Λεμεσού προάστια

Image

Με τον όρο αυτό εννοούμε τις περιαστικές περιοχές των Κάτω Πολεμιδιών, της Μέσα Γειτονιάς, του Αγίου Αθανασίου, της Γερμασόγειας, του Ζακακίου και της Αγίας Φύλας (ή Φύλαξης). Οι δυο τελευταίες περιλαμβάνονται (από τις 16.6.1972 το Ζακάκι και από τις 22.4.1977 η Αγία Φύλα) στα δημοτικά όρια της πόλης της Λεμεσού.

 

1.Κάτω Πολεμίδια:  Μεγάλο μεικτό χωριό της επαρχίας Λεμεσού, περί τα 5 χμ. βορειοδυτικά της πόλης της Λεμεσού. Τα Κάτω Πολεμίδια, που συγκαταλέγονται (από το 1986) στους δήμους της επαρχίας Λεμεσού, καταλαμβάνουν διοικητική έκταση 22 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων.

 

Το χωριό είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 60 μέτρων, κοντά στη δυτική όχθη του ποταμού Γαρύλλη. Το υψόμετρο αυξάνεται από τα νότια προς τα βόρεια, όπου φθάνει τα 380 μέτρα.

 

Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση των Κάτω Πολεμιδιών κυριαρχούν οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου και οι αποθέσεις του σχηματισμού Πάχνας (εναλλασσόμενες στρώσεις κιμωλιών, μαργών και ψαμμιτών). Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ασβεστούχα εδάφη και τέρρα ρόζα (κοκκινοχώματα) σε καφκάλλα.

 

Η πλεονεκτική γεωγραφική θέση του χωριού, σε μικρή απόσταση από το αστικό κέντρο της Λεμεσού, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην αξιόλογη γεωργική, κτηνοτροφική, βιομηχανική και οικιστική του ανάπτυξη.

 

Τα Κάτω Πολεμίδια δέχονται μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 450 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή τους καλλιεργείται μια μεγάλη ποικιλία εποχιακών και μονίμων καλλιεργειών που περιλαμβάνουν αμπέλια (οινοποιήσιμες κυρίως ποικιλίες), αμυγδαλιές, εσπεριδοειδή (κυρίως πορτοκαλιές, λεμονιές, γκρέιπφρουτ και κλεμεντίνια), ελιές, χαρουπιές, φρουτόδεντρα (κυρίως μηλιές, αχλαδιές, ροδακινιές, κερασιές και δαμασκηνιές), σιτηρά, φιστίκια, νομευτικά φυτά, όσπρια και διάφορα είδη λαχανικών (κυρίως πατάτες, καρότα, τομάτες, καρπούζια, πεπόνια, κρεμμύδια, παντζάρια και φασολάκια). Μια σημαντική έκταση του χωριού αρδεύεται από γεωτρήσεις και πηγές, από το φράγμα των Πολεμιδιών, και με απευθείας άρδευση από τον Γαρύλλη.

 

Αρκετά ανεπτυγμένη είναι και η κτηνοτροφία του χωριού.

 

Μια άλλη σημαντική οικονομική δραστηριότητα των Κάτω Πολεμιδιών είναι η βιομηχανική. Στην περιοχή του χωριού δημιουργήθηκε και λειτουργεί βιομηχανική περιοχή. Τα είδη βιομηχανίας που αναπτύχθηκαν είναι, μεταξύ άλλων, η ραπτική ενδυμάτων, τα ξυλουργεία, η αγγειοπλαστική, η κατασκευή παιγνιδιών, η βιομηχανία ελαιοχρωμάτων και βερνικοχρωμάτων, και οι υπηρεσίες επιδιορθώσεως.

 

Τα Κάτω Πολεμίδια εξυπηρετούνται μ' ένα πολύ καλό συγκοινωνιακό δίκτυο. Βρίσκονται δίπλα στον κύριο δρόμο Λεμεσού - Πλατρών - Τροόδους, ο οποίος τα συνδέει τόσο με την πόλη της Λεμεσού, όσο και με τα ορεινά θέρετρα του Τροόδους. Συνδέονται επίσης στα βόρεια με το χωριό Πάνω Πολεμίδια, με το οποίο είναι σχεδόν ενωμένα, και στα νότια με τον κύριο δρόμο Λεμεσού - Πάφου. Ο νέος δρόμος Λευκωσίας - Λεμεσού περνά πολύ κοντά στα νότια του χωριού και συνεχίζεται μέχρι το χωριό Ερήμη.

 

Η μικρή απόσταση του χωριού από το μεγάλο αστικό κέντρο της Λεμεσού, η πολύ καλή οδική του σύνδεση και η αξιόλογη βιομηχανική, γεωργική και κτηνοτροφική του ανάπτυξη, υπήρξαν παράγοντες που συνέβαλαν αποφασιστικά και στην πληθυσμιακή του αύξηση, που υπήρξε ιδιαίτερα εντυπωσιακή μετά το 1931. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

 

1881 606  κάτοικοι
1891 758  κάτοικοι
1901 677  κάτοικοι
1911 818  κάτοικοι
1921 943  κάτοικοι
1931 966  κάτοικοι
1946 1.602  κάτοικοι (1.018 Ελληνοκύπριοι, 574 Τουρκοκύπριοι και 10 άλλων εθνικοτήτων)
1960 2.376  κάτοικοι (1.286 Ελληνοκύπριοι, 982 Τουρκοκύπριοι, 103 Βρετανοί και 5 άλλων εθνικοτήτων)
1973 1.682  κάτοικοι (και 1.100 περίπου Τουρκοκύπριοι που δεν αναφέρονται)
1976 5.148  κάτοικοι (Ελληνοκύπριοι)
1982 7.919  κάτοικοι
1992 15.985  κάτοικοι
2001 18.452 

κάτοικοι

 

Σήμερα (2019) ο Δήμος Πολεμιδιών υπολογίζεται ότι έχει 23.000 κατοίκους και είναι ο μεγαλύτερος Δήμος της Μείζονος Λεμεσού.

 

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι των Κάτω Πολεμιδιών εξαναγκάστηκαν από την ηγεσία τους να εγκαταλείψουν το χωριό τους και να μεταφερθούν, μαζί με όλους τους άλλους Τουρκοκυπρίους των ελεύθερων περιοχών, για εγκατάσταση στις κατεχόμενες περιοχές. Η μεταφορά τους έγινε το 1975.

 

Οι πληθυσμιακές αυξήσεις μετά το 1974 οφείλονται επίσης, σε μεγάλο βαθμό, στην εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Στην περιοχή του χωριού δημιουργήθηκαν τέσσερις κυβερνητικοί οικισμοί στέγασης προσφύγων, καθώς και 11 συνοικισμοί αυτοστέγασης προσφύγων σε κυβερνητικά οικόπεδα.

 

Τα Κάτω Πολεμίδια χωρίζονται σε έξι ενορίες: τον Άγιο Νικόλαο, την Παναγία Ευαγγελίστρια, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον Απόστολο Βαρνάβα, τον Μακάριο Γ΄ και την Ανθούπολη. 

 

Ένα σημαντικό μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, που δεν απασχολείται στη γεωργία - κτηνοτροφία και τις τοπικές βιομηχανίες, διακινείται για εργοδότηση προς την πόλη της Λεμεσού.

 

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, άρχισε σταθερή ζήτηση οικοπέδων στην περιοχή των Κάτω Πολεμιδιών, η οποία εντάθηκε μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Η προτίμηση για επενδύσεις και εγκατάσταση στο χωριό ήταν το αποτέλεσμα της σχετικά χαμηλής τιμής της γης σε συνδυασμό με τη μικρή απόστασή του από το αστικό κέντρο της Λεμεσού και τους παραδοσιακούς τόπους εργασίας, καθώς και μιας τάσης φυγής από το κέντρο προς τα προάστια.

 

ΣΗΜ.: Για ιστορικές αναφορές και περαιτέρω πληροφορίες, βλέπε στο λήμμα Πολεμίδια που ασχολείται τόσο με τα Κάτω όσο και με τα Πάνω Πολεμίδια.

 

2. Μέσα Γειτονιά:  Μεγάλο αμιγές ελληνικό χωριό της επαρχίας Λεμεσού, περί τα 2 χμ. βόρεια της πόλης της Λεμεσού, με την οποία είναι ήδη ενωμένη. Η Μέσα Γειτονιά, που καταλαμβάνει διοικητική έκταση μόλις 371 εκταρίων, περιλαμβάνεται (από το 1986) στους δήμους της επαρχίας Λεμεσού και είναι ο μικρότερος από αυτούς.

 

Το χωριό είναι κτισμένο κοντά στη δυτική όχθη του ποταμού Βαθυά, σε μέσο υψόμετρο 65 μέτρων. Στη στενόμακρη έκτασή του το υψόμετρο αυξάνεται σταθερά από τα νότια προς τα βόρεια. Στα νότιά του σύνορα είναι 35 μέτρα, αυξάνεται στα 65 μέτρα κοντά στον οικισμό και στα 200 μέτρα κοντά στα βόρειά του σύνορα.

 

Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι προσχώσεις των αναβαθμίδων και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Σε πολύ μικρότερη έκταση απαντώνται επίσης οι αποθέσεις του σχηματισμού Πάχνας (ψαμμίτες, μάργες και κρητίδες). Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ασβεστούχα εδάφη και κοκκινοχώματα (τέρρα ρόζα).

 

Η Μέσα Γειτονιά δέχεται μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 440 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή της καλλιεργούνται κυρίως τα αμπέλια (οινοποιήσιμες ποικιλίες), τα εσπεριδοειδή, οι αμυγδαλιές, τα φρουτόδεντρα (μηλιές, αχλαδιές, κερασιές, μπανανιές, ροδακινιές και χρυσομηλιές), οι ελιές, οι χαρουπιές, καθώς και λίγα σιτηρά και νομευτικά φυτά.

 

Η κτηνοτροφία είναι περιορισμένη.

 

Η βιομηχανία άρχισε να αναπτύσσεται στη Μέσα Γειτονιά κυρίως μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Τα είδη βιομηχανίας που αναπτύχθηκαν είναι μεταξύ άλλων η ζαχαροπλαστική, τα είδη πλεκτικής, η ραπτική ενδυμάτων, τα κλωστήρια και οι υπηρεσίες επιδιορθώσεως.

 

Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Μέσα Γειτονιά συνδέεται στα βόρεια με το γειτονικό χωριό  Άγιος Αθανάσιος (περί το 1 χμ.) με το οποίο είναι ενωμένη, και στα βόρεια-βορειοδυτικά με το χωριό Φασούλα (περί τα 8 χμ.). Συνδέεται επίσης στα νότια με την πόλη της Λεμεσού. Ο νέος δρόμος Λευκωσίας - Λεμεσού περνά από τα βόρεια του χωριού.

 

Η πολύ μικρή απόσταση του χωριού από το αστικό κέντρο της Λεμεσού συνέβαλε στην πληθυσμιακή του ανάπτυξη, η οποία υπήρξε αλματώδης από το 1960 και μετά. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

 

1881 117  κάτοικοι
1891 144  κάτοικοι
1901 203  κάτοικοι
1911 229  κάτοικοι
1921 275  κάτοικοι
1931 284  κάτοικοι
1946 434  κάτοικοι
1960 2.898  κάτοικοι
1973 7.007  κάτοικοι
1976 8.542  κάτοικοι
1982 8.685  κάτοικοι
1992 11.533  κάτοικοι
2001 13.565  κάτοικοι
2011 14.477  
2021 15.949  

 

Σήμερα (2009) η Μέσα Γειτονιά υπολογίζεται ότι έχει 15.000 κατοίκους. Οι πληθυσμιακές αυξήσεις μετά το 1974 οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, στην εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Ελληνοκυπρίων προσφύγων.

 

Η επενδυτική δραστηριότητα και η προτίμηση για εγκατάσταση στην περιοχή της Μέσα Γειτονιάς ήταν το αποτέλεσμα της σχετικά χαμηλής τιμής της γης, σε συνδυασμό με την πολύ μικρή απόστασή της από την πόλη της Λεμεσού. Η ανάπτυξή της επιταχύνθηκε μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Ένα μεγάλο μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού του χωριού διακινείται καθημερινά προς την πόλη της Λεμεσού για εργασία.

 

Η ονομασία υποδηλώνει γειτονιά (=περιοχή) της Λεμεσού που βρίσκεται προς τα μέσα, δηλαδή προς τα ενδότερα, στην αντίθετη πλευρά από τη θάλασσα που είναι η προς τα έξω περιοχή της πόλης. Ωστόσο σε παλαιότερες εποχές η Μέσα Γειτονιά δεν αποτελούσε γειτονιά της Λεμεσού αλλά χωριστό οικισμό που πιθανότατα είχε ιδρυθεί κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας η Μέσα Γειτονιά αποτελούσε φέουδο που όμως δεν γνωρίζουμε σε ποια οικογένεια ευγενών ανήκε. Οι Λατίνοι αλλοίωσαν την ονομασία του χωριού που απαντάται σε καταλόγους αλλά και σε παλαιούς χάρτες ως Mesativuda.

 

3. Άγιος Αθανάσιος:  Μεγάλο αμιγές ελληνικό χωριό της επαρχίας Λεμεσού, περί τα 4 χμ. βόρεια της πόλης της Λεμεσού. Καταλαμβάνει διοικητική έκταση 1.450 περίπου εκταρίων και συγκαταλέγεται (από το 1986) στους δήμους της επαρχίας Λεμεσού.

 

Ο    Άγιος Αθανάσιος είναι κτισμένος σε μέσο υψόμετρο 80 μέτρων. Το τοπίο του χωριού έχει μια κλίση προς τη θάλασσα. Κοντά στα βόρειά του σύνορα το υψόμετρο φθάνει τα 450 μέτρα.

 

Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική του έκταση κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Πάχνας (ψαμμίτες, μάργες και κρητίδες), οι προσχώσεις αναβαθμίδων και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν κοκκινοχώματα (τέρρα ρόζα), ξερορεντζίνες, ασβεστούχα και προσχωσιγενή εδάφη.

 

Ο Άγιος Αθανάσιος δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 450 χιλιοστόμετρα. Παλαιότερα οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία, καλλιεργούσαν σιτηρά και παρήγαν πολλά χαρούπια . Η περιοχή προσφερόταν επίσης για κτηνοτροφία, ενώ αρκετοί κάτοικοι ασχολούνταν με τη λατόμευση γυψόπετρας και τη γνωστή πέτρα ματσαγγάνα, που εχρησιμοποιείτο για το κτίσιμο κατοικιών και εκκλησιών. Μια άλλη ομάδα κατοίκων ασχολείτο με κατασκευή ασβέστη,ενώ στην περιοχή υπήρχαν πολλά λατομεία (βίνες) και πολλά καμίνια ασβεστοποιίας. Παράλληλα πολλοί κάτοικοι ήταν ξυλοκόποι και τροφοδοτούσαν την πόλη της Λεμεσού με καυσόξυλα.

 

Σήμερα η σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα του Αγίου Αθανασίου είναι η βιομηχανική. Είναι πολύ λίγα τα χωριά της Κύπρου που έχουν ανεπτυγμένα τόσα είδη βιομηχανίας και τόσες πολλές βιομηχανικές μονάδες. Στην περιοχή του δημιουργήθηκαν και λειτουργούν μια βιομηχανική περιοχή και μια βιομηχανική ζώνη, στην οποία λειτουργούν πέραν των 110 βιομηχανικών μονάδων με εργατικό δυναμικό που ξεπερνά τις 2500. Τα κυριότερα είδη βιομηχανίας που αναπτύχθηκαν είναι η ζαχαροπλαστική, η μακαρονοποιία, τα είδη διατροφής, η ποτοποιία, τα κεντήματα, η υποκαμισοποιία, τα ξυλουργεία, η ραπτική εσωρούχων, η βαλιτσοποιία, οι χημικές βιομηχανίες, τα μωσαϊκά, τα μεταλλικά έπιπλα και σκεύη, η κατασκευή σκαφών και λέμβων, οι φωτεινές επιγραφές, τα ηλεκτρικά είδη, η κατασκευή κουμπιών κ.α.

 

Στη νοτιοανατολική παραλιακή περιοχή του Αγίου Αθανασίου, γνωστή ως «Αγιο Γιωρκούδι-Φραγκούδι» βρίσκονται ξενοδοχεία, τουριστικά διαμερίσματα και πολλές τουριστικές και άλλες επιχειρήσεις, υπηρεσίες, εμπορικά κέντρα. Παράλληλα παρατηρείται μια σημαντική ανάπτυξη στις υπηρεσίες , κέντρα αναψυχής , εστιατόρια , τράπεζες και καταστήματα.

 

Από συγκοινωνιακής απόψεως, ο Άγιος Αθανάσιος συνδέεται στα νότια με το γειτονικό προάστιο της Μέσα Γειτονιάς (περί το 1 χμ.) και μέσω του με την πόλη της Λεμεσού. Ο νέος δρόμος Λευκωσίας - Λεμεσού περνά από τα νότιά του και το χωρίζει από τη Μέσα Γειτονιά.

 

Η πολύ μικρή απόσταση του χωριού από το αστικό κέντρο της Λεμεσού, η μεγάλη βιομηχανική του ανάπτυξη και οι προσοδοφόρες γεωργικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, υπήρξαν παράγοντες που συνέβαλαν αποφασιστικά και στην πληθυσμιακή του αύξηση. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

 

1881 172  κάτοικοι
1891 249  κάτοικοι
1901 280  κάτοικοι
1911 372  κάτοικοι
1921 467  κάτοικοι
1931 529  κάτοικοι
1946 759  κάτοικοι
1960 1.183  κάτοικοι
1973 1.408  κάτοικοι
1976 2.279  κάτοικοι
1982 5.899  κάτοικοι
1992 6.930  κάτοικοι
2001 5.083  κάτοικοι
2011 14.347  
2021 16.563  

 

Οι πληθυσμιακές αυξήσεις μετά το 1974 οφείλονται επίσης, σε μεγάλο βαθμό, στην εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Στην περιοχή του χωριού δημιουργήθηκαν δυο κυβερνητικοί οικισμοί στέγασης προσφύγων. Οι οικισμοί αυτοί είναι εκείνοι της Λινόπετρας και του Αγίου Αθανασίου. Σήμερα (2009) ο πληθυσμός του Αγίου Αθανασίου υπολογίζεται ότι ξεπερνά τις 13.000.

 

Ένα σημαντικό μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού του Αγίου Αθανασίου απασχολείται στις τοπικές βιομηχανίες, τη γεωργία, τη κτηνοτροφία, τις κατασκευές, τις μεταφορές, τα εστιατόρια και τις μονάδες μικροεμπορίου που λειτουργούν στην περιοχή του. Το υπόλοιπο μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, διακινείται καθημερινά για εργοδότηση στην πόλη της Λεμεσού.

 

Το χωριό πήρε το όνομά του από τον μεγάλο ιεράρχη της Αλεξανδρείας Αθανάσιο, τον νικητή του Αρείου στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.) σε συνεργασία, κατά την κυπριακή εκκλησιαστική παράδοση, με τον Κύπριο επίσκοπο Τρεμιθούντος Σπυρίδωνα. Προφανώς η δόξα του αγίου Αθανασίου και η συντηρητικότητα των Κυπρίων στα θρησκευτικά θέματα υπήρξαν οι λόγοι της ονομασίας του χωριού με το όνομα του μεγάλου ιεράρχη ο οποίος από νωρίς μπήκε στο εορτολόγιο της Ορθοδοξίας. Εξάλλου η γειτνίαση και οι στενές σχέσεις Αλεξανδρείας και Λεμεσού, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ανάρρηση του Αμαθουσίου («Λεμεσιανού») αγίου Ιωάννη* του Ελεήμονος στον πατριαρχικό θρόνο Αλεξανδρείας στις αρχές του 7ου μ.Χ. αιώνα, πιθανόν να συνέβαλαν στην ονομασία του χωριού, που δεν είναι γνωστό από πότε ακριβώς είναι ιδρυμένο. Μπορούμε όμως να θεωρήσουμε βέβαιη την υπόθεση ότι το χωριό είχε ιδρυθεί κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Σήμερα το χωριό έχει άκομψη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου και κοντά άλλη, αγροτικού ρυθμού, εκκλησία του 18ου αιώνα, αφιερωμένη στον άγιο Μηνά. Περί τα 5 χμ. στα βόρεια βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας Σφαλαγγιώτισσας.

 

Σύμφωνα προς τοπική παράδοση, κατά τον 17ο αιώνα ζούσαν ή είχαν εγκατασταθεί στο χωριό και Τούρκοι, που όμως ο προστάτης του άγιος Αθανάσιος δεν τους ήθελε και τους ανάγκασε να φύγουν. Ωστόσο δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι είχαν κατοικήσει ποτέ Τούρκοι στο χωριό, το οποίο φαίνεται ότι είχε παραμείνει, καθ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αμιγώς ελληνικό.

 

Στην περιοχή του χωριού βρέθηκαν αρχαία ασβεστολιθική επιγραφή και μερικά άλλα αρχαία αντικείμενα. Οι ασβεστολιθικές πέτρες για οικοδομικούς σκοπούς λατομεύονταν από την περιοχή του Αγίου Αθανασίου και της γειτονικής Αγίας Φύλας από το 1880 και εξής. Μεταξύ των δυο χωριών ρέει το ρυάκι Βαθυάς. Σε σημεία της κοίτης του είναι ακόμη ορατά μερικά ερείπια που πιθανόν να είναι των Μεσαιωνικών χρόνων.

 

Ο G. Jeffery, που επισκέφθηκε τον Άγιο Αθανάσιο στις αρχές του 20ού αιώνα, γράφει ότι τόσο ο οικισμός αυτός όσο κι εκείνος της Μέσα Γειτονιάς ήσαν χωρίς ενδιαφέρον.

 

4. Γερμασόγεια:  Μεγάλο αμιγές ελληνικό χωριό της επαρχίας Λεμεσού, το οποίο έχει κηρυχθεί σε Δήμο. Σήμερα διαθέτει πληθυσμό 13000. βλέπε σχετικό λήμμα.

 

5. Ζακάκι:  Αμιγές ελληνικό χωριό της επαρχίας Λεμεσού, για το οποίο βλέπε σχετικό λήμμα.

 

6. Αγία Φύλα (Αγία Φύλαξις):  Μεγάλο αμιγές ελληνικό χωριό της επαρχίας Λεμεσού, η διοικητική έκταση του οποίου εντάχθηκε από τις 22.4.1977 στα δημοτικά όρια της πόλης της Λεμεσού. Βρίσκεται περί τα 5 χμ. βόρεια της πόλης.

 

Η Αγία Φύλα είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 100 μέτρων και το τοπίο της έχει μια γενική κλίση προς τα νότια. Από γεωλογικής απόψεως στην περιοχή της κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Πάχνας (ψαμμίτες, μάργες και κρητίδες), οι προσχώσεις αναβαθμίδων και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ασβεστούχα εδάφη και κοκκινοχώματα (τέρρα ρόζα).

 

Το χωριό δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 450 χιλιοστόμετρα. Στην  περιοχή   του  καλλιεργούνται τα αμπέλια (επιτραπέζιες και οινοποιήσιμες ποικιλίες), τα εσπεριδοειδή, τα φρουτόδεντρα (κυρίως μηλιές, ροδακινιές και κερασιές), οι αμυγδαλιές, οι ελιές, οι χαρουπιές, τα νομευτικά φυτά, τα σιτηρά και λίγα λαχανικά. Η κτηνοτροφία είναι περιορισμένη.

 

Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Αγία Φύλα συνδέεται στα βορειοδυτικά με το χωριό Παλώδια (περί τα 9 χμ.) και στα νότια με την πόλη της Λεμεσού. Ο νέος δρόμος Λευκωσίας - Λεμεσού περνά περί τα 2 χμ. νότια του χωριού.

 

Η Αγία Φύλα, λόγω κυρίως της γειτνίασής της με το δυναμικό αστικό κέντρο της Λεμεσού, γνώρισε αξιόλογη πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

 

1881 378  κάτοικοι
1891 493  κάτοικοι
1901 532  κάτοικοι
1911 703  κάτοικοι
1921 755  κάτοικοι
1931 669  κάτοικοι
1946 1.109  κάτοικοι
1960 5.231  κάτοικοι
1973 10.664  κάτοικοι
1976 14.590  κάτοικοι
1982 κάτοικοι
1992 6.788 κάτοικοι
2001 11.463  κάτοικοι

 

Με την επέκταση των δημοτικών ορίων της πόλης της Λεμεσού το 1977, η Αγία Φύλα περιελήφθη στην έκτασή της και σήμερα αποτελεί ενορία της πόλης. Οι πληθυσμιακές αυξήσεις της Αγίας Φύλας μετά το 1974, οφείλονται επίσης στην εγκατάσταση σ' αυτήν μεγάλου αριθμού Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Στην περιοχή της δημιουργήθηκε συνοικισμός αυτοστέγασης προσφύγων σε κυβερνητική γη.

 

Ο αρχικός οικισμός της Αγίας Φύλας αναπτύχθηκε γύρω από την εκκλησία την Χρυσοφιλιώτισσα, για να επεκταθεί αργότερα και σε άλλες περιοχές. Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρήθηκε μεγάλη ζήτηση οικοπέδων για σκοπούς εγκατάστασης και επένδυσης στην περιοχή του χωριού που γειτνιάζει με την πόλη της Λεμεσού. Η προτίμηση για εγκατάσταση και επενδυτική δραστηριότητα στην περιοχή αυτή ήταν αποτέλεσμα κυρίως της σχετικά χαμηλής τιμής της γης, σε συνδυασμό με την πολύ μικρή της απόσταση από το αστικό κέντρο της Λεμεσού.

 

Το χωριό υφίστατο τουλάχιστον από την περίοδο της Φραγκοκρατίας, μάλιστα ακριβώς με την ίδια ονομασία. Σε παλαιούς χάρτες βρίσκεται σημειωμένο ως Sepila. Η πραγματική ονομασία του χωριού είναι Αγία  Φύλαξις  (απ' όπου το συντομότερο Αγία  Φύλα), ονομασία που καθιερώθηκε επειδή οι κάτοικοι του χωριού είχαν αναγνωρίσει ως προστάτιδά τους την Παναγία που τους φύλαγε. Η αφιέρωση του χωριού στην φύλαξη της Παναγίας αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι εκ παραδόσεως ετελούντο πανηγύρια στις 15 Αυγούστου και στις 8 Σεπτεμβρίου, που είναι γιορτές της Παναγίας. Υπάρχει ωστόσο και η άποψη (Σίμος Μενάρδος) ότι αρχικά η ονομασία Αγία Φύλαξις πιθανώς αποδιδόταν στην θείαν φύλαξιν (όπως και το Αγία Σοφία του Θεού, το Αγία Ειρήνη κ.ά.).

 

Η ονομασία του χωριού αποδεικνύει πάντως, ότι τούτο είχε ιδρυθεί πριν από την περίοδο της Φραγκοκρατίας, κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ήταν φέουδο που όμως δεν γνωρίζουμε σε ποιόν ευγενή ανήκε.

 

Στην περιοχή της Αγίας Φύλας βρέθηκαν παλαιότερα μερικά αρχαία αντικείμενα και υπολογίζεται ότι υπάρχει αρχαιολογικός χώρος, δεν έχουν όμως γίνει συστηματικές ανασκαφικές έρευνες. Μερικά ερείπια, πιθανώς των Μεσαιωνικών χρόνων, υπάρχουν ακόμη και είναι ευδιάκριτα κατά μήκος της κοίτης του ρυακιού μεταξύ της Αγίας Φύλας και του Αγίου Αθανασίου.

 

Στην Αγία Φύλα υπάρχουν εκκλησίες αφιερωμένες στην Παναγία, στον άγιο Δημητριανό και στον άγιο Δομέτιο.

 

Σήμερα η Αγία Φύλα έχει ενωθεί με την πόλη της Λεμεσού, της οποίας και αποτελεί προάστιο. Είναι όμως ευδιάκριτος, στο κέντρο του προαστίου, ο παλαιότερος πυρήνας του χωριού.

 

Από την περιοχή της Αγίας Φύλας και του Αγίου Αθανασίου λατομεύονταν άσπρες ασβεστολιθικές πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν παλαιότερα για την οικοδόμηση πολλών κτιρίων και εκκλησιών σε διάφορα μέρη της Κύπρου.

 

 

Άλλες γενικές πληροφορίες για τα προάστιατης Λεμεσού:

 

Πληθυσμός:  Τα προάστια της Λεμεσού γνώρισαν, μετά την τουρκική εισβολή του 1974, μια πολύ μεγάλη και απότομη αύξηση πληθυσμού που, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται στην εγκατάσταση σ' αυτά μεγάλου αριθμού Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Το 1976 ήσαν εγκατεστημένοι στα προάστια αυτά 5.143 πρόσφυγες, η κατανομή των οποίων είχε ως ακολούθως:

 

Γερμασόγεια και Ποταμός Γερμασόγειας 342
Άγιος Αθανάσιος 627
Μέσα Γειτονιά 2.096
Κάτω Πολεμίδια 2.078

 

Η πυραμίδα των ηλικιών της περιοχής είναι κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ της πυραμίδας των ηλικιών των αναπτυσσομένων χωρών (πλατιά βάση) και εκείνης των ανεπτυγμένων που έχουν πλατιά κορυφή, αποτέλεσμα του ψηλού ποσοστού ηλικιωμένων ατόμων.

 

Οι πυκνότητες είναι μεγαλύτερες στους πυρήνες των προαστίων και πέφτουν σταδιακά όσο η απόσταση απ' αυτούς αυξάνεται. Στους πυρήνες των προαστίων απαντάται κάποιας μορφής έννοια της «γειτονιάς».

 

Απασχόληση:  Η βιομηχανική περιοχή Αγίου Αθανασίου αποτελεί ένα από τα σημαντικά κέντρα βιομηχανικής απασχόλησης της μείζονος περιοχής της Λεμεσού (βιομηχανίες μεταποίησης και αποθήκες).

 

Σημαντικό κέντρο απασχόλησης αποτελούν επίσης η τουριστική περιοχή του Ποταμού της Γερμασόγειας και η παραλιακή περιοχή της Γερμασόγειας στα βορειοανατολικά της πόλης της Λεμεσού.

 

Κυκλοφορία:  Μεγάλο μέρος της τροχαίας κυκλοφορίας παρατηρείται μεταξύ του κέντρου της πόλης, της περιφέρειας και των προαστίων προς τους τόπους απασχόλησης, που είναι οι βιομηχανικές ζώνες και η τουριστική παραλιακή περιοχή.

 

Η κυκλοφοριακή συμφόρηση που σημειωνόταν,   ιδιαίτερα κατά τους μήνες της τουριστικής κίνησης, έχει απαμβλυνθεί μετά την κατασκευή ανισόπεδων κόμβων σε όλο το μήκος του υπεραστικού δρόμου που διασχίζει τη Λεμεσό. Οι κατασκευαστικές εργασίες άρχισαν το 2003 και ολοκληρώθηκαν το 2008.

 

Εμπόριο:  Η γεωγραφική κατανομή των καταστημάτων καθώς και ο αριθμός των απασχολουμένων κατά το 1976, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα:

 

  ΑΡ. ΜΟΝΑΔΩΝ ΑΡ. ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ
Κάτω Πολεμίδια 53 107
Μέσα Γειτονιά 46 63
Άγ. Αθανάσιος 26 45
Γερμασόγεια και Ποταμός Γερμασ. 49 271
ΣΥΝΟΛΟ 174 486

 

Το κύριο χαρακτηριστικό της γεωγραφικής κατανομής των καταστημάτων του λιανικού εμπορίου είναι η διασπορά τους σε μεγάλη έκταση και κατά μήκος των  κύριων οδικών αρτηριών, όπως για παράδειγμα τα τελευταία χρόνια κατά μήκος του παραλιακού δρόμου στην περιοχή της Γερμασόγειας.

 

Εκπαίδευση:  Ο αριθμός των μαθητών τόσο της στοιχειώδους όσο και της μέσης εκπαίδευσης αυξήθηκε σημαντικά μετά τα γεγονότα του 1974 και τη μετακίνηση προς την περιοχή των προαστίων της Λεμεσού σημαντικού αριθμού εκτοπισμένων. Τούτο είχε σαν αποτέλεσμα το 1982 να υπάρχει ακόμη έλλειψη σχολικών κτιρίων.

 

Τουρισμός: Από τα προάστια της Λεμεσού αξιόλογη τουριστική ανάπτυξη είχε η παραλιακή περιοχή της Γερμασόγειας, στα βορειοανατολικά της πόλης της Λεμεσού. Η ανάπτυξη της περιοχής αυτής ξεκίνησε βασικά μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την απώλεια των κατ' εξοχήν τουριστικών περιοχών της Κερύνειας και της Αμμοχώστου.

 

Η αύξηση των τουριστικών κλινών τόσο σε ξενοδοχεία, όσο και σε οργανωμένα διαμερίσματα υπήρξε θεαματική. Η παραλιακή τουριστική ανάπτυξη όμως δεν έγινε προγραμματισμένα και τούτο είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, την εμφάνιση πολύ ψηλών κτιρίων σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα και την πολύ πυκνή ανάπτυξη της περιοχής.

 

Χαρακτήρας της περιοχής των προαστίων: Στους πυρήνες των προαστίων περιλαμβάνονται καλά δείγματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Απαντάται το συνεχές σύστημα δόμησης, με τα πιο πολλά κτίρια να είναι χαμηλά και κτισμένα με πέτρα και στέγη από κεραμίδια. Σιγά-σιγά όμως, με την ανάπτυξη που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια, τα παραδοσιακά σπίτια εξαφανίζονται και εμφανίζονται νέες οικοδομές σε διαφορετική κλίμακα και χαρακτήρα.

 

Ένα άλλο τμήμα των προαστίων κτίζεται με το ελεύθερο σύστημα δόμησης, με οικοδομές χωρίς χαρακτήρα και χρώμα. Τα τελευταία χρόνια επεκράτησε η τάση για ψηλά κτίρια και μεγάλες πυκνότητες, πράγμα που δημιουργεί επιπρόσθετες αντιθέσεις.

 

Η κατάσταση στην παραλιακή περιοχή της Γερμασόγειας είναι ακόμη πιο προβληματική, γιατί κτίστηκαν ψηλά κτίρια με μεγάλες πυκνότητες, πολύ κοντά στην παραλία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία «τείχους» που σκιάζει την παραλία και αποκόπτει τη θέα και την πρόσβαση προς τη θάλασσα.

Φώτο Γκάλερι

Image