Λιμάνι είναι τμήμα της θάλασσας κοντά σε ακτή, ικανοποιητικά προφυλαγμένο από τους ανέμους, έτσι που να μη πλήττεται από τρικυμίες, στο οποίο καταφεύγουν και σταθμεύουν τα καράβια. Τα λιμάνια είναι δυο ειδών: Φυσικά και τεχνητά. Αρκετές φορές γίνεται συνδυασμός, όπου τεχνητές κατασκευές ενισχύουν το φυσικό λιμάνι. Επίσης, ανάλογα προς τη χρήση κάθε λιμανιού, υπάρχουν λιμάνια εμπορικά, στα οποία γίνονται φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων και διακινήσεις επιβατών, λιμάνια καταφυγίου, στα οποία σχεδόν αποκλειστικά καταφεύγουν τα σκάφη για προφύλαξη από τρικυμίες, λιμάνια πολεμικά, τα οποία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από πολεμικά πλοία, λιμάνια ελεύθερα, τα οποία εξυπηρετούν το διαμετακομιστικό εμπόριο και στα οποία καταργούνται οι τελωνειακοί δασμοί, κλπ. Φυσικά υπάρχουν περιπτώσεις όπου μεγάλα λιμάνια είναι μαζί και εμπορικά και πολεμικά, ή έχουν και ελεύθερες ζώνες καθώς και εγκαταστάσεις επιδιορθώσεως πλοίων. Στα λιμάνια μπορούν να περιληφθούν και τα αλιευτικά καταφύγια, που είναι λιμανάκια τα οποία προσφέρουν προστασία σε μικρά αλιευτικά σκάφη (βλέπε γι' αυτά στο λήμμα αλιευτικό καταφύγιο).
» Βλέπε Διατριβή: Ναυτική παράδοση στην Κύπρο
Η Κύπρος, επειδή είναι νησί και περιβρέχεται ολόγυρα από θάλασσα, ήταν αναγκασμένη από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι και τη σύγχρονη εποχή κατά την οποία άρχισε να χρησιμοποιείται το αεροπλάνο (συνδέθηκε αεροπορικώς από τη δεκαετία του 1930) να επικοινωνεί και να εμπορεύεται με τις γύρω χώρες διά θαλάσσης. Έτσι, για τη σύνδεση της Κύπρου με τον έξω κόσμο εχρησιμοποιούντο αποκλειστικά τα κάθε είδους καράβια και κατ' ακολουθίαν εχρησιμοποιούντο και λιμάνια που υπήρχαν σε διάφορα μέρη του νησιού. Εάν δε λάβουμε υπόψη ότι, τόσο κατά την Αρχαιότητα όσο και κατά τον Μεσαίωνα, η Κύπρος ασχολείτο εκτεταμένα με το εμπόριο, από το οποίο εξαρτούσε σε πολύ μεγάλο βαθμό την οικονομία της, τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι διέθετε αρκετά πολυάσχολα λιμάνια. Επειδή δε οι εμπορικές θαλάσσιες οδοί έπρεπε να προστατεύονται από επιθέσεις πειρατών ή εχθρών, που ήσαν συχνές, βρίσκονταν σε ετοιμότητα και πολεμικά καράβια τα οποία επίσης στάθμευαν στα λιμάνια του νησιού.
» Βλέπε λήμμα: Το λιμάνι Λεμεσού
Γνωρίζουμε ότι η αναπόφευκτη σύνδεση της Κύπρου με τη θάλασσα και η εξάρτησή της, ως ένα πολύ μεγάλο βαθμό, απ' αυτήν, κατά την Αρχαιότητα, εκφραζόταν και από το γεγονός ότι όλες οι μεγάλες και σημαντικές πόλεις του νησιού ήσαν παραθαλάσσιες. Και, φυσικά, είχε η κάθε μια και το δικό της λιμάνι. Επίσης άλλοι παραθαλάσσιοι οικισμοί είχαν αγκυροβόλια κι αραξοβόλια που ήσαν, περισσότερο, φυσικά λιμανάκια. Από τους αρχαίους συγγραφείς, ο Στράβων ομιλεί σαφώς για τα λιμάνια της Κύπρου στη γεωγραφική περιγραφή του νησιού:
...Ἐν δέ τῷ μεταξύ Λάπαθός τέ ἐστι πόλις [=Λάπηθος], ὕφορμον ἔχουσα καί νεώρια [=που έχει αγκυροβόλιο και ναυπηγεία] ...εἶτ' Ἀχαιῶν Ἀκτή, ὅπου Τεῦκρος προσωρμίσθη πρῶτον.,.εἶτα Καρπασία πόλις λιμένα ἔχουσα... καί μετά ταῦτα ἡ Σαλαμίς ...εἶτ' Ἀρσινόη πόλις καί λιμήν· εἶτ' ἄλλος λιμήν Λεύκολλα... καί... Κίτιον... ἔχει δέ λιμένα κλειστόν... εἶτ' Ἀμαθοῦς πόλις... εἶτα πόλις Κούριον ὅρμον ἔχουσα [=που έχει αραξοβόλι]... καί Παλαίπαφος... ὕφορμον ἔχουσα... εἶτ' ἄκρα Ζεφυρία πρόσορμον ἔχουσα [=που έχει αραξοβόλι], καί ἄλλη Ἀρσινόη ὁμοίως πρόσορμον ἔχουσα... εἶθ’ ἡ Πάφος, κτίσμα Ἀγαπήνορος καί λιμένα ἔχουσα... εἶτα Σόλοι πόλις λιμένα ἔχουσα...
Ο Στράβων περιγράφει βέβαια την κατάσταση όπως ήταν διαμορφωμένη κατά την εποχή που έζησε, δηλαδή τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Στον Σταδιασμό, σύγγραμμα του 4ου μ.Χ. αιώνα από άγνωστο γεωγράφο, η κατάσταση είναι αρκετά διαφοροποιημένη:
...Πόλις ἐστίν ἔρημος, λεγομένη Ἀμμόχωστος· ἔχει δέ λιμένα παντί ἀνέμῳ [=έχει λιμάνι κατάλληλο για κάθε άνεμο] ۬ ἔχει δέ ἐν τῇ καταγωγῇ χοιράδας ۬ φυλάττου [=μα έχει ξέρες στην είσοδο του λιμανιού ۬ πρόσεχε]... τά Ἄκρα... ὅρμοι εἰσί δύο [=τα Άκρα, δηλαδή το ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα, είναι δυο λιμανάκια] ...ἐπίκεινται δέ καί νῆσοι δύο, ἔχουσαι ἀμφότεραι ἀπάπλους [=βρίσκονται κοντά δυο νησάκια που έχουν και τα δυο αραξοβόλια]... Ἀπό Ἀκάμαντος εἰς Ἀρσινόην [=σημερινή Πόλη Χρυσοχούς]... πόλις ἐστί λιμένα ἔχει ἔρημον χειμάζει βορέου [=επηρεάζεται από τον βόρειο άνεμο] ...ἐπί τό Μελαβρόν [=Παλαιόκαστρο, στον κόλπο της Μόρφου, κοντά στο χωριό Αγία Ειρήνη] ...ὅρμος ἐστί θερινός [=είναι καλοκαιρινό λιμανάκι] ...εἰς Σόλους... πόλις ἐστίν ἀλίμενος [=χωρίς λιμάνι]...εἰς Κερύνειαν...ἔχει ὕφορμον [=αραξοβόλι] ...εἰς Λάπηθον... πόλις ἐστίν ἔχουσα ὅρμον [=λιμανάκι] ...εἰς Καρπάσειαν... πόλις ἐστίν ἔχει λιμένα μικροῖς πλοίοις χειμάζει βορέου... εἰς Πάφον... πόλις ἐστί... ἔχει δέ λιμένα τριπλοῦν παντί ἀνέμῳ [=έχει τριπλό λιμάνι προφυλαγμένο από κάθε άνεμο] ...εἰς Ἀμαθοῦντα... πόλις ἐστίν ἀλίμενος [χωρίς λιμάνι] ...ἐπί Καργαίας... ἀκρωτήριόν ἐστιν ἔχον λιμένα, ὕφορμον καί ὕδωρ...
Παρόμοιες πληροφορίες απαντώνται σκόρπιες και σε έργα άλλων αρχαίων συγγραφέων.
» Βλέπε Λήμμα: Το λιμάνι Αμμοχώστου
Σήμερα δεν υπάρχουν στην Κύπρο ορατά ίχνη κανενός αρχαίου λιμανιού, υπάρχουν όμως κατάλοιπα που φαίνονται κάτω από το νερό, στον βυθό της θάλασσας, σε μερικές περιπτώσεις. Συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες, σχετικές με αρχαίο κυπριακό λιμάνι, έγιναν το 1984-1986 από αποστολή της Γαλλικής Σχολής Αθηνών υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Ζαν Υβ Αμπερέρ. Οι υποβρύχιες έρευνες και ανασκαφές έγιναν στο λιμάνι της αρχαίας Αμαθούντος, που είναι και το μοναδικό του οποίου σώζονται πολλά κατάλοιπα σε αρκετά καλή κατάσταση, χρονολογούμενο στα Ελληνιστικά χρόνια και αργότερα. Οι αρχαιολογικές εργασίες συμπληρωθηκαν μέχρι και το 1988, υπήρξαν σκέψεις για εργασίες αναστήλωσης του μικρού αυτού λιμανιού.
Κατά τα Προϊστορικά χρόνια η Κύπρος είχε αναπτύξει σοβαρές εμπορικές δραστηριότητες με τις γύρω χώρες ιδίως μετά την ανακάλυψη, εκμετάλλευση και εμπορία του χαλκού. Το εκτεταμένο εμπόριο έφερε την οικονομική ευρωστία και άκμασαν σημαντικές πόλεις. Η Έγκωμη, στον κόλπο της Αμμοχώστου στην ανατολική Κύπρο, διέθετε λιμάνι που δεν ήταν μεγάλο και υπολογίζεται ότι συνδεόταν με τη θάλασσα διά μέσου του παρακείμενου πλωτού (τότε) ποταμού, κατά τον 16ο π.Χ. αιώνα. Κατά τον 14ο και 13ο π.Χ. αιώνα, οπότε η Έγκωμη γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της, κυρίως εξαιτίας του εμπορίου, θα πρέπει να διέθετε και το ανάλογο λιμάνι. Η πόλη αυτή εγκαταλείφθηκε τον 11ο π.Χ. αιώνα. Το λιμάνι της προσχώθηκε από τον ποταμό και χάθηκε.
Λιμάνι διέθετε ασφαλώς και η σημαντική πόλη του Κιτίου, στη θέση της σημερινής Λάρνακας. Το λιμάνι του Κιτίου βρισκόταν αρκετά πιο πίσω από τη σημερινή ακτογραμμή, εφόσον λόγω προσχώσεων η ακτή βρίσκεται σήμερα ανατολικότερα. Κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν κατάλοιπα του λιμανιού αυτού, όπως κάποιες «ράμπες», λίθινες επικλινείς κατασκευές πάνω στις οποίες τραβούσαν τα καράβια για να τα βγάλουν από τη θάλασσα, είτε για επισκευές είτε για φύλαξη και προστασία τους σε περιπτώσεις κακοκαιρίας ή και πολεμικών συγκρούσεων. Μάλιστα το Κίτιον, που είχε εκτενείς εμπορικές δραστηριότητες, ίσως να χρησιμοποιούσε δύο λιμάνια. Το ένα ήταν στην ίδια την πόλη, αυτό στο οποίο βρέθηκαν οι «ράμπες», ενώ ως δεύτερο, κυρίως εμπορικό, πιθανό να είχε χρησιμοποιηθεί η βορειοανατολική έκταση της σημερινής αλυκής της Λάρνακας, που κατά την απώτερη Αρχαιότητα δεν ήταν λίμνη αλλά μεγάλος θαλάσσιος κόλπος ενωμένος με τη θάλασσα.
Ακριβώς αυτός ο κόλπος, η μετέπειτα αλυκή, θα πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί και ως λιμάνι ή αγκυροβόλιο και της άλλης προϊστορικής και άγνωστης πόλης που βρισκόταν στη δυτική όχθη της αλυκής, κοντά στο τέμενος Χαλά Σουλτάν. Όπως απέδειξαν οι ανασκαφές, η άγνωστη αυτή πόλη είχε ακμάσει για μεγάλο διάστημα παράλληλα προς την απέναντί της πόλη του Κιτίου και θα πρέπει να χρησιμοποιούσε τουλάχιστον το δυτικό-νοτιοδυτικό τμήμα της αλυκής ως δικό της λιμάνι και αγκυροβόλιο.
Όταν ιδρύθηκαν τα κυπριακά βασίλεια, μετά την άφιξη των Αχαιών και την επικράτησή τους, όσα απ' αυτά ήταν παραθαλάσσια θα πρέπει ασφαλώς να διέθεταν λιμάνια (Σαλαμίς, Κίτιον, Αμαθούς, Κούριον, Πάφος, Μάριον, Σόλοι, Λάπηθος). Πολύ αργότερα — σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Στράβωνος που παρετέθη πιο πάνω — λιμάνια απέκτησαν και άλλες παραθαλάσσιες πόλεις που στο μεταξύ αναπτύχθηκαν, ενώ μερικές από τις αρχαιότερες (όπως το Κούριον και η Παλαίπαφος) είχαν πλέον χάσει τα λιμάνια τους και είχαν μόνο απάνεμα αγκυροβόλια.
Το λιμάνι του Κουρίου υπολογίζεται ότι βρισκόταν στα νότια του απόκρημνου λόφου που αποτελούσε την ακρόπολη της πόλης αυτής. Στη θαλάσσια αυτή περιοχή φαίνεται να υπάρχουν στο βυθό αρχαίες κτιστές κατασκευές, που ίσως να ήσαν εγκαταστάσεις του λιμανιού. Κατά μία δε άποψη, την οποία διατύπωσε ο Άντρος Παυλίδης (περιοδικό «Πολιτιστική Κύπρος», τεύχος 11, Νοέμβριος 1997) ίσως και η αλυκή της Λεμεσού να είχε χρησιμοποιηθεί ως λιμάνι ή αγκυροβόλιο που εξυπηρετούσε τη γειτονική πόλη του Κουρίου. Κατά την Αρχαιότητα και αργότερα, μέχρι και τα Μεσαιωνικά χρόνια, η αλυκή της Λεμεσού δεν ήταν ακόμη κλειστή λίμνη αλλά μεγάλος κόλπος ενωμένος με τη θάλασσα και ως τέτοιος θα πρέπει να αποτελούσε ιδανικό αγκυροβόλιο. Η ύπαρξη αρχαιολογικών χώρων στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου φανερώνει ότι στον χώρο είχε ακμάσει οικισμός (ή οικισμοί), ιδίως κατά τα Ελληνιστικά, Ρωμαϊκά και Πρωτοβυζαντινά χρόνια. Και λογικό είναι ο μεγάλος κόλπος της αργότερα αλυκής να είχε χρησιμοποιηθεί και ως λιμάνι του. Ίσως μάλιστα ο οικισμός στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου να υπήρξε το επίνειο της πόλης του Κουρίου, της οποίας το λιμάνι κάτω από την ακρόπολη φαίνεται να είχε αχρηστευθεί σχετικά νωρίς, λόγω κατολισθήσεων και προσχώσεων. Οι προσχώσεις αυτές μαρτυρούνται από την πλατειά σημερινή αμμώδη έκταση που απομάκρυνε τη θάλασσα από τους βράχους της ακρόπολης. Η ύπαρξη ερειπίων παλαιοχριστιανικής βασιλικής στον χώρο, φανερώνει ότι οι προσχώσεις είχαν γίνει πολύ ενωρίτερα.
Το λιμάνι της Παλαιπάφου, πάλι, υπολογίζεται ότι θα πρέπει να βρισκόταν κάπου στη θαλάσσια περιοχή ανατολικότερα του χωριού Γεροσκήπου. Το δε αρχαίο λιμάνι της Νέας Πάφου (σημερινή Κάτω Πάφος) βρισκόταν στην αυτή θέση με το σημερινό λιμάνι της πόλης, αλλά βαθύτερα, φθάνοντας σχεδόν μέχρι τα ερείπια του φρουρίου Σαράντα Κολώνες. Το δε λιμάνι των Σόλων, που πρέπει να ήταν σημαντικό αφού η πόλη εξήγε και χαλκό από τα μεταλλεία που ήλεγχε, είναι βέβαιο ότι βρισκόταν στη θαλάσσια περιοχή ακριβώς απέναντι από το θέατρο της πόλης.
Δικά τους λιμάνια διέθεταν και οι αρχαίες πόλεις της Καρπασίας. Το λιμάνι της πόλης Ουρανίας υπολογίζεται ότι βρισκόταν στον ωραίο κόλπο στην περιοχή Αφέντρικα. Ο κόλπος αυτός αποκαλείται ως σήμερα Λιμιώνας. Το δε λιμάνι της αρχαίας Καρπασίας βρισκόταν στον κόλπο δίπλα στον ναό του Αγίου Φίλωνος. Της δε Αχαιών Ακτής το λιμάνι βρισκόταν επίσης σε ωραίο κόλπο, βορειοδυτικά του σημερινού χωριού Γιαλούσα. Αλλά και η πόλη Αφροδίσιον, ακόμη πάρα πέρα, θα πρέπει να διέθετε δικό της λιμάνι, όπως και η αρχαία Λάπηθος. Σημαντικό κλειστό λιμάνι, που εξυπηρετούσε τόσο το εμπόριο όσο και στρατιωτικούς σκοπούς, διέθετε φυσικά και η ίδια η Σαλαμίς. Το λιμάνι αυτό θα πρέπει να καταστράφηκε από προσχώσεις, αφού ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα ο βασιλιάς Πτολεμαίος Β΄ ίδρυσε μία άλλη πόλη που λειτούργησε ως επίνειο της Σαλαμίνος. Η πόλη αυτή ήταν η Αρσινόη, στο χώρο της σημερινής Αμμοχώστου. Η πόλη αυτή καταστράφηκε από τους ισχυρούς σεισμούς του πρώτου μισού του 4ου μ.Χ. αιώνα. Άλλες δύο πόλεις με το αυτό όνομα, Αρσινόη, είχε ιδρύσει ο Πτολεμαίος Β΄, που και οι δύο φαίνεται να διέθεταν και λιμάνια. Η μία βρισκόταν στη θέση που αρχαίου Μαρίου (Πόλη Χρυσοχούς) που είχε καταστραφεί λίγο ενωρίτερα από τον Πτολεμαίο Α΄ και η άλλη βρισκόταν κάπου κοντά στο χωριό Γεροσκήπου.
Μαρτυρείται επίσης η ύπαρξη λιμανιών ή αγκυροβολίων και σε άλλες περιοχές, όπως για παράδειγμα στην περιοχή Λιμνίτη, από όπου αναφέρεται ότι στα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα είχε αναχωρήσει για την Αίγυπτο ο ευαγγελιστής Μάρκος.
Αρχαία λιμάνια ή και αγκυροβόλια υπήρχαν και σε άλλα μέρη του νησιού, όπως στον οικισμό του οποίου ερείπια υπάρχουν κοντά στο χωριό Γαληνόπωρνη, όπως στον οικισμό (ίσως η αναφερόμενη πόλη Φιλεούς) στην περιοχή Δαφνώντα στην Καρπασία επίσης, και όπως στην περιοχή Βασιλικού-Ζυγίου όπου πιθανώς βρισκόταν πόλη Παλαιά και όπου υπάρχουν ερείπια – οπότε φαίνεται ότι η αγία Ελένη, όταν επεσκέφθη την Κύπρο νωρίς τον 4ο αιώνα, είχε φθάσει και αποβιβαστεί σε κανονικό λιμάνι.
Όπως έχουν αποδείξει οι αρχαιολογικές έρευνες στο αρχαίο λιμάνι της Αμαθούντος, τα αρχαία κλειστά λιμάνια ήσαν γερές κατασκευές, κτισμένα από πελεκητούς ογκόλιθους, διέθεταν κτιστούς λιμενοβραχίονες και κυματοθραύστες και ενισχύονταν από πύργους που τα προστάτευαν και φρουρούσαν τις εισόδους τους.
Στην Κύπρο μεγάλη προστάτιδα κατά την αρχαιότητα τόσο των ναυτικών, όσο και αυτών τούτων των λιμανιών του νησιού, ήταν η θεά Αφροδίτη. Τούτο μαρτυρείται και από λατρευτικά επίθετα της μεγάλης θεάς της Κύπρου, όπως τα επίθετα «ευπλοία» και «λιμενία». Κατά τα Χριστιανικά χρόνια προστάτης των ναυτικών αναγνωρίστηκε ο άγιος Νικόλαος.
Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια τα κλειστά λιμάνια προστατεύονταν από οχυρώσεις και είχαν στενή είσοδο που έκλεινε με χοντρή αλυσίδα. Με σχετικό μηχανισμό, η αλυσίδα αυτή είτε τυλιγόταν και τέντωνε, οπότε έκλεινε την είσοδο των λιμανιών, είτε ξετυλιγόταν οπότε βυθιζόταν στο νερό, ανοίγοντας έτσι την είσοδο. Κατά κανόνα δίπλα ακριβώς στα λιμάνια ορθώνονταν τα φρούρια των πόλεων. Τα φρούρια αυτά ήλεγχαν σχεδόν απόλυτα τις εισόδους των λιμανιών και τα ίδια τα λιμάνια. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, αλλά και της Βενετοκρατίας, οχυρωμένα κλειστά λιμάνια είχαν μόνο τρεις πόλεις της Κύπρου: Η Αμμόχωστος, που ήταν και το σημαντικότερο εμπορικό και στρατιωτικό λιμάνι του νησιού, η Kερύνεια και η Πάφος. Το λιμάνι της Πάφου προστατευόταν από δύο αντικρινά φρούρια, η δε είσοδος του λιμανιού βρισκόταν ακριβώς μεταξύ των δύο αυτών φρουρίων. Τα λιμάνια της Αμμοχώστου και της Κερύνειας ελέγχονταν και από λιμενοβραχίονες που συνδέονταν με τα φρούρια και σχημάτιζαν τις εισόδους τους. Η Λεμεσός και η Λάρνακα διέθεταν αγκυροβόλια μόνο, στους αντίστοιχους κόλπους, αλλά και φρούρια στις ακτές, που και πάλι ήλεγχαν ως ένα βαθμό και τα αγκυροβόλια. Τέτοια αγκυροβόλια/φυσικά λιμάνια, που φαίνεται ότι είχαν και κάποιες εγκαταστάσεις, λειτουργούσαν και αλλού σύμφωνα προς μαρτυρίες των χρονογράφων, όπως στην περιοχή της Πεντάγυιας-Καραβοστασίου. Επίσης μαρτυρείται στις μεσαιωνικές πηγές και η ύπαρξη διαφόρων άλλων μικρών ή δευτερευόντων λιμανιών. Τέτοια λιμάνια αναφέρεται ότι υπήρχαν στις θαλάσσιες περιοχές των χωριών Κίτι (κοντά στη Λάρνακα), Έμπα (στην επαρχία Πάφου) και στο ακρωτήριο του Κορμακίτη, πιθανότατα στην περιοχή μεταξύ των χωριών Λιβερά και Όρκα, όπου φαίνεται από την ύπαρξη αρχαιοτήτων ότι είχε ακμάσει και κάποιος αρχαίος οικισμός. Επίσης μεσαιωνικό λιμάνι υπήρχε στα Γαστριά (Πογάζι Αμμοχώστου) που ήσαν φέουδο των Ναϊτών ιπποτών, οι οποίοι μάλιστα διέθεταν εκεί και δικό τους φρούριο. Άλλα μεσαιωνικά λιμάνια αναφέρεται ότι είχαν λειτουργήσει και στην Καρπασία και στην Πεντάγυια, πιθανώς και στην Τηλλυρία, στα χωριά Πωμός και Κάτω Πύργος. Τα κατάλοιπα ενός κτίσματος σε παράκτιο λόφο στον Κάτω Πύργο πιστεύεται ότι ανήκαν σε κάποιο παρατηρητήριο που ίσως λειτουργούσε και ως φάρος.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ως λιμάνια εχρησιμοποιούντο οι εγκαταστάσεις των παραλίων πόλεων του νησιού, αλλά δεν έγιναν οποιαδήποτε έργα βελτίωσης ή εκσυγχρονισμού. Και ακριβώς η έλλειψη κάθε ενδιαφέροντος από τις αρχές κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας είχε βαθμιαία οδηγήσει σε αχρήστευση των λιμανιών, που πλέον εχρησιμοποιούντο μόνο από βάρκες και άλλα μικρά πλεούμενα, ενώ τα μεγαλύτερα καράβια στάθμευαν στα ανοικτά. Τέτοια έργα, ιδιαίτερα στα λιμάνια της Αμμοχώστου και της Κερύνειας, άρχισαν να γίνονται κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας. Τότε το λιμάνι της Αμμοχώστου εξελίχθηκε και πάλι στο σπουδαιότερο του νησιού. Στη Λάρνακα και στη Λεμεσό όσο μεγαλύτερα ήσαν τα καράβια που έφθαναν, τόσο βαθύτερα στη θάλασσα αγκυροβολούσαν και οι φορτοεκφορτώσεις γίνονταν με τη χρησιμοποίηση βοηθητικών μικρών σκαφών (μαούνες, ατμάκατοι).
Στις πόλεις αυτές δημιουργήθηκαν ξύλινες αποβάθρες, κατασκευές που εκτείνονταν από τη ξηρά στη θάλασσα. Οι επιβάτες και τα εμπορεύματα επιβιβάζονταν ή φορτώνονταν σε βάρκες και μαούνες και μεταφέρονταν στα πλοία στα ανοικτά, το δε αντίθετο συνέβαινε για την αποβίβαση επιβατών και την εκφόρτωση εμπορευμάτων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στα λιμάνια δεν υπήρχαν ακόμη γερανοί, τα δε εμπορεύματα κάθε είδους φορτώνονταν ή εκφορτώνονταν με τα χέρια και τις πλάτες, από ένα πλήθος εργατών-χαμάληδων, των οποίων η εργασία ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και κοπιαστική.
Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι σε παλαιότερες εποχές υπήρχαν και στην Κύπρο και αλλού διάφοροι περιορισμοί ως προς τη διακίνηση επιβατών μέσω των λιμανιών. Βασικός ήταν ο περιορισμός της καραντίνας, λόγω του μεγάλου και υπαρκτού κινδύνου μετάδοσης τρομερών ασθενειών όπως η χολέρα. Έτσι στα λιμάνια υπήρχαν ειδικοί χώροι, τα λοιμοκαθαρτήρια, όπου οι αφικνούμενοι ταξιδιώτες κλείνονταν για μερικές ημέρες, με τις τοπικές αρχές να αναμένουν να δουν εάν οι άνθρωποι αυτοί θα παρουσίαζαν οποιαδήποτε ύποπτα συμπτώματα. Εάν όχι, τότε μόνο τους επιτρεπόταν η είσοδος στο νησί.
Ιδίως το λιμάνι (ορθότερα αγκυροβόλιο) της Λάρνακας ήταν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και ενωρίτερα ο κυριότερος σταθμός πλήθους ταξιδιωτών που ταξίδευαν από την Ευρώπη προς τους Αγίους Τόπους για προσκύνημα, και αντίθετα. Πολλοί ήταν εκείνοι που πέθαιναν από ασθένειες κατά το δύσκολο θαλασσινό ταξίδι. Εάν ήσαν τυχεροί και πέθαιναν κοντά στην Κύπρο, θάβονταν στο νησί, διαφορετικά ρίχνονταν στη θάλασσα. Κατά δε την περίοδο της Βενετοκρατίας οι προσκυνητές ταξίδευαν κυρίως με καράβια της Βενετίας που ήσαν υποχρεωμένα, κατά την επιστροφή, να μεταφέρουν και ποσότητες αλατιού από την αλυκή της Λάρνακας.
Σταθμεύσεις καραβιών, κυρίως για φορτώσεις μεταλλευμάτων, γίνονταν στο Καραβοστάσι και στη Λεμεσό (Εναέριος), όπου δημιουργήθηκαν αποβάθρες και άλλες εγκαταστάσεις. Από διάφορα άλλα μέρη της Κύπρου φορτώνονταν για εξαγωγή διάφορα προϊόντα (όπως τα χαρούπια) αλλά δεν υφίσταντο λιμάνια, μόνο αποβάθρες.
Στη Λεμεσό (Εναέριος) κατέφθανε με βαγόνια εναερίου το προϊόν του αμιάντου από το Τρόοδος. Στο Βασιλικό, πάλι, έφθανε με τρένο για φόρτωση σε καράβια το μετάλλευμα από τα μεταλλεία της γειτονικής Καλαβασού. Στο Ζύγι φορτώνονταν κυρίως χαρούπια, σώζονται δε και οι παλαιές αποθήκες φύλαξης του προϊόντος αυτού μέχρι να φορτωθεί. Παρόμοιες παλαιές αποθήκες, που σημαίνει ότι στους χώρους εκείνους λειτουργούσαν αγκυροβόλια, ιδίως κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, υπάρχουν ερειπωμένες σε διάφορα μέρη του νησιού (Χελώνες Καρπασίας, Φλαμούδι, Δαυλός, Λιβερά κ.α.).
Μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος, έγιναν σημαντικές βελτιώσεις κυρίως στο λιμάνι Αμμοχώστου και στο παλαιό και μικρό λιμάνι της Λεμεσού.
Δημιουργήθηκαν επίσης μαρίνες που εξυπηρετούν μικρά τουριστικά σκάφη αναψυχής. Μαρίνες δημιουργήθηκαν στη Λάρνακα, και πιο πρόσφατα στην περιοχή Αμαθούντος, ενώ μαρίνες αποκτούν και η Λεμεσός και η Αγία Νάπα, εις δε το Ζύγι χτίστηκε επίσης λιμάνι τόσο για ψαρόβαρκες, όσο και για σκάφη αναψυχής. Τέτοια σκάφη χρησιμοποιούσαν και τα μικρά λιμάνια της Κερύνειας και της Πάφου.
Πριν από την τουρκική εισβολή του 1974 η Κύπρος διέθετε τρία κύρια λιμάνια, εκείνα της Αμμοχώστου, της Λεμεσού και της Λάρνακας. Το φυσικό λιμάνι της Αμμοχώστου, που βρίσκεται σήμερα υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, εξακολουθούσε να είναι το κυριότερο λιμάνι της Κύπρου μέσω του οποίου διεξαγόταν ένα πολύ μεγάλο μέρος του εμπορίου. Το 1973 εισήχθησαν μέσω του λιμανιού της Αμμοχώστου 1.031.577 τόνοι εμπορευμάτων και εξήχθησαν 491.512 τόνοι. Οι εξαγωγές από το λιμάνι, συμπεριλαμβανομένων και των μεταλλευμάτων, αντιπροσώπευαν το 42,7% του εξαγωγικού εμπορίου από τα λιμάνια του νησιού και οι εισαγωγές το 48,6%. Το λιμάνι της Αμμοχώστου εξυπηρετούσε επίσης μεγάλο μέρος της θαλάσσιας επιβατικής κίνησης από και προς την Κύπρο. Ο πιο κάτω πίνακας είναι ενδεικτικός της διακίνησης επιβατών από τα τρία κύρια λιμάνια της Κύπρου το 1973:
ΛΙΜΑΝΙΑ | ||||
---|---|---|---|---|
ΕΠΙΒΑΤΕΣ | ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ | ΛΕΜΕΣΟΥ | ΛΑΡΝΑΚΑΣ | ΣΥΝΟΛΟ |
Αφίξεις | 16.977 | 16.102 | 293 | 33.372 |
Αναχωρήσεις | 17.394 | 18.430 | 187 | 36.011 |
Εκδρομείς | 36.515 | 24.573 | 800 | 61.888 |
Σύνολα | 70.886 | 59.105 | 1.280 | 131.271 |
(Για το λιμάνι της Αμμοχώστου βλέπε επίσης σχετικό λήμμα).
Το λιμάνι του Καραβοστασίου απ' όπου εξαγόταν ένα μεγάλο μέρος των ορυκτών της Κύπρου, καθώς και το μικρό λιμάνι της Κερύνειας, βρίσκονται στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού.
Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την κατάληψη του φυσικού λιμανιού της Αμμοχώστου, η εμπορική και επιβατική λιμενική κίνηση διοχετεύθηκε κυρίως προς τα λιμάνια της Λεμεσού και της Λάρνακας, τα οποία βελτιώθηκαν, επεκτάθηκαν και εξοπλίστηκαν καταλλήλως για να ανταποκριθούν στις αυξημένες λιμενικές απαιτήσεις.
Το νέο λιμάνι της Λεμεσού είναι σήμερα το σημαντικότερο λιμάνι της ελεύθερης Κύπρου από το οποίο διεξάγεται ένα πολύ μεγάλο μέρος του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου. Διαθέτει κρηπιδώματα συνολικού μήκους 1.980 μέτρων και με ανώτατο βάθος 14 μέτρα, διαθέτει και αποθηκευτικούς χώρους 220.000 τετραγωνικών μέτρων, καθώς και ανοικτούς αποθηκευτικούς χώρους εμβαδού 490.000 τετραγωνικών μέτρων. Επίσης διαθέτει δύο προβλήτες για διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων, ολικού μήκους 1.100 μέτρων. Η δυναμικότητά του είναι για σκάφη οποιουδήποτε ολικού μήκους (L.O.A.). Διαθέτει μεταξύ άλλων και 4 γερανογέφυρες ανυψωτικής δύναμης 40 τόνων, 2 γερανογέφυρες τύπου post panamax, πλοηγίδες και ρυμουλκά. Το λιμάνι αυτό εξυπηρετεί επίσης το μεγαλύτερο μέρος της θαλάσσιας επιβατικής κίνησης προς και από την Κύπρο. Το παλαιό και μικρό λιμάνι της Λεμεσού έτυχε αξιοποίησης και ανάπλασης, με στόχο να αναζωογονήσει το τουριστικό προϊόν της πόλης και να εμπλουτίσει την πολιτιστική αξία της παλιάς πόλης.
Στις 25 Απριλίου 2016 υπογράφηκε συμφωνία ιδιωτικοποίησης του λιμανιού της Λεμεσού και τέθηκε σε εφαρμογή τέλος Ιανουαρίου 2017. Η υπογραφή των συμβάσεων που αφορούσε στις θαλάσσιες υπηρεσίες, το τερματικό εμπορευματοκιβωτίων και το τερματικό πολλαπλών χρήσεων, έγινε μεταξύ του υπουργού Μεταφορών Μάριου Δημητριάδη και των κοινοπραξιών Eurogate και Dp world, με τη μεταβατική περίοδος για τη μεταφορά της διαχείρισης θα διαρκέσει εννέα μήνες μέχρι τις αρχές του 2017. Η συμφωνία προκάλεσε πολλές αντιδράσεις κυρίως από το ΑΚΕΛ, τονίζοντας ότι με την ιδιωτικοποίηση θα αυξανόταν το κόστος γι αυτούς που χρησιμοποιούν το λιμάνι επειδή τα έξοδα θα ανέβουν από 30 εκατ. ευρώ σε 50 εκατ. ευρώ.
Τέσσερα χρόνια μετά την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού, στη συνεδρία της Επιτροπής Οικονομικών, εκπρόσωποι Αρχή Λιμένων Κύπρου παραδέχτηκαν ενώπιον της επιτροπής πως το λιμάνι Λεμεσού έχει γίνει λιγότερο ανταγωνιστικό, με αποτέλεσμα να χάνονται φορτία προς Αίγυπτο. Αντιθέτως, στην ίδια συνεδρία οι εκπρόσωποι του αρμόδιου υπουργείου υποστήριξαν πως τα έσοδα για το κράτος παρουσίασαν αύξηση. Όπως αναφέρθηκε, πριν την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού, τα εμπορευματοκιβώτια (20 ποδών- TEU) που διακινήθηκαν το 2014 ήταν 17.077, το 2015 ανήλθαν σε 26.476, ενώ το 2017 έφτασαν τα 45.922. Μετά την ιδιωτικοποίηση φαίνεται πως οι επιδόσεις συρρικνώθηκαν στα 19.368, το 2018 σε 6.245 και το 2019 2.813. Επιπλέον, από το 2017 μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2021 το κράτος έλαβε έσοδα ύψους 201 εκατ. ευρώ από τις δραστηριότητες του λιμανιού Λεμεσού, ενώ πριν τη συμφωνία εμπορικοποίησης τα κρατικά έσοδα από το 2012 μέχρι το 2016 ανέρχονταν στα 115 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της DP World, τα τελευταία τέσσερα χρόνια η εταιρεία εξυπηρέτησε περισσότερα από 250 κρουαζιερόπλοια, ενώ έχει διαχειριστεί την άφιξη πέραν των 400.000 επιβατών. Επιπρόσθετα, όσον αφορά το διαμετακομιστικό εμπόριο, η DP World εξυπηρέτησε πέραν των 3.500 εμπορικών πλοίων και διαχειρίστηκε εμπορεύματα που ξεπερνούν τα τρία εκατομμύρια τόνους.
Το λιμάνι της Λάρνακας, με κρηπιδώματα μήκους 866 μέτρων και με ανώτατο βάθος 12 μέτρα, έχει τη δυνατότητα υποδοχής σκαφών μήκους μέχρι και 200 μέτρα. Ο εξοπλισμός του αποτελείται από 2 ρυμουλκά, 1 πλοηγίδα, γερανούς διαφόρων τύπων και 2 γερανογέφυρες. Οι ανοικτοί αποθηκευτικοί του χώροι είναι έκτασης 220.000 τετραγωνικών μέτρων. Το λιμάνι της Λάρνακας είναι το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της ελεύθερης Κύπρου. Μέσω του διεξάγεται μέρος του εμπορίου, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετεί και μέρος της επιβατικής κίνησης προς και από την Κύπρο (βλέπε επίσης λήμμα για το λιμάνι Λάρνακας).
Μικρότερο λιμάνι είναι επίσης εκείνο του Βασιλικού, δημιούργημα του 1980, το οποίο διαθέτει τις απαραίτητες διευκολύνσεις για εισαγωγή φωσφάτων και αμμωνίας και την εξαγωγή τσιμέντων, μεταλλευμάτων και φαιοχωμάτων. Τόσο το λιμάνι του Βασιλικού όσο κι εκείνα της Μονής και της Δεκέλειας εισάγουν πετρελαιοειδή.
Διακίνηση φορτίων: Στη διάρκεια του 1986 διακινήθηκαν συνολικά 5.058.000 τόνοι φορτίου από τα τρία λιμάνια της Λεμεσού, της Λάρνακας και του Βασιλικού και από τους ισάριθμους λιμενικούς σταθμούς για πετρελαιοειδή στη Λάρνακα, Δεκέλεια και Μονή. Οι εξαγωγές περιελάμβαναν πατάτες, εσπεριδοειδή, καρότα, σταφύλια και οινικά προϊόντα, χαρούπια, τσιμέντα, μεταλλεύματα, φαιοχώματα και άλλα είδη. Οι εισαγωγές περιελάμβαναν πετρελαιοειδή, σιτηρά, χημικά προϊόντα, σίδηρο, λιπάσματα, αμμωνία, χαρτικά, άλλες πρώτες ύλες, εδώδιμα έλαια και αρκετά άλλα. Αναλυτικά η διακίνηση φορτίων κατά λιμάνι το 1986 είχε ως ακολούθως:
('000 ΤΟΝΟΙ ΦΟΡΤΙΟΥ) | ||||
---|---|---|---|---|
ΛΙΜΑΝΙ | ΞΕΦΟΡΤΩΘΗΚΑΝ | ΦΟΡΤΩΘΗΚΑΝ | ΣΥΝΟΛΟ | |
Λεμεσός | 1.442 | 637 | 2.079 | |
Λάρνακα | 561 | 592 | 1.153 | |
Λάρνακα* | 763 | 87 | 850 | |
Βασιλικό | 168 | 413 | 581 | |
Μονή | 192 | — | 192 | |
Δεκέλεια | 203 | — | 203 | |
Σύνολα | 3.329 | 1.729 | 5.058 |
* Λιμενικές εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών.
Διακίνηση επιβατών: Η θαλάσσια επιβατική κίνηση από και προς την Κύπρο διεξάγεται μέσω των λιμανιών της Λεμεσού και της Λάρνακας. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Αρχής Λιμένων για το 1984, διακινήθηκαν συνολικά μέσω των δυο λιμανιών, 327.000 επιβάτες ως ακολούθως:
('000 ΤΟΝΟΙ ΦΟΡΤΙΟΥ) | ||||
---|---|---|---|---|
ΕΠΙΒΑΤΕΣ | ΛΕΜΕΣΟΣ | ΛΑΡΝΑΚΑ | ΣΥΝΟΛΟ | |
Αφίξεις | 73.600 | 44.700 | 118.300 | |
Αναχωρήσεις | 77.400 | 41.800 | 119.200 | |
Εκδρομείς | 83.700 | 5.800 | 89.500 | |
ΣΥΝΟΛΟ | 234.700 | 92.300 | 327.000 |
Το 1986 οι αφίξεις και αναχωρήσεις επιβατών μέσω των λιμανιών της Λάρνακας και της Λεμεσού, περιλαμβανομένων των εκδρομέων, έφθασαν τις 448.000.
Πλοία: Η Κύπρος συνδέεται με θαλάσσιες γραμμές με όλες τις γειτονικές της χώρες, όλες τις ευρωπαϊκές και με τη Μαύρη Θάλασσα. Η θαλάσσια σύνδεσή της με άλλες χώρες συνεχώς επεκτείνεται. Κατά το 1986 επισκέφθηκαν τα λιμάνια της Κύπρου 4.448 πλοία συνολικής καθαρής χωρητικότητας 12.398.000 κόρων. Ο αριθμός των πλοίων και η χωρητικότητά τους κατά λιμάνι το 1986 είχε ως ακολούθως:
ΕΠΙΒΑΤΙΚΑ | ΦΟΡΤΗΓΑ | ΣΥΝΟΛΟ | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
ΛΙΜΑΝΙΑ | Αριθμ. πλοίων ('000 κόροι) |
Χωρητικότητα | Αριθμ. πλοίων ('000 κόροι) |
Χωρητικότητα | Αριθμ. πλοίων ('000 κόροι) |
Χωρητικότητα |
Λεμεσός | 443 | 1.731 | 2.502 | 5.914 | 2.945 | 7.645 |
Λάρνακα | 366 | 1.073 | 910 | 2.684 | 1.276 | 3.757 |
Βασιλικό | — | — | 64 | 271 | 64 | 271 |
Άλλα λιμάνια | — | — | 163 | 725 | 163 | 725 |
ΣΥΝΟΛΟ | 809 | 2.804 | 3.639 | 9.594 | 4.448 | 12.398 |
Όλα τα λιμάνια της Κύπρου (εκτός των αλιευτικών καταφυγίων) υπάγονται στην Αρχή Λιμένων που ιδρύθηκε το 1973. Στη δικαιοδοσία της βρίσκονται: Το νέο λιμάνι και το παλαιό λιμάνι της Λεμεσού, το λιμάνι της Λάρνακας, εκείνο της Πάφου, τα λιμανάκια στο Λατσί και στο Ζύγι, καθώς και οι ειδικοί λιμενικοί σταθμοί σε Δεκέλεια, Βασιλικό και Μονή. Η Αρχή δεν ασκεί εξουσία από το 1974 στα κατεχόμενα λιμάνια Αμμοχώστου και Κερύνειας και στον λιμενικό σταθμό στο Καραβοστάσι.
Σημειώνεται ότι τα δύο κύρια λιμάνια της Κύπρου περιλαμβάνονται μεταξύ των πρώτων 33 παγκοσμίως που έχουν πετύχει πιστοποίηση βάσει του Διεθνούς Κώδικα Ασφάλειας πλοίων και λιμενικών εγκαταστάσεων.
Νεότερα στοιχεία: Οι ποσότητες φορτίων που διακινήθηκαν από/προς την Κύπρο μέσω των λιμανιών της ανήλθαν το 2005 σε 7,993 εκατομμύρια μετρικούς τόνους και το 2006 σε 8,5 εκ. μετρικούς τόνους.
Η επιβατική κίνηση κατά την περίοδο 2000-2006 φαίνεται στον πιο κάτω πίνακα:
2000 | 2003 | 2006 | |
---|---|---|---|
ΑΠΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ | 297.842 | 138.934 | 83.568 |
ΑΠΟ ΚΥΠΡΟ | 299.192 | 138.832 | 99.714 |
ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ | 197.419 | 91.367 | 208.368 |
Το 2008 το λιμάνι Λεμεσού εξυπηρέτησε 3.830 πλοία, συνολικής χωρητικότητας 20,3 εκ. κόρων και 4,5 εκ. τόνους φορτίων. Το λιμάνι Λάρνακας εξυπηρέτησε 600 πλοία συνολικής χωρητικότητας 1,3 εκ. κόρων και 1,1 εκ. τόνους φορτίου. Τον ίδιο χρόνο οι συνολικές αφίξεις και αναχωρήσεις επιβατών μέσω των κυπριακών λιμανιών ανήλθαν στις 375.000. Επίσης διεθνή κρουαζιερόπλοια διακίνησαν μέσω των κυπριακών λιμανιών 227.000 επιβάτες.
Πηγή: