Επίσκοπος Κερύνειας κατά τον 17ο αιώνα (;-1672 - 1678 -;), σύγχρονος του αρχιεπισκόπου Κύπρου Νικηφόρου*. Μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη κατά το 1672, οπότε τον Δεκέμβριο του χρόνου αυτού προσυπέγραψε εκεί το πατριαρχικό σιγιλλιώδες γράμμα με το οποίο αναγνωρίζονταν κι επιβεβαιώνονταν ξανά τα προνόμια του μοναστηριού του Κύκκου ως βασιλικού και σταυροπηγιακού. Το έγγραφο, που εξέδωσε ο τότε πατριάρχης Διονύσιος Γ΄ ο από Λαρίσης, προσυπέγραψαν και άλλοι ιεράρχες του πατριαρχείου καθώς και οι ευρισκόμενοι στην Κωνσταντινούπολη Κύπριοι ιεράρχες Νικηφόρος και Λεόντιος. Ο αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος είχε μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη το 1672 γιατί είχε κληθεί σε απολογία λόγω του ότι επικοινωνούσε με τον εξόριστο (στην Κύπρο) πατριάρχη Παρθένιο Δ΄*, επέστρεψε δε στην Κύπρο, μαζί με τον Κυρηνείας Λεόντιο, το 1673. Λίγο αργότερα ο Νικηφόρος παραιτήθηκε.
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Κερύνειας ο Λεόντιος και μέχρι πότε ακριβώς παρέμεινε. Ο προκάτοχός του πάντως, επίσκοπος Νικηφόρος, μαρτυρείται ότι κατείχε τον θρόνο κατά το 1668. Ο δε διάδοχός του, Νικηφόρος επίσης, αναφέρεται ότι κατείχε τον θρόνο κατά το 1692. Από πατριαρχικά έγγραφα, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι ο Λεόντιος βρισκόταν στο θρόνο της Κερύνειας τουλάχιστον μέχρι το 1678.