Αγωνιστής, νομικός και πολιτευτής, μεγαλύτερος αδελφός του αγωνιστή Σωκράτη Λοϊζίδη* και του Λοΐζου Λοϊζίδη* που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Οκτωβρίου του 1931.
Ο Σάββας Λοϊζίδης γεννήθηκε στο χωριό Κάτω Δίκωμο της επαρχίας Κερύνειας το 1903 και πέθανε στην Αθήνα το 1982. Μετά την αποφοίτησή του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο πήγε στην Αθήνα όπου και σπούδασε νομικά στο εκεί Πανεπιστήμιο. Συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία όπου και πήρε τον τίτλο του διδάκτορος του Δικαίου από το Πανεπιστήμιο Γοττίγης. Το 1926, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επέστρεψε στην Κύπρο όπου κι άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου. Παράλληλα άρχισε ν' αναμειγνύεται ενεργά στα πολιτικά πράγματα του νησιού, αναπτύσσοντας αξιόλογη εθνική δραστηριότητα και υπηρετώντας το ιδανικό της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, υπήρξε ηγετικό στέλεχος της Ε.Ρ.Ε.Κ. (= Εθνική* Ριζοσπαστική Ένωσις Κύπρου). Αμέσως μετά την εξέγερση του Οκτωβρίου του 1931 (βλέπε λήμμα Οκτωβριανά), ο Σάββας Λοϊζίδης αναζητήθηκε από τους Άγγλους στο σπίτι του στην Κερύνεια, όπου συνελήφθη κι εκτελέστηκε ο νεότερος αδελφός του Λοΐζος. Ο ίδιος συνελήφθη κοντά στη Λευκωσία στις 26 του Οκτωβρίου και μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές. Λίγες μέρες αργότερα εξορίστηκε από την αποικιακή κυβέρνηση του νησιού, μαζί με τους επισκόπους Κιτίου Νικόδημο και Κυρηνείας Μακάριο και άλλους ηγετικούς πολιτικούς παράγοντες του νησιού. Οι Κύπριοι εξόριστοι μεταφέρθηκαν στην Αγγλία. Απ' εκεί ο Σάββας Λοϊζίδης μπόρεσε να διαφύγει και να καταλήξει στην Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε.
Στην Αθήνα ο Σάββας Λοϊζίδης ίδρυσε δικηγορικό γραφείο και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Παράλληλα ανέπτυξε και στην ελληνική πρωτεύουσα πλούσια δραστηριότητα για το Κυπριακό ζήτημα, συνεργαζόμενος τόσο με συνεξόριστούς του όπως ο επίσκοπος Κυρηνείας Μακάριος (ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β'*) όσο και με άλλους παράγοντες. Υπήρξε από τους οργανωτές του Γραφείου Εθναρχίας Κύπρου στην Αθήνα και εργάστηκε σκληρά στον τομέα της διαφωτίσεως και της διεθνούς προβολής του Κυπριακού. Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής υπερασπίστηκε εκατοντάδες Έλληνες πατριώτες στα δικαστήρια, πολλούς από τους οποίους κατόρθωσε να σώσει από βέβαιο θάνατο (βοηθούμενος και από το γεγονός ότι ήταν διδάκτωρ Νομικής γερμανικού Πανεπιστημίου).
Μετά το τέλος του πολέμου ήρθησαν τα διατάγματα εξορίας του 1931 και ο Σάββας Λοϊζίδης μπόρεσε να επιστρέψει στην Κύπρο το τέλος του 1946. Σύντομα όμως αναχώρησε και πάλι, αποφασίζοντας να παραμείνει μόνιμα εγκατεστημένος στην Αθήνα, όπου συνέχισε να διευθύνει το εκεί Γραφείο Εθναρχίας Κύπρου και να αναπτύσσει και άλλες περί το Κυπριακό δραστηριότητες. Το 1950 αφού στην Κύπρο διεξήχθη το ενωτικό δημοψήφισμα*, ο Σάββας Λοϊζίδης απετέλεσε μέλος της υπό τον επίσκοπο Κυρηνείας Κυπριανό *εθνικής πρεσβείας που είχε αναλάβει την επίδοση των τόμων του δημοψηφίσματος στις κυβερνήσεις Ελλάδος και Αγγλίας και στα Ηνωμένα Έθνη. Στην πρεσβεία μετείχε και ο πολιτευτής Νικόλαος Λανίτης*.
Στο μεταξύ το 1951 ο Σάββας Λοϊζίδης εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων, με τον συνδυασμό του δημάρχου Κ. Κοτζιά, υπηρετώντας μέχρι το 1955. Παράλληλα συνέχισε να εργάζεται για το Κυπριακό, αφενός προς την πολιτική κατεύθυνση της προωθήσεώς του για συζήτηση στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, αφετέρου δε προς την κατεύθυνση προπαρασκευής ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στο νησί. Σ' ό,τι αφορά τον ένοπλο αγώνα, ο Σάββας Λοϊζίδης υπήρξε από τους πρωτεργάτες της προπαρασκευής του, συνεργαζόμενος στενά και μυστικά τόσο με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ' όσο και με τον συνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα* τον οποίο γνώρισε κι επιστράτευσε τον Μάιο του 1951. Ο Σάββας Λοϊζίδης, μαζί με τον αδελφό του Σωκράτη, ήσαν εκείνοι που υπέβαλαν επίσημα για πρώτη φορά στον Γρίβα την πρόταση ν' αναλάβει την στρατιωτική αρχηγία του αγώνα, που είχε αποφασιστεί από μυστική επιτροπή η οποία λειτουργούσε ήδη στην ελληνική πρωτεύουσα. Η επιτροπή είχε, μεταξύ άλλων, και την ευθύνη εξεύρεσης, συγκέντρωσης και αποστολής οπλισμού στην Κύπρο. Όταν δε τον Ιανουάριο του 1955 ανεκαλύφθη από τους Άγγλους στην Κύπρο το πλοιάριο «Άγιος Γεώργιος» μεταφέροντας οπλισμό, μεταξύ εκείνων που συνελήφθησαν ήταν και ο αδελφός του Σάββα Λοϊζίδη, Σωκράτης.
Τον Φεβρουάριο του 1956 εξελέγη βουλευτής Αθηνών με το ψηφοδέλτιο του υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή κόμματος της Ε.Ρ.Ε. (= Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις). Διατήρησε δε τη βουλευτική του έδρα μέχρι το 1958 και μετέσχε ως μέλος των ελληνικών κοινοβουλευτικών αποστολών στο Συμβούλιο της Ευρώπης το 1956 και το 1957.
Στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, στη Νέα Υόρκη, ο Σάββας Λοϊζίδης εργάστηκε σκληρά για το Κυπριακό ζήτημα ως μέλος των υπό τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ' κυπριακών αποστολών του 1951, 1953 και 1954. Υπήρξε επίσης μέλος των ελληνικών αποστολών στον Ο.Η.Ε. το 1956, 1957 και 1958, οπότε είχε τεθεί και πάλι προς συζήτηση το Κυπριακό ζήτημα, με βασικό αίτημα την παραχώρηση του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως στον κυπριακό λαό.
Τόσο στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών όσο και στην Αθήνα και αλλού, ο Σάββας Λοϊζίδης ανέπτυξε και έντονες παρασκηνιακές δραστηριότητες και είχε πάρα πολλές επαφές με Έλληνες και ξένους πολιτικούς παράγοντες απ' όλο σχεδόν τον κόσμο, με επίκεντρο συζητήσεων πάντοτε το Κυπριακό. Το 1959 διαφώνησε προς τη λύση που είχε δοθεί στο Κυπριακό ζήτημα με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Έκτοτε, και μέχρι τον θάνατό του, περιορίστηκε στην άσκηση των δικηγορικών του καθηκόντων στην Αθήνα και απέφυγε οποιαδήποτε δημόσια ανάμειξή του στις περαιτέρω κυπριακές εξελίξεις. Από το 1968 μέχρι το τέλος της ζωής του διετέλεσε γενικός γραμματέας του γνωστού Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» των Αθηνών.
Μετά το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., το 1959, τόσο ο Σάββας Λοϊζίδης όσο και ο αδελφός του Σωκράτης παρασημοφορήθηκαν για τη δράση τους, από τον βασιλιά Παύλο, με το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος.
Ο Σάββας Λοϊζίδης έγραψε και δημοσίευσε εκατοντάδες άρθρα κι εκφώνησε πάρα πολλούς λόγους με θέμα το Κυπριακό ζήτημα. Εξέδωσε δε δυο μελέτες του, νομικού περιεχομένου, καθώς και τρία βιβλία περί την Κύπρο:
1. Ἡ Διεθνής Κίνησις πρός μεταρρύθμισηιντοῦ Ποινικοῦ Δικαίου καί τό σχέδιον τοῦ Ἑλληνικοῦ Ποινικοῦ Κώδικος (Αθήνα, 1933).
2. Ἡ Κίνησις πρός μεταρρύθμισιν τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος ἐν Γερμανίᾳ (Αθήνα, 1935).
3. Ἡ Κύπρος μεγάλη ἰδέα τοῦ Ἑλληνισμοῦ σήμερον (Αθήνα, 1938).
4. Διά τήν Ἱστορίαν τοῦ Κυπριακοῦ (Αθήνα, 1973).
5. Ἄτυχη Κύπρος. Πῶς ἔζησα τούς πόθους καί τούς καημούς της. 1910-1980 (Αθήνα, 1980). Το τελευταίο αυτό βιβλίο του είναι, εν μέρει, αυτοβιογραφία.