Μεταλλείο που βρίσκεται περίπου 5 χμ. ανατολικά της Πόλης της Χρυσοχούς, στην επαρχία Πάφου. Το μεταλλείο της Λίμνης, όπως και όλα τα άλλα μεταλλεία χαλκού της Κύπρου, έτυχε εκτεταμένης εκμετάλλευσης κατά την Αρχαιότητα (βλέπε λήμμα χαλκός). Οι εκτεταμένες εκσκαφές, τόσον επιφανειακές όσο και υπόγειες, που υπήρχαν στην περιοχή του μεταλλείου πριν αρχίσει η σύγχρονη εκμετάλλευση του στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και οι σωροί σκουριάς που είναι διάσπαρτοι στη γύρω περιοχή μέχρι και την Πόλη της Χρυσοχούς, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της εντατικής εκμετάλλευσης της οποίας έτυχε κατά την Αρχαιότητα. Λόγω ακριβώς των εκτεταμένων επιφανειακών εκσκαφών (είδος αποκάλυψης), σχηματίσθηκε μικρή λίμνη πάνω από το χαλκούχο κοίτασμα, εξ ου και το όνομα της περιοχής Λίμνη.
Παρόλον ότι δεν είναι επακριβώς γνωστό το πότε άρχισε η εκμετάλλευση του χαλκού από το μεταλλείο της Λίμνης, από αρχαιολογικά δεδομένα συνάγεται ότι άρχισε περίπου κατά την ίδια περίοδο που άρχισε η εκμετάλλευση των άλλων χαλκούχων κοιτασμάτων του νησιού, δηλαδή την 3η χιλιετηρίδα π.Χ. Η συστηματική όμως εκμετάλλευσή του και η εξόρυξη μεγάλων ποσοτήτων χαλκούχου μεταλλεύματος γίνεται αργότερα, μέχρι τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ραδιοχρονολόγησης διαφόρων ξύλινων αντικειμένων που βρέθηκαν στις υπόγειες στοές και υπολειμμάτων ξυλάνθρακα που βρίσκεται στους σωρούς της σκουριάς χαλκού, το μεταλλείο βρισκόταν υπό εκμετάλλευση μεταξύ του 275 και του 475 μ.Χ. (Zwicker, 1986).
Στους νεότερους χρόνους, η περιοχή της Λίμνης λόγω των εκτεταμένων εργασιών κατά την Αρχαιότητα και της πολύχρωμης και έντονης οξείδωσης που κάλυπτε το κοίτασμα, ήταν η πρώτη που τράβηξε το ενδιαφέρον των μεταλλευτικών εταιρειών. Οι μεταλλευτικές έρευνες στην περιοχή άρχισαν το 1882 και συνεχίστηκαν σχεδόν χωρίς διακοπή μέχρι τη δεκαετία του 1920. Η πρώτη όμως παραγωγή και εξαγωγή χαλκούχου μεταλλεύματος έγινε το 1937 και συνεχίσθηκε σε μικρή κλίμακα μέχρι το 1955. Μετά το 1955 αρχίζει η μεγάλης κλίμακας εκμετάλλευση του κοιτάσματος με τη μέθοδο της επιφανειακής αποκάλυψης.
Οι εργασίες συνεχίστηκαν μέχρι το 1979 οπότε, λόγω εξάντλησης των αποθεμάτων, το μεταλλείο έκλεισε και εγκαταλείφθηκε. Κατά τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας του μεταλλείου Λίμνης παρήχθησαν 8.134.460 τόνοι μεταλλεύματος με μέση περιεκτικότητα χαλκού 1,11% και θείου 14,90%.
Κατά την περίοδο 1939-1944 έγινε εκμετάλλευση του οξειδωμένου μέρους του κοιτάσματος και ειδικότερα της ζώνης που είναι γνωστή σαν «λάσπη του διαβόλου», για χρυσό και άργυρο. Κατά την περίοδο αυτή παρήχθησαν και εξήχθησαν 1.183 κιλά χρυσού και 5.454 κιλά αργύρου.
Εκτός από το κοίτασμα της Λίμνης, στην ίδια περιοχή ανακαλύφθηκαν κατά την περίοδο 1950-1956 άλλα τρία μικρά κοιτάσματα, δυο κοντά στο χωριό Κινούσα και ένα, το κοίτασμα της Ευλοημένης, νοτιοανατολικά του μεταλλείου της Λίμνης. Το κοίτασμα της Ευλοημένης και ένα από τα κοιτάσματα της Κινούσας, έτυχαν εκμετάλλευσης με τη μέθοδο της αποκάλυψης ενώ το δεύτερο κοίτασμα της Κινούσας, λόγω του βάθους του, έτυχε εκμετάλλευσης με υπόγειες μεθόδους. Η παραγωγή των τριών αυτών μεταλλείων καθώς και η περιεκτικότητα του μεταλλεύματος σε χαλκό και θείο, φαίνονται στον πιο κάτω πίνακα:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΝΗΣ
Μεταλλείο Μετάλλευμα Περιεκτικότητα
(τόνοι) %Cu %S
Λίμνη 8.134.460 1,11 14,90
Κινούσα
(υπόγειο) 270.608 2,88 41,73
Κινούσα
(αποκάλυψη) 228.896 2,23 47,19
Ευλοημένη 63 724 0,68 19,13
Το θειούχο κοίτασμα της Λίμνης αποτελείται μόνο από τον τύπο stockwork ο οποίος αποτελεί το κατώτερο μέρος των θειούχων κοιτασμάτων της Κύπρου, ενώ το ανώτερο μέρος (συμπαγές κοίτασμα) απουσιάζει εντελώς. Το πλέον πιθανό είναι ότι το μέρος αυτό εναποτέθηκε και διαβρώθηκε μεταγενέστερα. Το κοίτασμα σχηματίσθηκε μέσα στον Κατώτερο Ορίζοντα των μαξιλαροειδών λαβών του Οφιολιθικού Συμπλέγματος του Τροόδους αλλά πλησίον της επαφής των λαβών αυτών με τον Ορίζοντα Βάσης. Μετά τον σχηματισμό του, μέρος του κοιτάσματος καλύφθηκε από στρώμα λαβών του Ανώτερου Ορίζοντα.
Το κοίτασμα, όπως σε όλες τις περιπτώσεις των κοιτασμάτων τύπου stock-work, αποτελείται από εμποτίσματα, φλεβίδια, φλέβες και ακανόνιστα σώματα σιδηροπυρίτη με χαλκοπυρίτη. Ο τελευταίος σε ορισμένες περιπτώσεις μετατρέπεται σε δευτερογενή θειούχα ορυκτά χαλκού όπως βορνίτης, κοβελλίνης και χαλκοσίνης (Αδαμίδης, 1984).