Με το όνομα αυτό απαντώνται δυο επίσκοποι Πάφου, που και οι δυο κατείχαν τον θρόνο κατά τον 17ο αιώνα (περίοδος Tουρκοκρατίας).
Μακάριος Α ': Επίσκοπος Πάφου κατά και πριν από το 1631. Μας είναι γνωστός από υπογραφή του με την οποία επεκύρωσε τα προνόμια του μοναστηριού του Αγίου Νεοφύτου. Με πρωτοβουλία του ανακαινιστή του μοναστηριού Λεοντίου*, τούτο αναγνωρίστηκε το 1631 επίσημα ως σταυροπηγιακό και βασιλικό, με σιγιλλιώδες γράμμα του οικουμενικού πατριάρχη Κυρίλλου. Το γράμμα προσυπέγραψαν ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χριστόδουλος, ο Πάφου Μακάριος και άλλοι ιεράρχες.
Δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για τον επίσκοπο αυτό, ούτε γνωρίζουμε την ακριβή περίοδο κατά την οποία κατείχε τον θρόνο της Πάφου. Πριν απ' αυτόν, τον θρόνο κατείχε ο Τιμόθεος (περί το 1618) και μετά ο Γερμανός (περί το 1631).
Μακάριος Β': Επίσκοπος Πάφου κατά και περί το 1668. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή περίοδο κατά την οποία κατείχε τον θρόνο. Πριν απ' αυτόν αναφέρεται ο επίσκοπος Γαβριήλ (περί το 1650-51) και μετά απ' αυτόν ο επίσκοπος Ιωακείμ (περί το 1672).
Ο Πάφου Μακάριος (Β') μας είναι γνωστός από τη συμμετοχή του σε σύνοδο που συνεκλήθη στη Λευκωσία το 1668 από τον τότε αρχιεπίσκοπο Κύπρου Νικηφόρο*. Η σύνοδος ασχολήθηκε με την καλβινιστική θεωρία την οποία και καταδίκασε. Στον σχετικό σωζόμενο κώδικα, που βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισίων (αρ. 914, φ.300), σημειώνεται:
Τῷ Πανερωτ[άτῳ] καί τῆς τοῦ Χ[ριστο]ῦ μου Ἐκλεισίας ἱερᾶς ἐπισκοπῆς Πάμφου... Μακαρίῳ ἐν Χ[ριστ]ῷ χαίρειν σ[ωτη]ρίαν δόει θ[εό]ς ἀμήν.