ΑΠΠΙΔΑΚΙ
Τα βουνά γύρω κοιμούνται μα εγώ αγρυπνώ
νυχτερίδες φτεροπετούν στα μελανιασμένα χαλάσματα των αδύτων.
Ας ήταν να μούδινες ένα μόριο της νιρβάνας σου
Αππιδάκι βουνό μου
προτού κυλήσει ο βράχος της αξύπνητης νύχτας
στα μαραμένα πέταλα των βλεφάρων μου.
Κι όταν ξανάρθει η αυγή
όταν ροδίσει μαργαριτάρι και μάλαμα στα μάγουλα των παρθένων
κι όταν ηχήσουν τα σήμαντρα κι αχολογήσουνε οι ψαλμοί της ευδίας
α τότε το χέρι της αγάπης
θα χαϊδέψει τη σκορπισμένη κόμη των Αβεσσαλώμ
στους δρυμούς των δέκα Ωκεανών και των πέντε Ηπείρων.
Βοήθα Χριστέ μου να λαμπυρίσει το ζαφείρι του γέλιου
στους μαύρους, τους καστανούς,
τους γαλάζιους αστερισμούς των παιδιών.
Μα ως τότε... καληνύχτα Μαλλουδιάτη, καληνύχτα Ρωμινέ,
καληνύχτα Αππιδάκι αγάπη μου.
ΞΑΝΘΟΣ ΛΥΣΙΩΤΗΣ
(Από τη συλλογή Αππιδάκι Βουνό μου, 1984)
ΓΛΥΚΟΣ ΑΧΟΣ IX
Ἄχ τι ὀμορφάδα ἁπλώνεται πά στήν πικρή μορφή σου,
Πατρίδα μου πού ἐστράγγιξες τό λυγμικό κροντήρι,
πράσινο κρίνο στό γιαλό, λαλιά πουλιοῦ στά οὐράνια,
λαρυγγισμέ αἱματόβρεχτε τοῦ δεκαπενταυγούστου.
Ἄ φέρτε τό σουραύλι μου, ποθῶ νά τραγουδήσω
τῆς νύχτας σου τό μάλαμα τό γέλιο τῆς αὐγής σου
καί μέσα στούς ἰριδισμούς τοῦ ἀστραφτεροῦ κορμιοῦ σου
θέ ν’ ἀγναντέψω ἀγάπη μου τό φῶς τοῦ ἀπάνω κόσμου.
ΞΑΝΘΟΣ ΛΥΣΙΩΤΗΣ
(Από τη συλλογή Δεκαπεντασύλλαβοι τοῦ Δεκαπενταυγούστου, 1984)