Γεώργιος άγιος Μαγγάνων, Λευκωσία

Image

Ορθόδοξο μοναστήρι της Λευκωσίας κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Σήμερα δεν σώζονται ίχνη του, επειδή το μοναστήρι κατεδαφίστηκε από τους Βενετούς το 1567, όταν αυτοί έκτισαν τις νέες οχυρώσεις της Λευκωσίας, που αντικατέστησαν εκείνες των Λουζινιανών.

 

Το μοναστήρι μνημονεύει ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 711), γράφοντας ότι το είχε ιδρύσει (;) η περιβόητη Ελληνίδα βασίλισσα της Κύπρου Ελένη Παλαιολογίνα, σύζυγος του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Β΄ (1432-1458), προκειμένου να στεγάσει και βοηθήσει φυγάδες ιερωμένους που έφθασαν στην Κύπρο το 1453 από την Κωνσταντινούπολη, όταν η βασιλεύουσα αλώθηκε από τους Οθωμανούς:

 

...Καί ἔχοντα καί εἰς τούς ,αυνγ΄ [=1453]  ἐπῆρεν ὁ  ἄνομος Τοῦρκος τήν Πόλιν τῇ κη΄ [=28] μαΐου, ἐποῖκεν μεγάλην λύπην ἡ  ἄνωθεν ρήγαινα εἰς τήν Κύπρον καί ἦλθαν εἰς τήν Κύπρον πολλοί καλοί ἄνδρες ἀπό τήν Κωνσταντινόπολιν, καί πολλοί καλογῆροι, καί διά νά τούς ἀναπάψῃ, ἐπῆρεν τόν Ἁγιον Γεώργιον ἐπονομαζόμενον Μάγκανα καί ἔκτισεν καί ἐποῖκεν τους μοναστήριν, καί ἐχάρισεν χωργιά καί πολλές ρέντες, διά νά μνημονεύγεται...

 

Η Ελένη Παλαιολογίνα, ανεψιά του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, φαίνεται να ανακαίνισε μάλλον το μοναστήρι, κτίζοντας τα απαραίτητα, γύρω από προϋπάρχουσα εκκλησία (ή μοναστήρι) του Αγίου Γεωργίου, όπως προκύπτει από τα γραφόμενα του Λ. Μαχαιρά (ἐπῆρεν τόν Ἁγιον Γεώργιον καί ἔκτισεν μοναστήριν...).

 

Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πού ακριβώς βρισκόταν το μοναστήρι αυτό, που υπολογίζεται ότι ήταν λίγο έξω από τα λουζινιανικά τείχη της μεσαιωνικής Λευκωσίας.

 

Το μοναστήρι μνημονεύουν και άλλοι χρονογράφοι, όπως ο Στραμβάλδι (που το αναφέρει ως San Zorzi de Mangana), o Στέφανος Λουζινιανός (Monasterio greco detto Manchana), ο Γεώργιος Βουστρώνιος και άλλοι. Ο Βουστρώνιος γράφει ότι στο μοναστήρι αυτό διέμενε ο εξομολογητής της (Ελληνίδας και Ορθόδοξης) βασίλισσας Ελένης Παλαιολογίνας:

 

...καί ἐβουλεῦσέν τον νά πάγῃ  ἔξω εἰς τά Μάγκανα εἰς τόν ξηγορευτήν τῆς ρήγαινας... Καί ἐκαβαλλίκευσεν καί ἐπῆγεν εἰς τά Μάγκανα καί ἐσύντυχεν μέ τόν ξηγορευτήν...

 

Ο Στέφανος Λουζινιανός γράφει ότι η Ελένη Παλαιολογίνα λίγο πριν πεθάνει (το 1458) είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί στο Ορθόδοξο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, που η ίδια είχε τόσο πολύ ενισχύσει, μετά τον θάνατό της όμως οι (Λατίνοι) μοναχοί του μοναστηριού του Αγίου Δομινίκου δεν σεβάστηκαν την επιθυμία της και την έθαψαν στο δικό τους μοναστήρι, όπου είχαν ταφεί και πολλά άλλα μέλη της δυναστείας των Λουζινιανών βασιλιάδων της Κύπρου.

 

Για το μοναστήρι αυτό γνωρίζουμε επίσης την πληροφορία ότι επί ημερών της βασίλισσας Ελένης συντηρείτο με ετήσιο επίδομα από 1.500 δουκάτα. Αργότερα το επίδομα αυτό ελαττώθηκε και, στα τέλη του 15ου αιώνα, ανερχόταν σε 600 μόνο δουκάτα.

 

Η πληροφορία που δίνει ο Στραμβάλδι, ότι στο μοναστήρι αυτό είχαν καταλύσει οι δεκατρείς μοναχοί της Καντάρας όταν ήλθαν στην πρωτεύουσα όπου δικάστηκαν από τους Λατίνους και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο επιμένοντας στις ορθόδοξες απόψεις τους, δημιουργεί ερωτηματικά. Και τούτο, επειδή το γεγονός του μαρτυρίου των μοναχών συνέβη το 1231, δηλαδή πολύ πριν «ιδρυθεί» το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Ίσως οι μοναχοί είχαν καταλύσει στο (επίσης Ορθόδοξο) μοναστήρι της Παλλουριώτισσας. Εκτός βέβαια και αν το μοναστήρι υφίστατο πολύ πριν από την υποτιθέμενη ίδρυσή του από την Ελένη.

 

Και πράγματι, εκτός από την αναφορά του Στραμβάλδι, υπάρχουν και άλλα γεγονότα που τείνουν ν’ αποδείξουν ότι το μοναστήρι ήταν παλαιότερο των ημερών της Ελένης Παλαιολογίνας. Υπάρχει η πληροφορία για έναν ηγούμενο Γερμανόν, του μοναστηριού αυτού, που είχε συγκρουστεί περί το 1320 με τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Λευκωσίας Ιωάννη ντελ Κόντε με αποτέλεσμα να διωχθεί βάναυσα. Όμως στα 1322 ο πάπας Ιωάννης KB΄ είχε διατάξει την επαναφορά του ηγουμένου Γερμανού στο μοναστήρι του. Παράλληλα έστειλε επιστολή στον βασιλιά της Κύπρου Ερρίκο Β΄ (1285-1324), ζητώντας να θέσει υπό την προστασία του τόσο τον ηγούμενο Γερμανό όσο και το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων (G. Hill, A History of Cyprus, vol. Ill, pp. 1072-1073, όπου κι αναφορά στις πηγές).

 

Βυζαντινό Κτίσμα 

Έτσι πιθανότατα οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι το μοναστήρι είχε ιδρυθεί πολύ πιο πριν, μάλλον κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Αρχικά ως Μοναστήρι αλλά και ως στρατόπεδο φύλαξης των πολεμικών μηχανών των Βυζαντινών. Η ονομασία του, εξάλλου, φαίνεται να είναι βυζαντινής προελεύσεως: Μάγγανα ήταν η βυζαντινή ονομασία των πολεμικών μηχανών, (καταπέλτες) αλλά υπάρχει και η πληροφορία ότι παλάτι στην Κωνσταντινούπολη, που κτίστηκε τον 9ο αιώνα από τον Βασίλειο Μακεδόνα, ονομαζόταν επίσης Μάγγανα, επειδή κοντά του βρισκόταν αποθήκη πολεμικών μηχανών.

 

Το σημαντικότερο όμως στοιχείο, που συνδέει το μοναστήρι της Λευκωσίας με την Κωνσταντινούπολη, είναι ότι στην τελευταία υφίστατο μοναστήρι με την επωνυμία Μαγγάνων, επειδή βρισκόταν στην ίδια περιοχή με το ομώνυμο παλάτι. Το μοναστήρι της Κωνσταντινουπόλεως κτίστηκε επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου και υφίστατο μέχρι τον 15ο αιώνα, αποτελούσε δε ενδιαίτημα πολλών λογίων μοναχών και σε αυτό λειτουργούσε Σχολή Θεολογίας αλλά και Φιλοσοφίας. Είναι επίσης σημαντικό το ότι το μοναστήρι των Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη ήταν αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο, όπως ακριβώς και το μοναστήρι των Μαγγάνων στη Λευκωσία.

 

Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι το μοναστήρι κτίσθηκε κατά τα Βυζαντινά χρόνια κι ότι κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας περιήλθε σε μεγάλη παρακμή — ίσως εξαιτίας των διωγμών που υφίσταντο οι Ορθόδοξοι από τους Λατίνους — οπότε η Ελένη Παλαιολογίνα το ξανάκτισε και το επεξέτεινε, αναβιώνοντάς το με τη στέγαση σ’ αυτό φυγάδων από την Κωνσταντινούπολη.

 

Νομική Σχολή 

Σύμφωνα με τους χρονικογράφους της εποχής ο Αγιος Γεώργιος των Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη λειτουργούσε ως ένα μικρό πανεπιστήμιο. 

Παράλληλα με την ήδη υπάρχουσα σχολή, δημιουργήθηκε από τον Κωνσταντίνο Θ', και νομική σχολή, το «Διδασκαλείο των Νόμων» ή «Μουσείο Νομοθετικής». Δεν μπορεί να εννοηθεί ως τμήμα της ήδη υπάρχουσας σχολής, αλλά ως ξεχωριστό τμήμα εφόσον προβλεπόταν ξεχωριστός σχολάρχης. Έτσι, ως σχολάρχης της φιλοσοφικής, ορίσθηκε από τον Κωνσταντίνο Θ' ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1081 ή 1096), με τον τίτλο «Ύπατος των φιλοσόφων», ενώ κατά την ιδρυτική νεαρά, σχολάρχης της νομικής ορίζεται ο Ιωάννης Ξιφιλίνος (1005 ή 1008-1075), με τον τίτλο «Νομοφύλαξ» ή «Εξηγητής των Νόμων». «εξηγητήν και διδάσκαλον τοις νόμοις παρασχομένη Ιωάννην τον λογιώτατον ιλλούστριον, κριτήν επί του ιπποδρόμου και εξάκτωρα, τον Ξιφιλίνον επικλήν, ος ουκ αφανώς ουδ' ασήμως ουδ' αμυδρώς επεδείξατο την εαυτού πολυμάθειαν, αλλά δημοσία και φανερώς εν αυταίς ταις των πραγμάτων πείραις εξέλαμψεν, ομοίως μεν ταις της λογιότητος, ομοίως δε και ταις της των νόμων ειδήσεως τέχναις κεκοσμημένος, και μηδέν προτιμότερον μηδέποτε θέμενος των ημετέρων κκελέυσεων49». Μετά την τελευτή του προστάτης τους αυτοκράτορα, Ξιφιλίνος και Ψελλός, κατηγορήθηκαν ως αιρετικοί και έλαβαν την άγουσαν προς κάποιο μοναστήρι του Ολύμπου της Βιθυνίας. Τον Μιχαήλ Ψελλό διαδέχθηκε στην θέση του «Ύπατου των φιλοσόφων» ο Ιωάννης Ιταλός. Ανακλήθηκαν αμφότεροι με την άνοδο στον θρόνο του Κωνσταντίνου Ι' Δούκα (1059-1067), μαθητή του Ψελλού. Ο Ξιφιλίνος τότε ανέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο ως Ιωάννης Η'.
       Η νομική σχολή στεγάστηκε στον χώρο της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων. «έσται γαρ από της παρούσης μετά της εξ ουρανού βοηθείας και συνεργείας ανειμένον μεν τοις νόμοις εις παιδευτήριον το κάλλιστον σχεδόν και τερπνότατον οίκημα του ευαγούς ημών οίκου, ον επί κρείττοσιν ελπίσι κατασκευάσαντες, θεώ των πάντων ημίν των αγαθών δοτήρι καθιερώσαμεν, και των εν μάρτυσιν περιώνυμον, τον και κλήσει και πράγματι τροπαιοφόρον Γεώργιον οιωνεί τινα μέγαν οικοδεσπότην αυτή και οικιστήν τε και φύλακα λαμπρώς επεστήσαμεν, ω και τον εκείσε θείον ναόν ου της μαρτυρικής χωρίς (οίμαι) συνευδοκίας άμα και αντιλήψεως εκ καινής ανηγείραμεν και εις ιερόν φροντιστήριον τον οίκον κατασκευάσαμεν». Φαίνεται δηλ. ότι ο χώρος ανακαινίσθηκε, για να στεγάσει την σχολή. Παράλληλα η νεαρά επαγγέλεται και την ίδρυση νομικής βιβλιοθήκης: «τούτο δ', ότι φυλάξει και τας βίβλους των νόμων, ας εκ της εκείσε βιβλιοθήκης παρά του ευλαβεστάτου βιβλιοφύλακος εις ελευθέραν λήψεται χρήσιν και προς το δοκούν αυτώ μεταχειριείται, δηλ. τας χρειωδεστέρας και προς την διδασκαλίαν των νόμων χρησιμοτέρας˙». Από το απόσπασμα αυτό δεν συνάγεται, ότι ο «νομοφύλαξ» ήταν και ο «βιβλιοφύλαξ».

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image