Ορεσίβιοι πολεμιστές στα βουνά του Ταύρου (Μικρά Ασία) που απετέλεσαν στρατιωτικό σώμα κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Αναφέρεται ότι οι αντάρτες αυτοί των βουνών είχαν καταρτιστεί σε στρατιωτικές ομάδες επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου, κατά το β΄ μισό του 7ου μ.Χ. αιώνα. Εστάλησαν τότε και κατέλαβαν ακριτικές περιοχές της αυτοκρατορίας, ιδίως υψώματα στον Λίβανο, απ’ όπου μάχονταν κατά των Σαρακηνών και των Αράβων.
Μαρδαΐτες ονομάστηκαν από τους Άραβες, και η λέξη σήμαινε επιδρομείς. Οι Άραβες της Δαμασκού κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνσή τους, ύστερα από συμφωνία με τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ το 688 μ.Χ. Στο πλαίσιο της συνθήκης που υπεγράφη, ο Ιουστινιανός Β΄ (685-695) απεδέχθη την αποχώρηση των Μαρδαϊτών από τον Λίβανο και 12.000 απ’ αυτούς μετεφέρθησαν στα ενδότερα της αυτοκρατορίας. Η αποχώρησή τους πιθανότατα έγινε στο πλαίσιο εξισορρόπησης των δυνάμεων στην περιοχή, δεδομένου ότι είχαν αποσυρθεί 12.000 Άραβες από την Κύπρο, με βάση προηγούμενη συνθήκη Βυζαντινών-Αράβων, του 680/1. Εξάλλου, μετακινήσεις πληθυσμών είχαν εφαρμοσθεί και άλλες επί Ιουστινιανού Β΄, όπως η ατυχής μεταφορά κυπριακού πληθυσμού στην Κύζικο.
Πιστεύεται ότι κατά την εποχή αυτή ή λίγο πιο πριν, στρατιωτικό σώμα Μαρδαϊτών είχε σταλεί και εγκατασταθεί στην Κύπρο. Ο Κωνσταντίνος Σάθας (Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β΄, 1873, σσ. νε΄-νζ΄) υποστηρίζει ότι την φρούρηση του νησιού είχαν αναλάβει τότε στρατιώτες ἐκ τῶν περί τόν Ταῦρον ἀπελατῶν ἢ μαρδαϊτῶν, βασιζόμενος στους ακόλουθους λόγους: α) ότι στην Κύπρο περισώθηκαν πολλά απελατικά άσματα, β) ότι ζωηρή είναι η παράδοση περί της εις Κύπρον μεταφοράς των λειψάνων του αγίου Μάμα, που ήταν ο προστάτης άγιος των Μαρδαϊτών - απελατών, γ) οι κοινές στο εξής δραστηριότητες, κατά των Σαρακηνών, των φρουρών Κύπρου και Ατταλείας.
Βασίζεται επίσης ο Σάθας σε αναφορές μεσαιωνικών χρονογράφων (όπως ο Λεόντιος Μαχαιράς) περί αποστολής στρατευμάτων των Βυζαντινών στην Κύπρο, η συντήρηση μάλιστα των οποίων εξασφαλίσθηκε με ειδική φορολογία:
... Ὁ βασιλεύς [του Βυζαντίου] ... ἔπεψεν πολλύν λαόν τῶν ἀρμάτων εἰς βλέπησιν τοῦ αὐτοῦ τόπου˙ τἄπισα ἐκάτσαν μεσόν τους καί εἶδαν τήν ὁμάδαν τοῦ μηνίου τοῦ λαοῦ, καί ἐμοιράσαν τα μεσόν τους καί ἐβάλαν καπετάνον νά τά συμπιάζῃ, καί ἔππεσεν πασανοῦ τόν χρόνον [να πληρώνει] ἀπό τρία πέρπυρα χρυσᾶ...
Η πιθανή εγκατάσταση Μαρδαϊτών στην Κύπρο, θα πρέπει να σχετιστεί και προς τις σχετικές παραδόσεις του τόσο δημοφιλούς στο νησί αγίου Μάμα. Οι Μαρδαΐτες αποκαλούντο και απελάτες γιατί ως βασικό τους όπλο είχαν το περίφημο απελατίκι, σιδερένιο ρόπαλο που το χειρίζονταν άριστα. Πάνω σ’ αυτό είχαν αποτυπωμένη την εικόνα του αγίου Μάμα που ήταν ο προστάτης άγιός τους. Η παράδοση, εξάλλου, για τη θαυματουργή άφιξη στην Κύπρο και τοποθέτησή τους στη Μόρφου των οστών του αγίου Μάμα, δεν είναι άσχετη προς την άφιξη κι εγκατάσταση Μαρδαϊτών στο νησί. Ο Σάθας τοποθετεί χρονικά την άφιξη Μαρδαϊτών στην Κύπρο επί ημερών του αυτοκράτορα Τιβερίου Β΄(698-705 μ.Χ.).
Οι Χάκκεττ - Παπαϊωάννου ( Ἱστορία Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τόμος Β΄, 1927, σσ. 270-273) συσχετίζουν την άφιξη στην Κύπρο Μαρδαϊτών προς τη διάδοση της λατρείας του αγίου Μάμα, ιδίως στην περιοχή της Μόρφου όπου οι πολεμιστές αυτοί φαίνεται ότι είχαν εγκατασταθεί και ιδρύσει το στρατόπεδό τους, κι όπου ιδρύθηκε και το μοναστήρι το αφιερωμένο στον άγιο προστάτη τους. Τοποθετούν όμως χρονικά ενωρίτερα την άφιξη των Μαρδαϊτών στην Κύπρο, θεωρώντας ότι το στρατιωτικό τους σώμα είχε πιθανώς ήδη διαλυθεί με τη συμφωνία Ιουστινιανού Β΄ - Αράβων του 688 μ.Χ.
Και προσθέτουν:
... Ἐκ τοῦ περί τόν ναόν τοῦτον στρατοπέδου τῶν Μαρδαϊτῶν προέκυψεν ἀναμφιβόλως ἡ κωμόπολις Μόρφου, ἦς οἱ κάτοικοι διατηροῦσι μέχρι σήμερον τόν ρωμαλέον χαρακτῆρα τῶν προγόνων των. Ὃτε οἱ Μαρδαΐται ἀπέβαλον τόν στρατιωτικόν αὐτῶν χαρακτῆρα, τό δέ στρατόπεδον αὐτῶν ἐγένετο πόλις, φυσικῷ τῷ λόγῳ ὁ ἃγιος Μάμας μετά τῶν περί τόν ναόν οἰκημάτων τῶν κληρικῶν ἐγένετο μοναστήριον, καί διετέλεσε τοῦτο ἐν ἐνεργείᾳ μέχρι τῶν ἀρχῶν τῆς ιθ΄ ἑκατονταετίδος.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια