Αναφέρεται ως επίσκοπος Σολέας κατά το 1222-23. Ήταν ο ένας από τους δυο Ορθόδοξους κληρικούς που εστάλησαν από την Κύπρο το 1222 στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό Β΄ για να διαμαρτυρηθούν και ζητήσουν τη βοήθειά του στο ζήτημα της καταδυναστεύσεως των Ορθοδόξων του νησιού από τους Λατίνους. Ο πατριαρχικός θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως έδρευε τότε στη Νίκαια, όπου διέμενε και ο πατριάρχης. Εξάλλου ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Νεόφυτος* είχε εκδιωχθεί από τους Λατίνους και είχε καταφύγει στη Μικρά Ασία. Το δεύτερο μέλος της κυπριακής αντιπροσωπείας προς τον πατριάρχη Γερμανό Β΄ ήταν ο ηγούμενος του μοναστηριού της Παναγίας Αψινθιώτισσας (Αψινθίων) που ονομαζόταν επίσης Λεόντιος*. Για την αποστολή των δυο Λεοντίων στη Νίκαια κάνει λόγο ο πατριάρχης Γερμανός Β΄ στην πρώτη επιστολή του προς τους Κυπρίους το 1223 (Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β΄, 1873, σσ. 5-14): ...Τά νῦν δέ καί ὁ θεοφιλέστατος τῆς κατά τήν Κύπρον ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Σολείας Λεόντιος, καί ὁ εὐλαβής καθηγούμενος τῆς τῶν Ἀψινθίων μονῆς ἱερομόναχος Λεόντιος, πρός τήν ἡμῶν ἀναπεμφθέντες μετριότητα, παρά τε τοῦ οἰκείου μακαριωτάτου ἀρχιεπισκόπου καί τῶν λοιπῶν ἐπισκόπων, ἀλλά δή καί παντός τοῦ ἱερωμένου πληρώματος καί τοῦ ὀχλώδους λαοῦ, τάς τοιαύτας συνοδικῶς ἀνήγγειλαν συμφοράς ἐνώπιον τῆς ἡμῶν μετριότητος...
Ο πατριάρχης Γερμανός Β΄ και οι συνοδικοί του οικουμενικού πατριαρχείου άκουσαν από τους δυο Λεοντίους τις διώξεις που υφίστατο η Κυπριακή Ορθόδοξος Εκκλησία, πλην όμως δεν μπορούσαν να πράξουν ο,τιδήποτε παρά να δώσουν συμβουλές, τις οποίες θα πρέπει να μετέφεραν πίσω στην Κύπρο οι δυο απεσταλμένοι.