Σοφιστής του 4ου αιώνα μ.Χ. (314-393). Καταγόταν από την Αντιόχεια, σπούδασε ρητορική στην Αθήνα και δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συνδέθηκε με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Παραβάτη και απέκτησε την εύνοιά του. Αργότερα μετέφερε τη σχολή του στη γενέτειρά του Αντιόχεια, όπου, μεταξύ των μαθητών του, είχε και τους μελλοντικούς μεγάλους ιεράρχες και ρήτορες της Χριστιανικής Εκκλησίας άγιο Βασίλειο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό και Ιωάννη Χρυσόστομο. Μολονότι πιστός εθνικός (ειδωλολάτρης) ο Λιβάνιος είχε ανεκτικότητα απέναντι στη χριστιανική θρησκεία και διαφώνησε με ορισμένα μέτρα του Ιουλιανού εις βάρος των Χριστιανών. Του Λιβάνιου σώθηκαν πολυάριθμα έργα: 65 Λόγοι, Βίος του ρήτορα Δημοσθένη και περιλήψεις Λόγων του, διάφορες μελέτες και πολλές επιστολές, πολύτιμες για τις πληροφορίες τους σχετικά με την ιστορία του 4ου αιώνα μ.Χ. Στα έργα του Λιβάνιου απαντώνται αρκετές πληροφορίες για πρόσωπα και γεγονότα που σχετίζονται με την Κύπρο. Άλλα από αυτά αναφέρονται σε παλαιότερες εποχές και άλλα είναι σύγχρονά του. Στους Λόγους και τις Επιστολές του κάμνει κατ' επανάληψη λόγο για τον μυθικό πλούτο του Κυπρίου βασιλιά και αρχιερέα της Αφροδίτης Κινύρα*, τον οποίο συγκαταλέγει μεταξύ των ονομαστών και καλοτυχισμένων για τα πλούτη τους μεγάλων ανδρών της Αρχαιότητας. Στο έργο του Ηθοποιΐα γράφει ότι στους γάμους ανάβουν λαμπάδα στην «Κύπριν» Αφροδίτη και σε κάποιον από τους Λόγους του σχολιάζει τη γνωστή φράση «ἐν πλησμονῇ Κύπρις» (οι ερωτικές απολαύσεις ακολουθούν το χορταστικό φαγητό).
Για τις σχέσεις της Κύπρου με την πατρίδα του Αντιόχεια καταγράφει τα ακόλουθα: Στο χώρο όπου αργότερα κτίστηκε η Αντιόχεια εγκαταστάθηκαν και Κύπριοι κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες: Ο Κάσος από την Κρήτη, που είχε εγκατασταθεί με συμπατριώτες του στη Συρία, έπειτα από υποκίνηση των θεών, νυμφεύθηκε την κόρη του Σαλαμίνου, βασιλιά της Κύπρου. Οι Κύπριοι που συνόδεψαν με πλοία τη νύφη, όταν έφθασαν στη Συρία προτίμησαν να εγκατασταθούν στην πόλη του Κάσου και να αποτελέσουν μέρος του πληθυσμού της («Αντιοχικός» XI, 52-57). Ενδιαφέρουσα είναι και η διήγησή του για τα καθέκαστα της κλοπής των παλαιών αγαλμάτων των θεών της Κύπρου και της μεταφοράς τους στην Αντιόχεια. Κατά τον Λιβάνιο, οι ίδιοι οι θεοί που τιμούνταν στην Κύπρο έδειξαν έντονη επιθυμία να μετοικήσουν το ταχύτερο στην Αντιόχεια. Ο βασιλιάς Αντίοχος Α' Σωτήρ, καθοδηγημένος από δελφικό χρησμό, έστειλε τεχνίτες στην Κύπρο με την παράκληση να τους επιτραπεί να κατασκευάσουν αντίγραφα των αγαλμάτων των θεών που βρίσκονταν στο νησί. Με τη βοήθεια των ενδιαφερομένων θεών κατασκεύασαν τέλεια αντίγραφα που τα τοποθέτησαν στη θέση των παλαιών. Κι αυτά τα μετέφεραν στην Αντιόχεια «κάτω από τα μάτια των Κυπρίων», που νόμιζαν ότι μεταφέρονταν τα αντίγραφα («Αντιοχικός» XI, 112 -113).
Σε επιστολή του, τέλος, προς τον σύγχρονό του Κύπριο Ζήνωνα*, αρχίατρο της Αλεξάνδρειας και φίλο του αυτοκράτορα Ιουλιανού, του εκφράζει τη συμπάθειά του για την εξορία την οποία υπέστη εξαιτίας διαβολών, και τη χαρά του γιατί πληροφορήθηκε ότι ο Ζήνων δικαιώθηκε και επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια. Ανάμεσα σε άλλα προσθέτει ότι μαθητές του Ζήνωνος τον θεράπευσαν από αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. Διασώζει ακόμη ο Λιβάνιος το όνομα ενός κυβερνήτη της Κύπρου, περί το 350 μ.Χ., που λεγόταν Κυρίνος.