Το μοναστήρι της Παναγίας της Αμασγού είναι χτισμένο σε χαμηλό λόφο στη δεξιά όχθη του ποταμού Κούρη, 1,5 χμ. περίπου στα νοτιοδυτικά του χωριού Μονάγρι. Σήμερα σώζεται σε καλή κατάσταση ο ναός του μοναστηριού, ενώ τα μοναστηριακά κτίρια που βρίσκονται στα βορειοανατολικά και βόρεια (πέντε δωμάτια) και δυτικά του ναού (δύο δωμάτια) για αρκετό χρονικό διάστημα ήταν ερειπωμένα. Όσα κτίρια υπήρχαν στη νότια πλευρά έχουν εξαφανιστεί τελείως.
Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε το μοναστήρι ή ποιος είναι ο ιδρυτής του. Στο ναό όμως, που όπως είναι σήμερα προέρχεται από πολλές μετασκευές, οι αρχαιότερες τοιχογραφίες που σώζονται χρονολογούνται στις αρχές του 12ου αιώνα. Τα μοναστηριακά κτίρια είναι μεταγενέστερα του ναού και χρονολογικά ανήκουν στην τελευταία φάση του ναού, που χρονολογείται στα μέσα του 16ου αιώνα. Φαίνεται λοιπόν ότι το μοναστήρι της Παναγίας της Αμασγού ιδρύθηκε στο τέλος του 11ου αιώνα, εποχή κατά την οποία ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια στην Κύπρο (Κύκκου, Χρυσοστόμου, Αψινθιώτισσας, Ασίνου, Αλύπου κ.ά.) Στη μακραίωνη ζωή του καταστράφηκε επανειλημμένα και ξαναχτίστηκε, όπως και τα άλλα μοναστήρια της Κύπρου.
Η ιστορία του μοναστηριού είναι πολύ σκοτεινή. Στα 1630 ο τότε μητροπολίτης Λεμεσού και Κουρίου Λεόντιος και τρεις Λεμεσιανοί λαϊκοί πρόκριτοι, δώρισαν το μοναστήρι της Αμασγού στον πατριάρχη Αλεξανδρείας Γεράσιμο, ο οποίος όμως δυο χρόνια αργότερα, το επέστρεψε στη μητρόπολη Λεμεσού επειδή οικονομικά ήταν ασύμφορη η διαχείρισή του. Στα 1698 διεκδίκησε την κυριότητα του μοναστηριού ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Γεράσιμος Β' Παλλάδας, αγνοώντας την παραίτηση του προκατόχου και ομωνύμου του από την κυριότητα αυτή. Ο Κιτίου Ιωαννίκιος Α' έστειλε στον πατριάρχη Αλεξανδρείας αντίγραφο της παραίτησης του προκατόχου του Γερασίμου από τα εις το μοναστήρι δικαιώματά του και ταυτόχρονα ζήτησε από το Οικουμενικό πατριαρχείο να επιβεβαιώσει την κυριότητα της μητρόπολης Κιτίου πάνω στο μοναστήρι της Αμασγού. Ο οικουμενικός πατριάρχης Καλλίνικος Β', με συνοδική πράξη, επιβεβαίωσε, στα 1700, την κυριότητα της μητρόπολης Κιτίου πάνω στο μοναστήρι.
Ο μοναδικός ηγούμενος του μοναστηριού που μας είναι γνωστός, κι ο τελευταίος όπως φαίνεται, είναι ο Γεράσιμος. Το όνομά του αναφέρεται σε σημείωμα του μητροπολίτη Κιτίου Μελετίου, στον κώδικα Β της μητρόπολης Κιτίου, στις 16 Μαΐου του 1778. Από τα τέλη του 18ου αιώνα το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς και η κτηματική του περιουσία ενοικιάζετο σε χωρικούς.
Ο ναός του μοναστηριού είναι μονόκλιτος, καμαροσκέπαστος, με οξυκόρυφη καμάρα που στηρίζεται, μέσω τόξων, σε ισχυρές εσωτερικές παραστάδες προσαρτημένες ανά δύο στον βόρειο και νότιο τοίχο του ναού. Την καμάρα καλύπτει δεύτερη ξύλινη στέγη δίρριχτη με αγκιστρωτά κεραμίδια. Ο ναός έχει εσωτερικές διαστάσεις 7,70 Χ 5,65 μέτρα, χωρίς την αψίδα, και είναι αποτέλεσμα πολλών επεμβάσεων. Από τον αρχικό ναό, που ήταν ίσως ξυλόστεγος, σώζεται μεγάλο τμήμα της αψίδας και του ανατολικού τοίχου, καθώς και τα κατώτερα τμήματα του βόρειου και του νότιου τοίχου. Ο αρχικός ναός χτίστηκε στα τέλη του 11ου αιώνα ή τις αρχές του 12ου. Στα τέλη του 12ου αιώνα καταστράφηκε και ξανακτίστηκε με οξυκόρυφη καμάρα, αφού προστέθηκαν στους μακρούς τοίχους οι ισχυρές εσωτερικές παραστάδες. Την αναστήλωση του ναού ακολούθησε νέα διακόσμησή του με τοιχογραφίες, στα τέλη του 12ου αιώνα ή λίγο αργότερα. Τον 16ο αιώνα προστέθηκαν, εσωτερικά, δυο τόξα για υποστήριξη της καμάρας. Τα τόξα αυτά κάλυψαν τμήματα των τοιχογραφιών που διακοσμούσαν την καμάρα. Ταυτόχρονα κλείσθηκε το τρίλοβο παράθυρο της αψίδας και ανοίχθηκαν οι σημερινές θύρες του ναού, στον βόρειο και τον δυτικό τοίχο. Τότε κλείσθηκε και η νότια θύρα. Τα παράθυρα του βόρειου τοίχου ανήκουν στην αναστήλωση του τέλους του 12ου αιώνα.
Από τις αρχικές τοιχογραφίες του ναού σώζονται ο άγιος Σπυρίδων, στο τύμπανο του τριλόβου παραθύρου της αψίδας, και οι άγιοι Αθανάσιος ο Πεντασχοινίτης, Αθανάσιος Αλεξανδρείας και μισοκατεστραμμένος άγιος στη κόγχη του διακονικού. Οι τοιχογραφίες αυτές ανήκουν στις αρχές του 12ου αιώνα.
Από τις δέκα σκηνές με τις οποίες διακοσμήθηκε η καμάρα του ναού στα τέλη του 12ου αιώνα ή τις αρχές του 13ου αιώνα, σώζονται μικρά ή μεγάλα κομμάτια από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τη Γέννηση του Χριστού, τη Βάπτιση, τη Μεταμόρφωση, την Ανάσταση του Λαζάρου, τη Βαϊοφόρο, τη Σταύρωση, την εις Άδου Κάθοδο και την Ανάληψη. Σε σχετικά καλή κατάσταση σώθηκαν η Υπαπαντή του Χριστού και η Πεντηκοστή. Από την ίδια εποχή σώζονται κομμάτια από την Κοίμηση της Θεοτόκου στο δυτικό τοίχο. Εκτός από τις σκηνές αυτές σώθηκαν και μεμονωμένοι άγιοι σε αποσπασματική κατάσταση (Ευαγγελιστές Μάρκος και Ιωάννης, οι Κύπριοι άγιοι Επαφράς, Φιλάγριος, Ζήνων, Αρίστων κ.ά. αδιάγνωστοι στην αψίδα και στους τοίχους δεξιά και αριστερά της αψίδας, και οι ποιητές Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Κοσμάς και Ιωσήφ).
Τον 14ο αιώνα προστέθηκαν μερικές τοιχογραφίες από τις οποίες σχετικά καλύτερα σώζεται η Μετάληψη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας από τον άγιο Ζωσιμά. Τέλος, το 1564, σύμφωνα με χρονολογία στη νοτιοανατολική αχιβάδα, προστέθηκαν οι τοιχογραφίες της αψίδας (Παναγία ανάμεσα στους Αρχαγγέλους, Κοινωνία των Αποστόλων, ιεράρχες), τα εισόδια της Θεοτόκου στο ναό, και όρθιοι άγιοι: Πρόδρομος, Αρχάγγελος Μιχαήλ, Πέτρος, Νικόλαος, Κοσμάς, Δαμιανός, Ερμόλαος, Σαμψών, Παντελεήμων, Θεοδόσιος ο κοινοβιάρχης, Σάββας, Αντώνιος, Γεώργιος, Μάμας και δυο αδιάγνωστοι.
Το μοναστήρι δεν είναι πλέον εγκαταλελειμμένο. Το 1992 τόσο ο ναός όσο και τα ερειπωμένα μοναστηριακά κτίρια ανακαινίστηκαν, προστέθηκαν δε και νέα, κτισμένα και αυτά με τοπικό πέτρωμα. Στο μοναστήρι εγκαταστάθηκαν καλόγριες και τούτο επαναλειτούργησε ως γυναικείο κοινόβιο. Το 1996 υπήρχαν σε αυτό 5 μοναχές. Το 2007 οι μοναχές ήταν 10 με ηγουμένη τη μοναχή Επιφανία.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια