Λυθροδόντας- Lythrodontas. Xωριό της επαρχίας Λευκωσίας, περί τα 31 χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας Λευκωσίας.
Ο Λυθροδόντας είναι κτισμένος σε μέσο υψόμετρο 420 μέτρων με τα νότιά του σύνορα να αποτελούν μέρος των διοικητικών ορίων των επαρχιών Λευκωσίας-Λάρνακας. Η περιοχή του χωριού χαρακτηρίζεται από ψηλές βουνοκορφές που το ύψος τους σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνά τα 700 μέτρα. Η ψηλότερη από αυτές είναι η κορφή Οξύς, ύψους 737 μέτρων, που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του οικισμού. Το τοπίο του χωριού είναι διαμελισμένο από το ποτάμιο δίκτυο του ποταμού Γιαλιά και του Συρκάτη, παραπόταμου του ποταμού Πεντάσχοινου.
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν τα πυριγενή πετρώματα, κυρίως οι λάβες, οι διαβάσες και οι γάββροι. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν φαιοχώματα και πυριτιούχα εδάφη.
Ο Λυθροδόντας δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 490 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή του καλλιεργούνται οι ελιές, τα εσπεριδοειδή, τα αμπέλια οινοποιησίμων ποικιλιών, διάφορα φρουτόδεντρα (αχλαδιές, συκιές, μηλιές, ροδακινιές, χρυσομηλιές και δαμασκηνιές), οι αμυγδαλιές, οι καρυδιές, τα σιτηρά (κυρίως κριθάρι), τα όσπρια (λουβιά, φακές και κουκκιά), τα νομευτικά φυτά (κυρίως φαρράς και βίκος) και τα λαχανικά (πατάτες, τομάτες, αγγουράκια, καρπούζια, πεπόνια, φασολάκια, μπάμιες και πιζέλια). Η κυριότερη ωστόσο καλλιέργεια του χωριού είναι η ελαιοκαλλιέργεια. Οι ελιές προορίζονται κυρίως για ελαιοποίηση. Υπάρχουν επίσης αρκετές ακαλλιέργητες εκτάσεις που καταλαμβάνονται από άγρια φυσική βλάστηση, κυρίως πεύκα, μαζιές, θυμαριές, ξισταρκές και σπαλαθκιές.
Η ανόρυξη γεωτρήσεων στην περιοχή του χωριού και η άρδευση από τα γειτονικά φράγματα, συνέβαλαν στην επέκταση των αρδευόμενων εκτάσεων.
Βλέπε Βίντεο Αγρότες στο Λυθροδόντα 1950)
Σχετικά ανεπτυγμένη είναι και η κτηνοτροφία του χωριού.
Εξάλλου στον Λυθροδόντα αναπτύχθηκε η ραπτική γυναικείων ενδυμάτων και η κεντητική.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, ο Λυθροδόντας συνδέεται στα βόρεια με το χωριό Καταλιόντας (περί τα 5 χμ.), στα νότια με το χωριό Πάνω Λεύκαρα της επαρχίας Λάρνακας (περί τα 12 χμ.), στα βορειοανατολικά με το χωριό Μαθιάτης (περί τα 4,5 χμ.), στα δυτικά με το μοναστήρι του Μαχαιρά (περί τα 12 χμ.), και στα νοτιοδυτικά με το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία (περί τα 5,5 χμ.) που βρίσκεται μέσα στα διοικητικά του όρια.
Ο Λυθροδόντας γνώρισε αξιόλογη πληθυσμιακή ανάπτυξη από το 1881 μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 684 |
1891 | 723 |
1901 | 723 |
1911 | 860 |
1921 | 905 |
1931 | 651 |
1946 | 1.300 |
1960 | 1.448 |
1973 | 1.535 |
1976 | 1.785 |
1982 | 1.870 |
1992 | 2.015 |
2001 | 2.062 (συμπεριλαμβάνονται οι μοναχοί της Μονής Προφήτη Ηλία) |
2011 | 3.043 |
2021 | 3124 |
Ιστορικά στοιχεία
Το χωριό υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια και αποτελούσε φέουδο κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας, δεν γνωρίζουμε όμως σε ποια οικογένεια ευγενών ανήκε. Βρίσκεται πάντως σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Litrodondi.
Ο ιστορικός Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας) μνημονεύει τον Λυθροδόντα ως φέουδο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, γράφοντας την ονομασία, σε δύο περιπτώσεις, ως Litrodonda και Lithrodonda, σε άλλο δε χειρόγραφο ως Lithrodonato. Αναφερόμενος στην αναδιανομή των φέουδων στην οποία προέβη ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β΄ μετά την άνοδό του στο θρόνο το 1460, ο Φλώριος σημειώνει παραχώρηση του φέουδου του Λυθροδόντα σε δύο διαφορετικά άτομα: σε κάποιο αξιωματούχο Βιτσιγκουέρρα Μορεσίν και στον Πέτρο Βουστρώνιο. Ο δεύτερος, της γνωστής οικογένειας των Βουστρωνίων, είχε πάρει τότε στην κατοχή του και άλλα δύο χωριά, τη Μύρτου και τον Άγιο Ηλία Καρπασίας. Η αναφορά σε απόδοση του Λυθροδόντα σε δύο άτομα πιθανότατα σημαίνει παραχώρησή του με το καθεστώς του duario (=συνιδιοκτησίας).
Θεωρείται ότι η ονομασία του χωριού προήλθε από τον πρώτο οικιστή του, που ονομαζόταν Ερυθροδόντας (=ο έχων ερυθρά δόντια), πράγμα που σημαίνει ότι η ίδρυσή του τοποθετείται στα Βυζαντινά χρόνια. Πάντως στην περιοχή του χωριού υπάρχουν και αρχαία κατάλοιπα (μεταξύ αυτών και κατάλοιπα των Ελληνιστικών χρόνων) που αποδεικνύουν ότι η περιοχή εκατοικείτο από την Αρχαιότητα.
Οι εκκλησίες του χωριού είναι αφιερωμένες στον αρχάγγελο Μιχαήλ, στον άγιο Γεώργιο, στον άγιο Θεράποντα και στην Παναγία. Κοντά στο χωριό υπάρχει το εγκαταλελειμμένο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, ιδιοκτησία του μοναστηριού του Μαχαιρά (για το μοναστήρι αυτό βλέπε στο λήμμα Ηλία Προφήτη μοναστήρια). Επίσης, σε τοποθεσία περί τα 8 χμ. νότια του Λυθροδόντα υφίστατο παλαιός οικισμός με την ονομασία Κυπροβάσα, που δεν υπάρχει πια.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αρκετοί κάτοικοι του Λυθροδόντα έγιναν λινοβάμβακοι (=κρυπτοχριστιανοί), αργότερα όμως έγιναν ομαδικά και φανερά Χριστιανοί. Κατά τον Νέαρχο Κληρίδη τούτο έγινε όταν ένα Πάσχα που είχαν πάει στις εκκλησίες, οι άλλοι κάτοικοι δεν τους είχαν επιτρέψει να παρακολουθήσουν τη λειτουργία, με αποτέλεσμα την επομένη να μεταβούν όλοι στην Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία και να βαπτισθούν.
Αναφέρεται ότι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας πολλοί κάτοικοι του Λυθροδόντα απέκτησαν κτηματική περιουσία στα Λατσιά, κοντά στη Λευκωσία, όπου τελικά κατοίκησαν ιδρύοντας και μεγάλες φυτείες από ελιές
Βλέπε λήμμα: Λατσιά
Κατά τον Ιερώνυμο Περιστιάνη, πριν από την ίδρυση κοινοτικού σχολείου, από το 1858 ως το 1870 δίδασκε τα «κοινά γράμματα» στο σπίτι του, ο παπά Χριστόδουλος, τον οποίο διαδέχθηκε ο Πρωτοπαπάς που δίδαξε από το 1870 ως το 1872. Το 1872 κτίσθηκε μεγάλη αίθουσα με δαπάνη του Μελέτιου Χατζή Αντώνη, εφημέριου των πατριαρχείων στην Κωνσταντινούπολη. Πρώτος που δίδαξε στο κοινοτικό σχολείο, ως το 1876, ήταν ο Μιχαήλ Καλλονάς από τα Καμπιά, που σπούδασε στην Κέρκυρα. Αυτός, εκτός από τα «κοινά», δίδασκε και μαθήματα της αλληλοδιδακτικής μεθόδου, όπως ανάγνωση από αναγνωστικά, γραφή, αριθμητική και γεωγραφία. Οι γονείς επέμεναν ωστόσο όπως συνεχισθούν και τα «κοινά» για να μπορούν τα παιδιά τους να διαβάζουν στην εκκλησία και να κανοναρχούν. Τον Μιχαήλ Καλλονά διαδέχθηκε ο Αλκιβιάδης Σκουρλάς από τη Στρωμνίτσα ή την Κεφαλληνία, που δίδασκε την αλληλοδιδακτική μέθοδο ως το 1880, όταν φιλονίκησε με κάποιο χωριανό και τον πλήγωσε με μαχαίρι με αποτέλεσμα να καταδικασθεί σε τριών μηνών φυλάκιση. Μετά την έκτιση της ποινής του εγκατέλειψε το διδασκαλικό επάγγελμα και έγινε δασοφύλακας στο Δασονομικό Τμήμα.
Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός ( Ἱστορία Χρονολογική.... 1788, σ. 352), γράφει ότι στον Λυθροδόντα είχαν ασκητεύσει πέντε συνολικά από τους Αλαμάνους* αγίους της Κύπρου, σε ακαθόριστο χρόνο. Οι Ιωσήφ, Θέλθας, Ιωάννης, Φράσης και Ευτύχιος.
Ο Αθ. Σακελλάριος (Τά Κυπριακά, τ. Α΄, 1890, σ. 218) αναφέρει ότι ...ἡ κώμη Λιθροδόντας ἔχουσα 690 κατοίκους, ὡραίας ἐλαίας καί ἀμπέλους καί δημοτικόν ἑλληνικόν σχολεῖον ἱδρυθέν καί συντηρούμενον ὑπό τοῦ ἱερομονάχου Μελετίου...
Ο Λυθροδόντας υπήρξε κεφαλοχώρι της περιοχής και από τις αρχές του 20ού αιώνα διέθετε ιατρικές και κτηνιατρικές υπηρεσίες, σταθμό δασονομείου, αστυνομικό σταθμό, σφαγείο κλπ.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια