Μανσούρα- Mansoura. Χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, στη γεωγραφική περιφέρεια της Τηλλυρίας, περί τα 73 χιλιόμετρα δυτικά της πρωτεύουσα Λευκωσίας. Βρίσκεται πολύ κοντά στη γραμμή Αττίλα και από διοικητικής απόψεως περιλαμβάνεται στα διοικητικά όρια του γειτονικού χωριού Άγιος Θεόδωρος.
Η Μανσούρα είναι κτισμένη κοντά στη θάλασσα, σε μέσο υψόμετρο 20 μέτρων. Το υψόμετρο αυξάνεται αισθητά από τη θάλασσα προς τα νότια, όπου το ανάγλυφο γίνεται λοφώδες. Πολύ κοντά στα ανατολικά του οικισμού ρέει το ρυάκι Άγιος Θεόδωρος, που πηγάζει νοτιότερα από το δάσος της Πάφου.
Από γεωλογικής απόψεως, το χωριό βρίσκεται πάνω στις λάβες του πυριγενούς συμπλέγματος του Τροόδους, πάνω στις οποίες αναπτύχθηκαν φαιοχώματα.
Η Μανσούρα δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 440 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή της καλλιεργούνταν, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, τα σιτηρά, οι ελιές και οι χαρουπιές.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Μανσούρα βρίσκεται πάνω στον παραλιακό δρόμο Πόλης-Ξερού και συνδέεται στα νοτιοανατολικά με το χωριό Κάτω Πύργος (περί τα 6 χμ.) και στα νοτιοδυτικά με το χωριό Κόκκινα (περί τα 3,5 χμ.). Συνδέεται επίσης στα νότια με το χωριό Μοσφιλερή (περί το 1 χμ.) και στα νοτιοανατολικά με το χωριό Άγιος Θεόδωρος (περί το 1,5 χμ.).
Το χωριό γνώρισε πληθυσμιακές αυξομειώσεις. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | - |
1891 | 41 |
1901 | 58 |
1911 | 87 |
1921 | 76 |
1931 | 123 (99 Τουρκοκύπριοι και 24 Ελληνοκύπριοι) |
1946 | 154 (126 Τουρκοκύπριοι και 28 Ελληνοκύπριοι) |
1960 | 147 (127 Τουρκοκύπριοι και 20 Ελληνοκύπριοι) |
1973 | - |
2011 | 9 |
2021 | 7 |
Μετά το 1964, εξαιτίας των διακοινοτικών συγκρούσεων που ακολούθησαν την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων, οι κάτοικοι της Μανσούρας εγκατέλειψαν το χωριό τους και μετακινήθηκαν σε γειτονικά χωριά. Έτσι στην επίσημη απογραφή πληθυσμού του 1973 το χωριό εμφανίζεται εγκαταλειμμένο.
Ιστορικά στοιχεία
Η Μανσούρα βρίσκεται κτισμένη στην περιοχή όπου υπολογίζεται ότι υφίστατο κατά την Αρχαιότητα (Ελληνιστικά χρόνια) η κυπριακή πόλη Αλεξάνδρεια, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και η οποία αναφέρεται όμως και με την ονομασία Καλλίνουσα. Εν τούτοις, ως Καλλίνουσα άκρα αναφέρεται το ακρωτήρι του Πωμού που βρίσκεται δυτικότερα, στην περιοχή του οποίου σημειώνεται σε παλαιούς χάρτες και μεσαιωνικός οικισμός με την ονομασία Αγία Ελένη.
Πάντως ο χώρος όπου βρίσκεται η Μανσούρα, που είναι προνομιακός (παραθαλάσσιος, σε κόλπο που αποτελεί φυσικό λιμάνι), ήταν κατοικημένος κατά την Αρχαιότητα. Βρέθηκε εκεί ωραίο μωσαϊκό πάτωμα λουτρού κάποιας επαύλεως των Ρωμαϊκών χρόνων. Η ωραιότερη παράστασή του (τώρα στο Κυπριακό Μουσείο) παρουσιάζει ένα κυνηγετικό σκύλο με το κεφάλι προς τα πάνω και το ένα του πόδι να πατά σε περιστέρι που είχε συλλάβει, Ο χώρος φαίνεται ότι ήταν κατοικημένος και κατά τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια και, βέβαια, κι αργότερα.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι της Μανσούρας έγιναν Λινοβάμβακοι, δηλαδή δήθεν Μουσουλμάνοι στα φανερά, αλλά Χριστιανοί στα κρυφά, προκειμένου να αποφεύγουν τις ποικίλες διώξεις. Ως χωριό βασικά λινοβαμβακικό, η Μανσούρα παρέμεινε μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας και κατά τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας. Τελικά οι απόγονοι των πρώτων Λινοβαμβάκων κατοίκων του χωριού έγιναν οριστικά Μωαμεθανοί στις αρχές του 20ού αιώνα, με την ενθάρρυνση και των Βρετανών, με τουρκικές ταυτόχρονα προσπάθειες και με την αποθάρρυνση των Ελλήνων να τους αποδεχθούν.
Βλέπε λήμμα: Λινοβάμβακοι
Πριν και μετά την τουρκοκυπριακή ανταρσία του τέλους του 1963, η Μανσούρα απετέλεσε τουρκοκυπριακό θύλακο μαζί με το γειτονικό χωριό Κόκκινα, που χρησιμοποιείτο από τους Τούρκους ως μυστικό αγκυροβόλιο για κρυφή εισαγωγή στην Κύπρο πολεμοφοδίων και στρατιωτικού προσωπικού από την Τουρκία, διά θαλάσσης. Για τον λόγο αυτό η ελληνοκυπριακή Εθνική Φρουρά διεξήγαγε στρατιωτική επιχείρηση το 1964, προς εξουδετέρωση αυτού του θυλάκου.
Βλέπε λήμμα: Μανσούρας - Κοκκίνων μάχη
Οι κάτοικοι της Τηλλυρίας ονομάζουν το χωριό όχι Μανσούρα (η), αλλά Μασούρας (ο), θεωρώντας ότι προέρχεται από όνομα οικιστή. Ωστόσο είναι πιθανό η ονομασία να είναι αρχαία ελληνική, με δεύτερο συνθετικό τη λέξη «ουρά», όπως λ.χ. το μαρτυρούμενο αρχαίο τοπωνύμιο Βοός Ουρά.
Αρχαιότητες
Στην περιοχή του χωριού υπάρχει αρχαιολογικός χώρος, πράγμα που μαρτυρεί κατοίκησή της κατά την Αρχαιότητα. Παλαιότερα είχε ανασκαφεί στην περιοχή χώρος όπου υφίσταντο λουτρά των Ρωμαϊκών χρόνων, από τον οποίο διασώθηκαν δύο ψηφιδωτά δαπέδου με ελληνικές επιγραφές. Λαξευτοί τάφοι υπάρχουν επίσης στην περιοχή, που δηλώνουν την ύπαρξη νεκρόπολης. Μερικοί των τάφων αυτών καταστράφηκαν με τη διάνοιξη της παραλιακής οδού. Ένας λαξευτός τάφος ερευνήθηκε και ανεσκάφη από το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Παρά το ότι ο τάφος είχε συληθεί στο παρελθόν, ωστόσο απέδωσε διάφορα αγγεία, όπως σκύφους, μυροδοχεία, μία κανάτα, 4 λύχνους εκ των οποίων οι 2 ήταν εισαγμένοι από τη Ρόδο, κ. α. Βρέθηκε επίσης ένα νόμισμα του βασιλιά Πτολεμαίου ΙΓ΄(1ος π.Χ. αι.) καθώς και μία ναόσχημη επιτύμβια στήλη που χρονολογείται στα τέλη του 4ου ή τις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα. Ένα μυροδοχείο χρονολογείται στο πρώτο μισό του 2ου π.Χ. αιώνα. Υπολογίστηκε ότι ο συγκεκριμένος τάφος είχε μία μακρά χρήση, για αλλεπάλληλες ταφές, περίπου για 6 αιώνες.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια