Ουαλικής καταγωγής Βρετανός πολιτικός. Γεννήθηκε το 1863 και πέθανε το 1945. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Αγγλίας σαν βουλευτής του Φιλελευθέρου κόμματος από το 1890 και αργότερα σαν υπουργός Οικονομικών (1908-1915), υπουργός Ανεφοδιασμού κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο (1915-1916), υπουργός Στρατιωτικών (Ιούλιος -Δεκέμβριος 1916) και σαν πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συνασπισμού (1916-1922). Πήρε μέρος και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι το 1919 σαν ένας από τους τέσσερις «μεγάλους», μαζί με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Γουίλσον, τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Κλεμανσώ και τον πρωθυπουργό της Ιταλίας Ορλάντο.
Με την Ελλάδα και την Κύπρο συνδέθηκε ως υπουργός Οικονομικών το 1912 και ως πρωθυπουργός το 1919-22, αλλά και λόγω των φιλελληνικών του αισθημάτων, με τις ζυμώσεις που αφορούσαν προτάσεις και διαβήματα για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα.
Τον Δεκέμβριο του 1912 ή τον Ιανουάριο του 1913 ο Λλόυντ Τζωρτζ, που ήταν τότε υπουργός Οικονομικών και ο υπουργός Ναυτικών Ουίνστον Τσέρτσιλ* έκαμαν μιαν ανεπίσημη προσφορά στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο*, ο οποίος βρισκόταν στο Λονδίνο για τις εργασίες της βαλκανικής συνδιάσκεψης για την υπογραφή ειρήνης μετά τον Α' Βαλκανικό πόλεμο. Οι δυο Άγγλοι πολιτικοί, ύστερα από εξουσιοδότηση του Άγγλου πρωθυπουργού Άσκουιθ, αλλά χωρίς την ενημέρωση του υπουργού Εξωτερικών Edward Grey, ο οποίος προήδρευε τότε άλλης συνδιάσκεψης των μεγάλων δυνάμεων στο Λονδίνο, πρότειναν στον Βενιζέλο να παραχωρήσει σε περίπτωση πολέμου η Ελλάδα στην Αγγλία το λιμάνι του Αργοστολίου στην Κεφαλληνία, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κύπρου από την Αγγλία στην Ελλάδα. Ο Βενιζέλος, ο οποίος διέκειτο φιλικά προς την Αγγλία και την Αντάντ, δέχτηκε την προσφορά, αφού, όπως είπε, σε περίπτωση πολέμου, αν ήταν πρωθυπουργός, θα έτασσε την Ελλάδα στο πλευρό της Μ. Βρετανίας. Ζήτησε μόνο η συμφωνία να γίνει από τότε, που υπήρχε ειρήνη, με τον όρο να διατηρήσει η Ελλάδα τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην πόλη του Αργοστολίου και σε καιρό ειρήνης στη χρήση του λιμανιού.
Οι δυο Άγγλοι πολιτικοί θεώρησαν την απάντηση του Βενιζέλου ικανοποιητική και είπαν ότι μόλις ο υπουργός Εξωτερικών EdwardGrey θα ολοκλήρωνε τις εργασίες της συνδιάσκεψης των μεγάλων δυνάμεων, θα προχωρούσε στη διατύπωση της συμφωνίας. Δυστυχώς όμως ο Grey δεν προώθησε το θέμα, είτε επειδή σε λίγο κηρύχθηκε ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος, είτε επειδή δεν υιοθέτησε τη θέση εκείνων που πίστευαν ότι η Αγγλία χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή μια ναυτική βάση στην περιοχή των Επτανήσων για την προστασία των συμφερόντων τόσο των δικών της όσο και της Αντάντ στη Βαλκανική χερσόνησο, που δεν φαίνονταν ότι κινδύνευαν άμεσα.
Μετά την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου έγινε μια ακόμη προσφορά της Κύπρου στην Ελλάδα εκ μέρους της Αγγλίας με τον όρο να βοηθήσει η Ελλάδα τη Σερβία, που είχε υποστεί επίθεση από την Αυστροουγγαρία. Η κυβέρνηση Ζαΐμη δεν αποδέχθηκε τη μοναδική εκείνη προσφορά (βλέπε λήμμα Κλώσον Ε. Τζων).
Τον Δεκέμβριο του 1918 μια ευρεία κυπριακή αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο* ξεκίνησε για το Λονδίνο, μέσω Παρισιού, όπου συναντήθηκε με τον Βενιζέλο, για να ζητήσει από την Αγγλία την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Στο Παρίσι ο Βενιζέλος εξέφρασε την πεποίθησή του ότι πολύ σύντομα το Κυπριακό ζήτημα θα εύρισκε τη λύση του και ότι οι Κύπριοι αντιπρόσωποι θα επέστρεφαν στην Κύπρο ελεύθεροι, και ευχήθηκε καλή αντάμωση στο ελληνικό κοινοβούλιο. Όπως εξήγησε στην κυπριακή αντιπροσωπεία λίγο αργότερα στο Λονδίνο ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στο Λονδίνο σερ Τζων Σταυρίδης, η αισιοδοξία του Βενιζέλου εξηγείτο από δηλώσεις του πρωθυπουργού της Αγγλίας Λλόυντ Τζωρτζ προς τον Βενιζέλο, ότι ήθελε να συνδέσει το όνομά του με την Κύπρο, όπως και ο Γλάδστων είχε συνδέσει το δικό του όνομα με τα Επτάνησα και ότι η εκχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα ήταν ζήτημα δικαιοσύνης αλλά και ζήτημα ηθικής.
Για μιαν ακόμη όμως φορά η ιδέα της παραχώρησης της Κύπρου και η σχετική μ' αυτήν επιθυμία του Λλόυντ Τζωρτζ δεν πραγματοποιήθηκε. Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν ότι στην κυβέρνηση συνασπισμού του Λλόυντ Τζωρτζ οι Συντηρητικοί, που έπαιζαν σοβαρό ρόλο, δεν επιθυμούσαν την παραχώρηση της Κύπρου, γιατί φοβούνταν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να βλάψει τα αυτοκρατορικά συμφέροντα της Βρετανίας. Ένας δεύτερος λόγος ήταν ότι και η στρατιωτική και η ναυτική ηγεσία της Αγγλίας είχαν παρόμοιες απόψεις, ο δε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών λόρδος Κέρζον είχε υποβάλει και σχετικό υπόμνημα υποστηρίζοντας τη διατήρηση της Κύπρου. Γι’ αυτούς τους λόγους η κυπριακή αντιπροσωπεία επέστρεψε στην Κύπρο άπρακτη και απογοητευμένη. (Για το έργο της κυπριακής αντιπροσωπείας στην Αγγλία βλέπε στο λήμμα Κέρζον λόρδος, όπου και σχετική βιβλιογραφία).