Αυτοδίδακτος μουσικός. Γεννήθηκε το 1923 στο χωριό Κοιλάνι. Ο πατέρας του ήταν βιολιτζής αλλά και κατασκευαστής βιολιών και λαγούτων. Κοντά στον πατέρα του άρχισε να παίζει βιολί από νηπιακή σχεδόν ηλικία και κατέληξε να παίζει με ξεχωριστή δεξιοτεχνία περίπου 30 μουσικά όργανα. Ο πατέρας του του κατασκεύασε κατόπιν επιμονής του ένα βιολί μικρότερο από το μισό και έτσι σε ηλικία των τεσσάρων και κάτι χρόνων έμαθε να παίζει. Πήγαινε νηπιαγωγείο και έπαιζε βιολί. Την πρώτη του δημόσια εμφάνιση την έκανε σε καφενείο του χωριού του πέντε χρόνων παίζοντας βιολί για 15 λεπτά.
Ο πατέρας του απεφάσισε να στείλει για σπουδές στο Ελληνικό Ωδείο της Ελένης Αθανασιάδου Μαξιούτη στη Λευκωσία τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια την Αμαλία, τον Αντώνη και το Θέμη το 1928. Η Αμαλία σπούδασε πιάνο και ακκορντεόν, ο Αντώνης βιολί και αργότερα έπαιζε κλαρίνο, σαξόφωνο κλπ. και ο Θέμης τρομπέτα, ντραμς και τρομπόνι. Το 1929 ή 1930 πήραν μαζί τους και τον Μιχαλάκη, παρόλη την αντίρρηση της μητέρας, που δεν ήθελε να φύγει μακριά το παιδί της. Στη Λευκωσία ο Μιχαλάκης πήγε δημοτικό στο Ελένειο με διευθυντή τον Νέαρχο Κληρίδη. Ο Αντώνης έπαιρνε μαζί του στο Ωδείο τον Μιχαλάκη, που καθ' όλη την ώρα του μαθήματος καθότα στη γωνιά και παρακολουθούσε. Στο σπίτι, όταν μελετούσε ο μεγάλος αδελφός, μελετούσε κι' ο μικρός στο βιολί του το μάθημα. Ο Αντώνης τον βοηθούσε και έτσι προχωρούσε. Αργότερα όταν τα αδέλφια παράλληλα με τις σπουδές τους εργάζονταν τα βράδια σε διάφορα κέντρα έπαιρναν και τον Μιχαλάκη μαζί τους και ο μικρός έκανε μεγάλη εντύπωση. Η ζωή ήταν δύσκολη και πενιχρό το μεροκάματο. Ξενυχτούσε αλλά έπρεπε να πηγαίνει και σχολείο.
Σε ηλικία 16 χρόνων προσελήφθη ως πιανίστας στην τότε ορχήστρα χορού της Αστυνομίας και ως μέλος της φιλαρμονικής της δύναμης. Το πιάνο είναι το μόνο μουσικό όργανο για το οποίο πήρε κάποια στοιχιώδη μαθήματα. Ένα χρόνο αργότερα έφυγε από την Αστυνομία και σταδιοδρόμησε ως ελεύθερος επαγγελματίας, παίζοντας, αναλόγως των περιστάσεων, διάφορα μουσικά όργανα σε νυκτερινά κέντρα, ως μέλος ορχηστρών και συγκροτημάτων, σε μουσικές θεατρικές επιθεωρήσεις, σε κινηματογράφους που οργάνωναν στις αίθουσές τους μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις, αλλά και σε ξενοδοχεία. Εμφανίστηκε επίσης στο εξωτερικό, παίζοντας μουσική σε Ρόδο, Αθήνα, Δαμασκό, Βηρυτό, Λονδίνο κ.α.
Ο Μιχαλάκης Γιασεμίδης συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου, όπως οι Σοφία Βέμπο, αδελφές Καλουτά, Νίκος Γούναρης, Νανά Μούσχουρη, Τόνης Μαρούδας κ.α. Συνεργάστηκε επίσης με κυπριακούς θιάσους γράφοντας και παίζοντας μουσική για παραστάσεις, αλλά υπήρξε και τακτικός μουσικός συνεργάτης του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης του ΡΙΚ.
Ο Μιχαλάκης Γιασεμίδης (Ψηφιακός Ηρόδοτος, Αρχείο ΡΙΚ) υπήρξε ένα μουσικό φαινόμενο, αφού εμπειρικά και μόνο μπορούσε να παίζει με δεξιοτεχνία οποιοδήποτε μουσικό όργανο. Για τον λόγο αυτό το Πολιτιστικό Ίδρυμα «Φώτος Φωτιάδης» υπέβαλε το 2008 αίτηση για ένταξη του Μιχαλάκη Γιασεμίδη στο βιβλίο ρεκόρ «Γκίνες», ως μοναδικής περιπτώσεως ταλέντου που, χωρίς μουσική παιδεία, παίζει περίπου 30 μουσικά όργανα με ξεχωριστή δεξιοτεχνία.
Πέθανε στις 5 Ιανουαρίου 2019.
Ο ίδιος θυμάται
«Ήξερε μουσική ο πατέρας μου, ήρθε στη Λευκωσία και έμαθε βιολί. Τότε υπήρχαν δυο-τρία ωδεία: της Αθανασιάδου, της Λουλούς Συμεωνίδου, του Αρβανιτάκη. Ήμουν, λοιπόν, τεσσάρων χρονών και θυμάμαι να κλαίω και να θέλω βιολί! Ο πατέρας μου όμως είπε ‘τα μωρά σπάζουν τα παιχνίδια τους, να το κάνω και να μου μείνει ο κόπος;’. Στα πολλά, μου έφτιαξε ένα», είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα Πολίτης το 2015.
«Ήμουν σαν… μαγνητόφωνο. Πιο εύκολα κι από μαγνητόφωνο, ακόμα, συγκρατούσα τους ήχους. Να παίξει κάποιος πάνω σε έναν τενεκέ, θα του έλεγα τι φωνή έπαιξε!»
Υπήρξε ένας από τους λίγους μουσικούς που δεν χρειάστηκε να κάνουν άλλη δουλειά για λόγους βιοποριστικούς. Εργάστηκε σκληρά ως μουσικός, περνώντας ατέλειωτες ώρες σε κέντρα, γάμους, ιδιωτικά πάρτι για τα προς το ζην.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
Μιχάλης Οικονομίδης (https://m.facebook.com/story.php?story_fbid=1263900107464116&id=100015324157964&sfnsn=mo)