίες και οι διεκδικήσεις επί του θρόνου της Κύπρου, γιατί ο νόμιμος γιος και διάδοχος του νεκρού βασιλιά, ο Ιάκωβος Γ΄, δεν είχε ακόμη γεννηθεί (η σύζυγος του Ιακώβου Β΄, η βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο*, ήταν έγκυος όταν δολοφονήθηκε ο βασιλιάς). Μεταξύ των διεκδικητών του βασιλείου της Κύπρου ήταν η εκδιωγμένη βασίλισσα Καρλόττα, ήταν βέβαια η ίδια η πόλη της Βενετίας που είχε αμέσως ειδοποιήσει ότι έθετε την Κύπρο υπό την προστασία της, καθώς και ο βασιλιάς της Νεαπόλεως (Ιταλίας) Φερδινάνδος*. Τα σχέδια του τελευταίου για το νησί ευνοούσε το ισχυρό καταλανικό κόμμα, ένας από τους ηγέτες του οποίου ήταν ο Ρίτζο ντι Μαρίνο (βλέπε και λήμμα Αλμπερίκος Λουδοβίκος).
Ο Ρίτζο ντι Μαρίνο ήταν ένας των πρωταγωνιστών της διαμάχης που έφερε αντιμέτωπα τα κόμματα των Καταλανών και των Βενετών. Αποκορύφωμα της διαμάχης και των επεισοδίων ήταν η δολοφονία μερικών ηγετών των Βενετών στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι στενοί συγγενείς της (Βενετής) βασίλισσας Αικατερίνης Κορνάρο, ο Ανδρέας Κορνάρο και ο Μάρκο Μπέμπο. Οι δολοφονίες διαπράχθηκαν στις 13.11.1473 στην Αμμόχωστο από τον Ρίτζο ντι Μαρίνο, και άλλους του καταλανικού κόμματος. Την επομένη έφθασαν στην Αμμόχωστο δυο πλοία από τη Νεάπολη για να προωθήσουν το σχέδιο του Φερδινάνδου που πρόβλεπε γάμο ενός νόθου γιου του, του Αλόνσο, με μια νόθο κόρη του Ιακώβου Β΄, την Κάρλα. Η Αικατερίνη υπέγραψε με τη βία, ενώ μια προσπάθεια του καταλανικού κόμματος να καταλάβει την Κερύνεια απέτυχε αρχικά, για να επαναληφθεί λίγο αργότερα, αφού η βασίλισσα εκβιάστηκε να διατάξει την παράδοση του φρουρίου που ως τότε διοικούσε ο συγγενής της Παύλος Κονταρίνι*. Στην υπόθεση αυτή αναμείχθηκε και ο Ρίτζο ντι Μαρίνο. Ωστόσο τελικά το φρούριο παρεδόθη σε άλλο έμπιστο της Αικατερίνης, πράγμα που απετέλεσε ήττα για το καταλανικό κόμμα.
Στο μεταξύ η Βενετία οργάνωσε την αντεπίθεσή της κατά των μελών του καταλανικού κόμματος στην Κύπρο του οποίου όμως οι ηγέτες πληροφορήθηκαν έγκαιρα τον κίνδυνο σύλληψης που διέτρεχαν. Τότε ο Ρίτζο ντι Μαρίνο και οι άλλοι ηγέτες του κόμματος πρόλαβαν να φύγουν κρυφά από την Κύπρο, αναχωρώντας από την Αμμόχωστο με πλοίο της Νεαπόλεως στις 29.12.1473. Φεύγοντας, συναπεκόμισαν και ένα θησαυρό από κοσμήματα και χρήματα αξίας 60.000 δουκάτων. Αρχικός προορισμός τους ήταν η Αίγυπτος, όμως κυνηγημένοι από βενετικά καράβια, κατέφυγαν στη Ρόδο. Μετά τη φυγή τους, η Αικατερίνη Κορνάρο δήμευσε τις περιουσίες τους στην Κύπρο και διέταξε ταυτόχρονα την εξορία από το νησί όλων των Καταλανών, Σικελών και Ναπολιτάνων.
Από τη Ρόδο ο Ρίτζο ντι Μαρίνο κατέφυγε στη Νεάπολη, κοντά στον βασιλιά Φερδινάνδο. Τα τέλη όμως του 1474 αναχώρησε για την Ανατολή και πάλι και για αρκετά χρόνια στη συνέχεια, εργάστηκε ως πράκτορας της Νεαπόλεως στην Αλεξάνδρεια, όπου έγινε κι ευνοούμενος του Μαμελούκου σουλτάνου του Καΐρου Καϊτπάι.
Σε δραστηριότητες σχετικές με την Κύπρο αναμείχθηκε και πάλι το 1488. Τον Ιούνιο του χρόνου αυτού, αφού πήγε στη Ρόδο για να συνεργαστεί μυστικά με τον Τζεμ, αδελφό του Οθωμανού σουλτάνου Βαγιαζίντ Β΄*, στη συνέχεια ήλθε στην Κύπρο κρυφά για να προωθήσει νέα σχέδια του βασιλιά της Νεαπόλεως που δεν είχε σταματήσει να εποφθαλμιά το νησί. Αυτή τη φορά ο Ναπολιτάνος βασιλιάς πρότεινε γάμο της ίδιας της Αικατερίνης Κορνάρο με έναν γιο του, τον ντον Αλόνσο. Με τον γάμο αυτό, ο Φερδινάνδος θα μπορούσε, ουσιαστικά, να αποκτήσει την Κύπρο για λογαριασμό της Νεαπόλεως. Ο Ρίτζο ντι Μαρίνο έφθασε στην Κύπρο συνοδευόμενος από έναν ακόμη πράκτορα της Νεαπόλεως, τον Τριστάν ντε Γκιμπλέτ (μέλος της γνωστής μεσαιωνικής κυπριακής οικογένειας των ντε Γκιμπλέτ ή Γιβλέτ*). Οι Βενετοί όμως, που είχαν βραχυκυκλώσει και την ίδια την Αικατερίνη, αγρυπνούσαν. Ήδη οι δικοί τους πράκτορες στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια είχαν έγκαιρα ειδοποιήσει τις βενετικές αρχές στην Κύπρο. Οι δυο πράκτορες της Νεαπόλεως έφθασαν στο νησί με γαλλικό καράβι κι αποβιβάστηκαν στη Φοντάνα Αμορόζα (στον Ακάμα). Εκεί όμως συνελήφθησαν (αν και υπάρχει και η πληροφορία ότι συνελήφθη εκεί ο Ρίτζο ντι Μαρίνο ενώ ο Γκιμπλέτ είχε κατορθώσει να φθάσει στη Λευκωσία και να δει τη βασίλισσα που δεν φαίνεται να διαφωνούσε με το νέο αυτό σχέδιο του βασιλιά της Νεαπόλεως).
Η προσπάθεια, πάντως, και των δύο, συνέβαλε στο να επισπεύσει η Βενετία τα δικά της σχέδια για την Κύπρο και ν’ αποφασίσει την οριστική εκθρόνιση της Αικατερίνης, πράγμα που συνέβη τον επόμενο χρόνο (1489). Η σύλληψη πάντως του Ρίτζο ντι Μαρίνο από τους Βενετούς έθεσε σε δοκιμασία τις σχέσεις της Βενετίας με τον σουλτάνο του Καΐρου ο οποίος και διαμαρτυρήθηκε έντονα. Εν τούτοις, ο Ρίτζο ντι Μαρίνο μεταφέρθηκε στη Βενετία όπου και πέθανε τελικά με στραγγαλισμό, αν και οι αρχές της πόλης υποστήριξαν ότι είχε αυτοκτονήσει παίρνοντας δηλητήριο.