Ορίγανον το αμάρακον, κοινώς μαντζουράνα. Επιστημονική ονομασία: Origanum majorana. Οικογένεια: Χειλανθών (Labiatae). Φυτό που ανήκει σε οικογένεια με 25 περίπου είδη εκ των οποίων τα περισσότερα είναι ιθαγενή των παραμεσογείων χωρών. Είναι φυτά ποώδη και φρυγατώδη, όλα αρωματικά, μερικά διακοσμητικά, αρτυματικά και μυρεψικά.
Η μαντζουράνα δεν αυτοφύεται στην Κύπρο αλλά καλλιεργείται. Αντίθετα αυτοφύονται στο νησί διάφορα άλλα είδη της ίδιας οικογένειας με κυριότερα το Origanum heracleotium (τη γνωστή ρίγανη) και το Origanum microphyllum (τη γνωστή σαψισ’ιά).
Η μαντζουράνα, γνωστότατη από τα αρχαία χρόνια, εκαλλιεργείτο από τότε στην Κύπρο. Ο Βιργίλιος αναφέρει μαντζουράνες (amaracus) με τις οποίες ήταν φυτευμένο ιερό άλσος αφιερωμένο στην Αφροδίτη, που βρισκόταν στο Ιδάλιον.
Ονομάζεται και «βότανο της ευτυχίας», η «χαρά του βουνού». Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία η θεά Αφροδίτη χάρισε το συγκεκριμένο βότανο στους ανθρώπους φυτεύοντας το στον Όλυμπο. Το φυτό χρησιμοποιείτο σε ερωτικά φίλτρα αλλά και σε αρώματα που τα χρησιμοποιούσαν για τη λατρεία της Αφροδίτης. Μάλιστα οι νεαρές κοπέλες συνήθιζαν να βάζουν το συγκεκριμένο φυτό κάτω από το μαξιλάρι τους με την πεποίθηση πως θα εμφανιζόταν στον ύπνο τους η θεά και θα τους φανέρωνε τον μελλοντικό σύζυγό τους. Αντίστοιχα στην αρχαία Ρώμη η νύμφη και ο γαμπρός φορούσαν στεφάνια από μαντζουράνα, ενώ οι Ρωμαίοι συνήθιζαν, σε συνδυασμό με άλλα αρωματικά φυτά, να αρωματίζουν τα ρούχα τους, βάζοντας τα σε σακουλάκια.
Το φυτό στην αρχαιότητα έφερε την ονομασία αμάρακος, καθώς συνδέθηκε με τον Αμάρακο, γιο του Κύπριου βασιλιά και ιερέα του ναού της Αφροδίτης Κινύρα. Ένας μύθος συνδέει τον Αμάρακο προς το ομώνυμο φυτό που σε παλαιότερες εποχές φύτρωνε σε μεγάλες ποσότητες στην Κύπρο. Ο Αμάρακος ήταν αρωματοποιός και χρησιμοποιούσε το αρωματικό αυτό φυτό για να φτιάχνει μύρα, τα οποία χρησιμοποιούνταν για τη λατρεία της θεάς Αφροδίτης. Μια μέρα ενώ μετέφερε το μύρο που είχε κατασκευάσει, μέσα σε ένα αλαβάστρινο δοχείο, του έπεσε από τα χέρια και έσπασε. Τότε η έντονη μυρωδιά του μύρου απλώθηκε παντού. Οι θεοί αντιλήφθηκαν το γεγονός εξαιτίας της δυνατής μυρωδιάς και αποφάσισαν να τον τιμωρήσουν. Έκριναν πως ο αρωματοποιός θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός στη μεταφορά του ιερού και πολύτιμου αυτού μύρου. Για το λόγο αυτό τον μεταμόρφωσαν σε φυτό, το οποίο και πήρε το όνομα του, αμάρακος. Από τότε οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τον αμάρακο για να κατασκευάζουν αρώματα. Μάλιστα στην αρχαιότητα από το συγκεκριμένο φυτό έφτιαχναν ένα πολύ δυνατό άρωμα το «Αμαρακίνο» που ήταν τόσο δυνατό και ευώδες που προκαλούσε πονοκέφαλο.
Ο ημιξυλώδης αυτός θάμνος χρησιμοποιείτο από την αρχαιότητα και για φαρμακευτικούς σκοπούς. Ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός, ο Θεόφραστος, ο Πλίνιος είναι μόνο κάποιοι από τους αρχαίους που είχαν ανακαλύψει τις θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού. Τις «μαγικές» αυτές ιδιότητες τις είχαν ανακαλύψει, εκτός από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, οι Αιγύπτιοι και οι Άραβες. Η μαντζουράνα ως αφέψημα χρησιμοποιείται κυρίως για προβλήματα στομάχου και εντέρου, δρα ενάντια στο κρυολόγημα, συμβάλλει στην ταχεία επούλωση των πληγών και έχει ηρεμιστική και αναλγητική δράση. Τα φύλλα του χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό, συνήθως στο κρέας και στο ψάρι, ενώ σήμερα καλλιεργείται ως καλλωπιστικό και αρωματικό φυτό σε γλάστρες και σε κήπους.