Το όνομα παρουσιάζεται και με τους τύπους Μανωλιός και Μανωλάτζ΄ιν (=Μανωλάκι).
Ο τρίτος από τους τρεις αδελφούς που πρωταγωνιστούν στον ομώνυμο κύκλο ακριτικών τραγουδιών. Κύριος πρωταγωνιστής είναι ο Θεοφύλακτος* ή το «μωρόν»*, δεύτερος ο Αλιάντρης* και τρίτος ο Μανώλης.
Στην παραλλαγή που δημοσιεύει ο Π. Ξιούτας (Ἀπό τά τραγούδια μας, [1938], σσ. 57-61) με τον τίτλο «Τοῦ Μωροῦ», τα τρία αδέλφια είναι ο Μαλοής, το Μανωλάτζ΄ιν (=το Μανωλάκι) και το μωρούιν.
Στο «Ἆσμα τῶν τριῶν ἀδελφῶν Διαφυλάκτου ἤ Θεοφυλάκτου, Ἀλιάντρη καί Μανώλη» (Αθ. Σακελλαρίου, Β΄, [1891], σσ. 17-20) ο Θεοφύλακτος, μετά τη σύλληψη και τον αποκεφαλισμό του Αλιάντρη, επικαλείται τη βοήθεια του αδελφού του Μανώλη (στ. 89): νά ’δωκε νά ἀνέφανε τ’ ἀέρφι μ’ ὁ Μανώλης.
Εμφανίζεται πράγματι ο Μανώλης και τα δυο αδέλφια ξεκινούν για τῆς Συρίας τά μέρη (στ. 95-97):
πού χε φουσάτα περισσά, οἱ κάμποι γεμωσμένοι,
ὃσ’ ἄστρα ἔχει ὁ οὐρανός καί φύλλα ’χουν τά δέντρη
ὅσην ἄμμον ἔχ’ ἡ θάλασσα κι ἀκόμη ’τουν περίτου.
Τα αδέλφια πολεμούν τρεις νύχτες και τρεις ημέρες, κουράζονται και θέλουν να βγουν από τη μάχη. Υπάρχουν όμως Σαρακηνοί με παγίδες (στ. 109-112):
Ὁ μαῦρος τοῦ Διαφύλακτου ἔκοψεν κι ἔφυέν τους
κι ἐδώκασιν κι ἐπιάσασιν τόν μαῦρον τοῦ Μανώλη˙
παίρνουν τον ὁλοζώντανον στόν βασιλιάν κανίσκι.
Σάν τόν θωρεῖ ὁ βασιλιᾶς πολλά τόν ἐφοήθην.
Ο βασιλιάς, τότε, προστάζει να φέρουν σίδερα να τον δέσουν. Τρέχουν τριακόσιοι δύο ’νομάτοι αλλά δεν μπορούν να τα φέρουν κοντά στο παλάτι. Ο Μανώλης παρακαλεί τον βασιλιά μόνος μου νά τά φέρω. Τα μαζεύει, τα κάμνει βουνάριν και τα ρίχνει στο κεφάλι του βασιλιά:
κι εὐτύς ἐξέβην ὁ μυαλός μαζί μέ τό καυκάλλιν.
Στην παραλλαγή που κατέγραψε ο Αλέξ. Ελευθεριάδης και δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Ὁ Θκιαφύλακτος» (Κυπρ. Σπ., τόμ. ΛΖ΄, [1973], σσ. 27-30) πάλι αποκεφαλίζεται ο Αλιάντρης και ο Θεοφύλακτος επικαλείται τη βοήθεια του Μανώλη, ο οποίος και εδώ συλλαμβάνεται ζωντανός. Ο βασιλιάς όμως αφαιρεί δύναμη από τους άρχοντες και δίνει εξουσία στον Μανώλη (στ. 110-111):
- Ὅ, τι ὁρίσουν οἱ ἄρκοντες νά μέν εἶν’ ὡρισμένον τζ’ ὅ,τι ὁρίσει ὁ Μανολιός νά εἶναι ὡρισμένον.
Αυτή όμως η απόφαση προκαλεί τη ζήλια και την έχθρα των αρχόντων, που καταφεύγουν στη βασίλισσα. Αυτή καταγγέλλει ότι ο Μανώλης ἐψές ἦταν στήν πόρταν μου τζ’ ἔθελ’ νά μ’ ἀτιμάσῃ (στ. 127). Όταν ο βασιλιάς προστάζει να αποκεφαλίσουν τον Μανώλη, αυτός επικαλείται τη βοήθεια του Θεοφύλακτου (στ. 135-138):
τζ’ ἔωκεν τζι’ ἐξανέφανεν τζ΄αί ὁ Θκιαφύλακτός του.
Μιαν χαντζ΄αρκάν ἐδώσασιν στοῦ ρήγα τό τζ΄εφάλιν
τζ΄αί τίποτε δέν ἔμεινεν, οὔτε κανένας ρήγας,
οὔτε κανένας πρίντζ΄ιπας οὓλλης τῆς βασιλείας.