Παραδοσιακό νόστιμο κυπριακό έδεσμα, ιδιαίτερα δημοφιλές σε πανηγύρια και άλλες γιορτές. Πρόκειται για τηγανίτες από χυλό, που ψήνονται σε καυτό λάδι. Ο τρόπος παρασκευής τους είναι ο εξής:
Με αλεύρι σχηματίζεται ο χυλός αφού αναμειχθεί με ελαφρά βρασμένο γάλα. Προστίθεται λίγο αλάτι και, κατά προτίμηση, λίγη μαγιά μπίρας. Ο κατασκευαστής παίρνει με το χέρι του ποσότητα χυλού που την πιέζει στην παλάμη του۬ τότε βγαίνει από το επάνω μέρος της κλειστής σαν γροθιά παλάμης μια μικρή «μπαλίτσα» χυλού. Την «μπαλίτσα» αυτή την «κόβει» με ένα κουταλάκι και τη ρίχνει σε καυτό λάδι που βράζει σε φωτιά. Πιέζοντας λίγο ακόμη, παρουσιάζεται άλλη «μπαλίτσα» και άλλη. Έτσι, παίρνοντας συνεχώς χυλό με το ένα χέρι και «κόβοντάς» τον σε «μπαλίτσες», τηγανίζει όσους λοκμάδες επιθυμεί.
Αφού τηγανιστούν 1-2 λεπτά και ροδίσουν από παντού, αφαιρούνται με τρυπητό και αφήνονται να στραγγίσουν. Στη συνέχεια ρίχνονται σε ένα δοχείο με σιρόπι (=διάλυση από μέλι, ζάχαρη και νερό που βράζεται σε σιγανή φωτιά). Αμέσως μετά τοποθετούνται σε πιάτο και σερβίρονται ζεστοί αφού πασπαλιστούν και με κανέλα σκόνη.
Παλαιότερα υπήρχαν στην Κύπρο αρκετοί κατασκευαστές λοκμάδων, που ονομάζονται λοκματζ'ήδες ή και λοκκουματζ'ήδες, οι οποίοι περιέρχονταν με τα σύνεργά τους ολόκληρη την Κύπρο για να κατασκευάζουν και πωλούν το νόστιμο αυτό παρασκεύασμα σε πανηγύρια και άλλες εκδηλώσεις όπως οι γιορτές του Κατακλυσμού.
Βλέπε λήμμα: Κυριλλής Κυριάκος
Αυτοί μετέφεραν μαζί τους και τραπεζάκια και καρέκλες για τους πελάτες, που τα τοποθετούσαν κάτω από τέντα ή καλύβη που οι ίδιοι κατασκεύαζαν. Σήμερα υπάρχουν ακόμη μερικοί τέτοιοι κατασκευαστές λοκμάδων που εξακολουθούν να εμφανίζονται σποραδικά σε πανηγύρια και γιορτές. Πάντοτε είχαν καλή πελατεία γιατί οι λοκμάδες είναι εύγευστο και δημοφιλές παρασκεύασμα, που το έκαναν πολλές φορές και οι οικοκυρές στα σπίτια τους, ιδιαίτερα με την ευκαιρία κάποιας συγκέντρωσης.
Στα πανηγύρια οι λοκμάδες παρασκευάζονταν και προσφέρονταν συνήθως μαζί με ένα άλλο είδος τηγανίτας, το σ'ιάμισ'ιη, γι’ αυτό και οι λοκκουματζ'ήδες λέγονταν και σ'ιαμισ'ιάρηδες.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια