Θεά του αρχαίου ελληνικού Δωδεκάθεου, κόρη του Διός και της Λητούς, δίδυμη αδελφή του Απόλλωνος. Γεννήθηκε, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, στη Δήλο. Αρχικά η Άρτεμις παρουσιάστηκε σαν οργιαστική θεά της άγριας φύσης που, με το πέρασμα του χρόνου, απέκτησε και πολλές άλλες ιδιότητες. Σε ολοκληρωμένη μορφή η λατρεία της αποδεικνύεται από την 2η π.Χ. χιλιετία. Το όνομά της ερμηνεύτηκε με διάφορους τρόπους, όπως αυτή που έχει δυνατά μέλη ή πυρωμένη ή αυτή που ανακοινώνει αποφάσεις δικαστηρίου κλπ.
Η θεά συνδέθηκε με το ουράνιο φως. Ο Απόλλων -Φοίβος ενώ ήταν ο θεός του ήλιου, η Άρτεμις -Φοίβη ήταν η θεά της σελήνης. Λατρεύτηκε ακόμη ως θεά των βουνών και των δασών, των άγριων ζώων, των δρόμων, των λιμανιών, της γυναικείας σύνεσης, των λεχώνων κλπ. Σύμβολά της ήσαν τα ανοιξιάτικα αγριολούλουδα, το ελάφι, η πέρδικα, το φοινικόδεντρο, το τόξο και το φεγγάρι. Λατρεύτηκε σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο και είχε παντού ναούς. Ο ναός της στην Έφεσο ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Αρτέμιδος λατρεία: Συχνά στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η Άρτεμις λατρευόταν μαζί με τον αδελφό της Απόλλωνα σε κοινά ιερά, αλλά είχε και πληθώρα δικών της ναών. Στην Κύπρο, σύμφωνα με τις επιγραφές που έχουν βρεθεί, η Άρτεμις λατρευόταν κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα και εξής. Σύμφωνα προς άλλες πηγές, λατρευόταν στην Αμαθούντα μέχρι και τα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα (λ.χ. στον Βίο του αγίου Τύχωνος αναφέρεται κάποια Μιαρανάθουσα ως ιέρεια της Αρτέμιδος στην Αμαθούντα). Όμως η λατρεία της στην Κύπρο είναι πολύ αρχαιότερη και διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι υφίστατο ήδη από την Αρχαϊκή εποχή. Ο Μίτφορτ (Mitford) υποστηρίζει ότι η λατρεία της Αρτέμιδος στην Πάφο άρχισε από την Ύστερη εποχή του Χαλκού, κι ότι την έφεραν στην Κύπρο από την Πελοπόννησο οι Αρκάδες. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα μέχρι τώρα στοιχεία, η θεά λατρευόταν στην Αμαθούντα, στην περιοχή της αλυκής Λάρνακας (κοντά στο Κίτιον), στην περιοχή των Χύτρων (Κυθρέα), στα Πέρα (Ταμασσός), στην περιοχή του χωριού Άχνα κλπ.
Συμπεραίνοντας από τα επίθετα με τα οποία η θεά ήταν γνωστή στην Κύπρο, αυτή λατρεύτηκε ως θεά της άγριας φύσης και του κυνηγιού (Άρτεμις Αγροτέρα), ως προστάτιδα των συγκεντρώσεων του λαού στην αγορά (Άρτεμις Αγοραία), ως προστάτιδα των λιμανιών και των ναυτιλλομένων (Άρτεμις Παραλία) κ.α. Από τα διάφορα αφιερώματα που έχουν βρεθεί, συμπεραίνεται ότι λατρεύτηκε και σαν θεά του τοκετού και του φεγγαριού.
Σχετικά με τους τρόπους λατρείας της Αρτέμιδος, οι πηγές είναι πολύ φτωχές. Αναφέρουν μόνο ότι στους ναούς της υπήρχαν αντικείμενα λατρείας και βωμοί πάνω στους οποίους ετελούντο οι θυσίες. Υποθέτουμε ότι οι τρόποι λατρείας της θεάς στην Κύπρο ήσαν παρόμοιοι με αυτούς στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο.
Αρτέμιδος ιερά: Η μυθολογική παράδοση, που σχετίζεται με τους αρχαίους ελληνικούς θεούς και που διασώθηκε από τον Όμηρο και από άλλους μεταγενέστερους ποιητές και πεζογράφους, παρουσιάζει την Αρτέμιδα σαν μια από τις πιο πολυσύνθετες θεϊκές μορφές ανάμεσα στο πάνθεον του Ολύμπου και προσδίδει σ' αυτήν πολυάριθμες επωνυμίες και δικαιοδοσίες, που ξεπερνούν τις διακόσιες. Η πολλαπλή προσωπικότητα της κόρης του Διός και της Λητούς και δίδυμης αδελφής του Απόλλωνος, οφείλεται στο σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε σ' ολόκληρο τον αρχαίο γνωστό κόσμο σαν κυρίαρχη και προστάτιδα θεά της φύσης. Στην Ελλάδα συνδέεται συχνότατα με την τύχη, τις περιπέτειες και με τα κατορθώματα του Απόλλωνος και γι’ αυτό σε αρκετές περιπτώσεις, όπως έχει αποδειχθεί με τις αρχαιολογικές έρευνες, τα δίδυμα αδέλφια λατρεύονταν μαζί στο ίδιο ιερό. Ωστόσο η Άρτεμις είχε και τα δικά της ξεχωριστά ιερά στη Βραυρώνα της Αττικής, στην Εύβοια, στη Δήλο, στην Πάρο, στη Σάμο, στην Κέρκυρα, στην Κεφαλλονιά, στην Κρήτη, στην Κύπρο και σε διάφορα άλλα μέρη του ελλαδικού χώρου, που συναγωνίζονταν σε αριθμό τα ιερά του Διός, της Ήρας, της Αθηνάς και άλλων θεοτήτων των αρχαίων Ελλήνων.
Βλέπε λήμμα: Απόλλωνος ιερά
Στην Κύπρο, σε αντίθεση με τα ιερά του Απόλλωνος, που συνολικά ανέρχονται σε έντεκα, τα μέχρι σήμερα αποκαλυφθέντα ιερά της Αρτέμιδος είναι μόνο δυο: Το πρώτο επισημάνθηκε το 1881 κοντά στην αλυκή της Λάρνακας και σκάφτηκε τον ίδιο χρόνο από τον Γερμανό αρχαιολόγο Max Ohnefalsch-Richter για το Κυπριακό Μουσείο. Πρόκειται για ελάχιστα κατάλοιπα υπαίθριου λατρευτικού χώρου, άγνωστου αρχιτεκτονικού τύπου, που καταστράφηκαν ολοκληρωτικά και εξαφανίστηκαν πριν από αρκετά χρόνια. Ανάμεσα στα αναθήματα, που βρέθηκαν πάνω στο γήινο δάπεδο του ιερού, περιλαμβάνονται αρκετά πήλινα, ανθρωπόμορφα ειδώλια, κυρίως θηλυκού γένους, και μερικά τεμάχια από ενεπίγραφη ασβεστολιθική στήλη με ελλιπές επίγραμμα, αφιερωμένο στην Αρτέμιδα Παραλίαν. Η επιγραφική αυτή μαρτυρία οδηγεί εύλογα στο συμπέρασμα ότι στο παράκτιο αυτό ιερό η Άρτεμις λατρευόταν με την επωνυμία Παραλία, που αντιστοιχεί με τη δικαιοδοσία της προστάτιδας θεάς των λιμανιών, των θαλασσινών ταξιδιών, των ναυτιλλομένων και της ναυτιλίας γενικότερα. Με την ίδια επωνυμία και την αντίστοιχή της δικαιοδοσία η Άρτεμις λατρευόταν και σε πολλά παράκτια ιερά της ηπειρωτικής Ελλάδας και του Αιγαίου, που συνήθως συνόρευαν με λιμάνια και ακρωτήρια.
Το δεύτερο ιερό της θεάς, που κι αυτό σήμερα είναι ανύπαρκτο και άγνωστου αρχιτεκτονικού τύπου, εντοπίστηκε στα βορειοδυτικά σύνορα του χωριού Άχνα και σκάφτηκε το 1882 από τον ίδιο αρχαιολόγο, τον Max Ohnefalsch-Richter, για λογαριασμό του Sir Charles Newton.
Βλέπε λήμμα: Λιμάνια
Από τα λιγοστά συντρίμμια και το κατεστραμμένο γήινο δάπεδο του ιερού ήλθαν στο φως περισσότερα από χίλια αφιερώματα, που αποτελούνται από λίθινα και πήλινα αγάλματα και ειδώλια του 3ου αιώνα π.Χ., ύψους 20 εκατοστών μέχρι 3-5 μέτρων. Τα περισσότερα και σημαντικότερα απ' αυτά σήμερα βρίσκονται στο Βρεττανικό Μουσείο του Λονδίνου. Με μοναδική εξαίρεση ένα μόνο μικρό πήλινο ειδώλιο, που παριστάνει τον ιερέα του Απόλλωνος, όλα τα υπόλοιπα ανθρωπόμορφα αγάλματα και ειδώλια είναι θηλυκού γένους και αρκετά απ' αυτά ταυτίζονται με τη θεϊκή μορφή της Αρτέμιδος. Η ταύτιση μεγάλου αριθμού ειδωλίων και αγαλμάτων με την Αρτέμιδα, φανερώνει ότι το ιερό της Άχνας ήταν αναμφίβολα αφιερωμένο στην ίδια τη θεά, αλλ' η παρουσία του ειδωλίου με τη μορφή του ιερέα του Απόλλωνος ανάμεσα σ' όλα τ' άλλα γυναικεία ειδώλια δεν αποκλείει το ενδεχόμενο στο ίδιο ιερό να λατρευόταν μαζί κι ο δίδυμος αδελφός της.
Εκτός από τα δυο αυτά γνωστά ιερά της Αρτέμιδος, από τις διάφορες επιγραφικές και άλλες γραπτές μαρτυρίες, που έχουν διασωθεί, και από αρκετά μαρμάρινα και ασβεστολιθικά αγάλματα και πήλινα ειδώλια της θεάς, που βρέθηκαν τυχαία σε διάφορα μέρη του νησιού, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι στην Κύπρο υπάρχουν και αρκετά άλλα ιερά της που ακόμη δεν έχουν επισημανθεί και ανασκαφεί. Η τεχνοτροπία των κυπριακών αγαλμάτων και ειδωλίων της Αρτέμιδος, που προέρχονται από τα ιερά της Λάρνακας και της Άχνας και από άλλα μέρη του νησιού, είναι σχεδόν πανομοιότυπη μ' εκείνη της υπόλοιπης Ελλάδας και επιβεβαιώνει την απόλυτη ταύτιση τόσο στην πολλαπλή προσωπικότητα και στις δικαιοδοσίες όσο και στους τρόπους λατρείας της θεάς. Οι συνηθέστερες παραστάσεις της Αρτέμιδος στα κυπριακά αγάλματα και ειδώλια μιμούνται τα ελλαδικά πρότυπα και προτιμούν τη θεά να είναι ντυμένη με κοντό χιτώνα και ιμάτιο, οπλισμένη με τόξο, ξίφος, ακόντιο, βέλη και φαρέτρα, και να συνοδεύεται από τον κυνηγετικό της σκύλο, το ελάφι, την αίγα και από διάφορα άλλα ζωικά σύμβολά της.
Αρτέμιδος θίασος Σοαντείων: Σε αλφαβητική επιγραφή της Ελληνιστικής εποχής που βρέθηκε στην περιοχή του αρχαίου Κιτίου, γίνεται λόγος για τον Σοαντείων θίασον της Αρτέμιδος (πλήρες κείμενο της επιγραφής βλέπε σε ΑΚΕΠ, Δα', αρ. 18). Ο θίασος Σοαντείων πιστεύεται ότι ήταν μια οργάνωση πιστών της Αρτέμιδος που αποσκοπούσε στην προώθηση της λατρείας της θεάς. Διάφορες υποθέσεις έχουν γίνει σχετικά με τους Σοαντείους της επιγραφής αυτής, μερικοί δε τους θεώρησαν ως κατοίκους κάποιας κυπριακής πόλης με το όνομα Σόανδος που ο Περιστιάνης ανάγει στην «ορειχάλκινην καί γεωμετρικήν περίοδον». Πρώτος ο John L. Myres πρόβαλε την θεωρία ότι η αρχαία Σόανδος πιθανό να ήταν το σημερινό χωριό Σίντα στη Μεσαορία. Ο Περιστιάνης, που πρώτος εξέδωσε την επιγραφή, υποθέτει πως ο θίασος ήταν «όμιλος κυνηγών ανηκόντων εις το ιερατείον» της Αρτέμιδος.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια