Λέννοξ - Μπόυντ Άλλαν Alan Lennox - Boyd

Image

Υποκόμης του Τίνταλ, Άγγλος πολιτικός που γεννήθηκε το 1904. Στην πολιτική εισήλθε από το 1931, οπότε εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής του Συντηρητικού κόμματος. Διετέλεσε υφυπουργός Εργασίας το 1938 και υφυπουργός Τροφίμων το 1939. Στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε για ένα διάστημα ως κυβερνήτης τορπιλλακάτου. Διετέλεσε και πάλι υφυπουργός κατά την περίοδο 1943-1945. Το 1951 ήταν υφυπουργός Εξωτερικών και κατά την περίοδο 1954-1959 (οπότε διεξήχθη στην Κύπρο ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας και συνομολογήθηκαν οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου) ήταν υπουργός των Αποικιών.

 

Με τις ιδιότητές του ως υφυπουργού Εξωτερικών και υπουργού Αποικιών της Μεγάλης Βρετανίας, ο Άλλαν Λέννοξ -Μπόυντ αναμείχθηκε και στο Κυπριακό ζήτημα κατά την κρίσιμη δεκαετία του 1950.

 

Το 1951, ως υφυπουργός Εξωτερικών, ο Λέννοξ - Μπόυντ συνόδευσε τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Άντονυ Ήντεv στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη κι εργάστηκε παρασκηνιακά προς ματαίωση της συζήτησης του Κυπριακού στον ΟΗΕ. Το Κυπριακό επρόκειτο να θιγεί εμμέσως τότε από την ελληνική αντιπροσωπεία, με εντολή του Έλληνα πρωθυπουργού στρατηγού Πλαστήρα, ο οποίος προσπάθησε με τον τρόπο αυτό να ικανοποιήσει το αυξανόμενο λαϊκό αίτημα και τις πιέσεις του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' για τοποθέτηση του θέματος της Κύπρου ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών.

 

Μετά το γνωστό «ουδέποτε» ('never') του Χόπκινσον στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 28.7.1954, που προξένησε θύελλα αντιδράσεων και στην Κύπρο και στην Ελλάδα και στην ίδια τη Μεγάλη Βρετανία, ο Λέννοξ - Μπόυντ τον αντικατέστησε στο υπουργείο των Αποικιών. Ο Χόπκινσον, μέχρι τότε υπουργός των Αποικιών, είχε ερωτηθεί στη Βουλή από τον Εργατικό βουλευτή Τομ Ντράιμπεργκ σχετικά με το μέλλον της Κύπρου, κι είχε απαντήσει ότι ...ορισμένες περιοχές μέσα στην Κοινοπολιτεία, λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών, δεν μπορούν να περιμένουν ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να καταστούν πλήρως ανεξάρτητες... Υπάρχουν μερικές περιοχές που ουδέποτε θα μπορούσαν να περιμένουν κάτι τέτοιο...

 

Τότε, ακόμη κι ο πρωθυπουργός σερ Ουίνστον Τσέρτσιλ* είχε αποδοκιμάσει τον Χόπκινσον που απελύθη, κι είχε συστήσει στους λοιπούς υπουργούς του να μη χρησιμοποιείται η λέξη «ουδέποτε» στην πολιτική. Ο Λέννοξ-Μπόυντ προσπάθησε τότε να καθορίσει τη θέση της Αγγλίας στη Μέση Ανατολή μετά την εκδίωξη από το Σουέζ, δηλώνοντας μεταξύ άλλων ότι στην παρούσα ταραχώδη κατάσταση των διεθνών υποθέσεων, δεν μπορούμε να προβλέψουμε τον χρόνο κατά τον οποίο η εγκατάλειψη της κυριαρχίας μας στην Κύπρο θα συμβιβαζόταν με τις υποχρεώσεις μας στην Εγγύς Ανατολή... Πρόσθεσε όμως ότι η βρετανική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να εισαγάγει νέο πολίτευμα στην Κύπρο που θα συνδύαζε την αυτοδιοίκηση με τις αγγλικές υποχρεώσεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

 

Ήταν φανερό ότι η Μεγάλη Βρετανία προσέδιδε όλο και μεγαλύτερη σημασία στη στρατηγική θέση της Κύπρου, της οποίας τον ρόλο έβλεπε όλο και πιο διευρυμένο εξαιτίας των υποχωρήσεών της από τη Μέση Ανατολή, σε μια εποχή κατά την οποία οι Έλληνες της Κύπρου ετοιμάζονταν να μετατρέψουν τον αντιαποικιακό αγώνα τους σε ένοπλο. Ο αγώνας άρχισε την 1.4.1955. Λίγους μήνες αργότερα διορίστηκε νέος κυβερνήτης της Κύπρου ο στρατάρχης σερ Τζων Χάρτιγκ* με εντολές: αφενός να καταστείλει το επαναστατικό κίνημα των Ελλήνων της Κύπρου, κι αφετέρου να επιδιώξει ρύθμιση του ζητήματος με συνομιλίες. Ακολούθησαν οι επαφές και, στη συνέχεια, οι διαπραγματεύσεις Μακαρίου - Χάρτιγκ (τέλη του 1955 - αρχές του 1956), ενώ ο Λέννοξ-Μπόυντ δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι όλα τα μέρη είχαν παραδεχθεί επιτέλους την ανάγκη αυτοκυβερνήσεως, χωρίς η αρχή της αυτοδιαθέσεως να αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για μια ειρηνική διευθέτηση του προβλήματος. Έπειτα από μυστικές διαπραγματεύσεις πέντε περίπου μηνών, ο Μακάριος είχε πετύχει να εκμαιεύσει από τη βρετανική κυβέρνηση την αναγνώριση της αρχής της αυτοδιαθέσεως για την Κύπρο, αλλά είχε υποχωρήσει ως προς τον χρόνο εφαρμογής της αρχής που ετοποθετείτο στο μέλλον (με ενδιάμεσο καθεστώς αυτοκυβερνήσεως για 7-10 χρόνια).

 

Ενώ οι διαπραγματεύσεις Μακαρίου -Χάρτιγκ φάνηκε πως υπήρχε πιθανότητα να οδηγηθούν σε συμφωνία, προέκυψαν ξαφνικά προβλήματα τον Φεβρουάριο του 1956, που οι Βρετανοί θεώρησαν ως υπαναχώρηση του Μακαρίου. Πράγματι, ο Μακάριος αντιμετώπισε τότε πρόβλημα να προχωρήσει σε συμφωνία, πιεζόμενος από τους αδιάλλακτους κύκλους της μητροπόλεως Κερύνειας και από τον αρχηγό της ΕΟΚΑ Γεώργιο Γρίβα - Διγενή να επιμείνει στην αξίωση για άμεση ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ακριβώς την κρίσιμη αυτή στιγμή η ελληνική κυβέρνηση τηλεγράφησε στον Μακάριο λέγοντάς του ότι θα έπρεπε να θεωρεί τον εαυτό του απόλυτα ελεύθερο να χειριστεί το όλο ζήτημα με τον τρόπο που αυτός θα θεωρούσε καταλληλότερο. Αποδεσμευόταν δηλαδή η Αθήνα από την ευθύνη μιας τελικής αποφάσης και μετέθετε όλο το βάρος στους ώμους του Μακαρίου καθιστώντας τον απόλυτα υπεύθυνο για τις αποφάσεις, αντί να τον ενθαρρύνει. Κι ο Μακάριος δεν τόλμησε να προχωρήσει μόνος.

 

Με προτροπή του στρατάρχη Χάρτιγκ, έφθασε τότε στην Κύπρο ο Άλλαν Λέννοξ - Μπόυντ (τις τελευταίες μέρες του Φεβρουαρίου του 1956) και συναντήθηκε με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο το βράδυ της 29.2.1956. Ο Άγγλος υπουργός συνοδευόταν από τον υφυπουργό του των Αποικιών σερ Τζων Μάρτιν και τον κυβερνήτη της Κύπρου σερ Τζων Χάρτιγκ. Ο Λέννοξ - Μπόυντ κατά την καθοριστική εκείνη συνάντηση έκαμε μια ανασκόπηση του Κυπριακού και δήλωσε ότι σκόπευε σε λίγες μέρες να προβεί σε επίσημη δήλωση με την οποία η κυβέρνησή του θ' αναγνώριζε το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του κυπριακού λαού, με τη μεσολάβηση ενός διαστήματος αυτοκυβερνήσεως. Ο Μακάριος έθεσε μερικά θέματα προς συζήτηση και ζήτησε να διευκρινιστεί εκ των προτέρων ότι οι Ελληνοκύπριοι θα είχαν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή που θα εδημιουργείτο, καθώς επίσης και να καθοριστεί η χρονική περίοδος του μεταβατικού σταδίου αυτοκυβερνήσεως. Ο Λέννοξ - Μπόυντ αρνήθηκε οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση επί του θέματος κι όταν ο Μακάριος του ζήτησε να επιδείξει λίγη ακόμη καλή θέληση, σηκώθηκε προκλητικά κι έφυγε, λέγοντας του: «Είθε ο Θεός να σώσει τον λαό σου» (Ν. Κρανιδιώτης, Δύσκολα Χρόνια, Αθήνα, 1981, σ. 171). Οι συνομιλίες διεκόπησαν και λίγες μόνο μέρες αργότερα ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος εστάλη στην εξορία.

 

Δεν μπορεί να εξηγηθεί με απόλυτη σιγουριά η στάση αυτή του Βρετανού υπουργού αφού δεν είναι γνωστές οι τότε προθέσεις της κυβέρνησής του. Πιστεύεται όμως ότι η επίσκεψη του Λέννοξ -Μπόυντ στην Κύπρο στις αρχές του 1956, και η εξορία του αρχιεπισκόπου και όλα όσα ακολούθησαν, σχετίζονται με αλλαγή, αυτή την εποχή, της αγγλικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Μια αλλαγή που δικαίωνε την άποψη του Χόπκινσον και που οδήγησε την Κύπρο σε μια περίεργη ανεξαρτησία με απόλυτα διασφαλισμένα τα αγγλικά συμφέροντα στο νησί. Συνεπώς η επίσκεψη του Λέννοξ - Μπόυντ στην Κύπρο δεν στόχευε στην υποβοήθηση των συνομιλιών Μακαρίου - Χάρτιγκ για αίσια έκβασή τους, αλλά στον τορπιλλισμό τους.

 

Ήταν η δεύτερη επίσκεψή του στην Κύπρο. Ο Άγγλος υπουργός, συνοδευόμενος και πάλι από τον σερ Τζων Μάρτιν, είχε έλθει στη Λευκωσία και λίγους μήνες πιο πριν, τον Ιούλιο του 1955, κι είχε αναπτύξει μια έντονη δραστηριότητα εν όψει της τριμερούς διασκέψεως (με συμμετοχή Αγγλίας, Ελλάδας και Τουρκίας) που είχε συγκαλέσει η κυβέρνησή του στο Λονδίνο. Σ' αντίθεση προς τη δεύτερη επίσκεψή του, κατά την πρώτη ο Λέννοξ - Μπόυντ είχε επιδιώξει πολλές συζητήσεις κι είχε συναντηθεί με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο και πολλούς άλλους παράγοντες, Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους.

 

Μετά την εξορία του Μακαρίου, ο Λέννοξ - Μπόυντ τον κατηγόρησε επίσημα, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την κυβέρνησή του, ότι ήταν ο «αρχηγός των τρομοκρατών» στην Κύπρο. Η αγγλική κυβέρνηση ανέθεσε παράλληλα στον Άγγλο συνταγματολόγο λόρδο Ράντκλιφ* να επεξεργαστεί ένα σύνταγμα αυτοκυβερνήσεως για την Κύπρο, που το παρουσίασε στη Βουλή των Κοινοτήτων ο ίδιος ο Λέννοξ - Μπόυντ στις 19.12.1956.   Όπως είναι γνωστό, οι  Έλληνες Κύπριοι αρνήθηκαν οποιαδήποτε συζήτηση, παραπέμποντάς στον εκπρόσωπο τους που ήταν ο εξόριστος αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Οι Τούρκοι απεδέχθησαν υπό όρους και επιφυλάξεις το σύνταγμα Ράντκλιφ, υπήρξε δε και δήλωση τους στον ΟΗΕ στις 18.2.1957. Σημαντικότατο στοιχείο, που διέφυγε της προσοχής των Ελλήνων διπλωματών, ήταν η δήλωσή του Λέννοξ - Μπόυντ όταν παρουσίαζε το σύνταγμα Ράντκλιφ στη Βουλή, πως η διχοτόμηση θα μπορούσε ν' αποκλεισθεί. Τούτο σήμαινε, εν πάση περιπτώσει, πως η διχοτόμηση της Κύπρου συμπεριλαμβανόταν ήδη μεταξύ των προτεινομένων λύσεων (έγινε μάλιστα σαφής απειλή λίγο αργότερα με το σχέδιο Μακμίλλαν, που ανάγκασε τον Μακάριο σε υποχώρηση και αποδοχή λύσης ανεξαρτησίας). Ο Λέννοξ -Μπόυντ, προσπαθώντας να προωθήσει το σύνταγμα Ράντκλιφ, είχε πάει τότε και στην Αθήνα όπου είχε συνομιλίες με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Άγγλος πολιτικός ήταν, μάλιστα, αρκετά σαφής, δηλώνοντας στον Καραμανλή ότι η κυβέρνησή του συνέδεε το σύνταγμα Ράντκλιφ με τη δήλωση του ιδίου του Λέννοξ - Μπόυντ στην αγγλική Βουλή.