Ηγούμενος του μοναστηριού του Αγίου Νεοφύτου στην Πάφο, ο πρώτος γνωστός ηγούμενός του μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570/71). Υπήρξε ο ανακαινιστής του μοναστηριού, γύρω στο 1630 κ.ε. Μέχρι τότε το μοναστήρι βρέθηκε σε πλήρη παρακμή και είχε σχεδόν ερημωθεί πλήρως, ενώ είχε απολέσει και όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του. Αναφέρεται μάλιστα ότι κι αυτά τα ιερά σκεύη είχαν περιέλθει εἰς τούς ἄρχοντας τοῦ τόπου (Λ. Φιλίππου, Ἡ Ἐκκλησία Κύπρου ἐπί τουρκοκρατίας. 1975, σ. 297). Είχαν δε απομείνει μόνο ένας ή δυο μοναχοί.
Ο Λεόντιος, αφού κατόρθωσε ν’ ανασυγκροτήσει το μοναστήρι με σκληρή εργασία, προσπάθησε να το κατοχυρώσει και από επεμβάσεις, γι’ αυτό ταξίδευσε στην Κωνσταντινούπολη και πέτυχε την έκδοση, από το οικουμενικό πατριαρχείο, σιγιλλιώδους γράμματος το 1631 (Κῶδιξ Ἀρχιεπισκοπῆς, Α΄, σ. 7, καθώς και Ι. Χατζηιωάννου, Ὁ Ἃγιος Νεόφυτος, 1901, σσ. 128-129). Με το γράμμα, που προσυπέγραψαν και ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χριστόδουλος* και ο επίσκοπος Πάφου Γερμανός και άλλοι αρχιερείς, το μοναστήρι αναγνωριζόταν ως σταυροπηγιακό, ασύδοτο, ανενόχλητο κλπ.
Στη συνέχεια ο ηγούμενος Λεόντιος κατόρθωσε να εξυψώσει το μοναστήρι του σε τέτοιο βαθμό, ώστε ν’ αναγνωριστεί από την Εκκλησία της Κύπρου και το οικουμενικό πατριαρχείο ως το πρώτο μεταξύ των κυπριακών μοναστηριών και ο ηγούμενός του ως ο πρώτος μεταξύ των ηγουμένων. Η ιεραρχική αυτή ρύθμιση διαφοροποιήθηκε αργότερα, όταν και πάλι το μοναστήρι περιήλθε σε παρακμή ενώ άκμασαν εκείνα του Κύκκου και του Μαχαιρά. Όταν πέθανε ο ηγούμενος Λεόντιος — άγνωστο πότε ακριβώς — το μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου έχασε ξανά την αίγλη και τη φήμη του, είναι δε χαρακτηριστικό ότι για τον επόμενο αιώνα δεν υπάρχει καμιά πληροφορία γι’ αυτό, μέχρι το 1735 που αναφέρεται ένας ηγούμενος Τιμόθεος.
Ο Λεόντιος είχε προσελκύσει μοναχούς κι είχε οικοδομήσει τα κτίρια και, όπως γράφει ο Λ. Φιλίππου (ό.π.π., σ. 299), μετά τον ιδρυτή του μοναστηριού υπήρξε ο σπουδαιότερος των ηγουμένων του.