Ονομασία αρχαίας πόλης της Κύπρου, της σημερινής Λευκωσίας, πρωτεύουσας του νησιού. Η αρχαία ονομασία της πόλης απαντάται σε διάφορους τύπους σε μερικές πηγές, όπως Λέδραι (αἱ), Λῆδρος (ο), Λῆδρον (το), Λέδροι (οι) ή Λέδρα (τα), ενώ παραδόξως έχει επικρατήσει στα νεότερα χρόνια ο τύπος Λήδρα (η) που δεν μαρτυρείται σε καμιά αρχαία πηγή.
Ονομασίες και αναφορές: Η ονομασία Λέδραι (αι), που θεωρείται ότι ήταν και η ορθή, προκύπτει γλωσσολογικά από το τοπικό επίθετο Λέδριος (ο), δηλωτικό των κατοίκων της πόλης, ,που απαντάται σε διάφορες συλλαβικές επιγραφές που έχουν βρεθεί. Αλλά και σε αλφαβητική επιγραφή των τελών του 4ου π.Χ. αιώνα, που περιέχει επίγραμμα αφιερωμένο στον Νικοκλή (τελευταίο βασιλιά της Πάφου), γίνεται αναφορά στο Λέδριον τέμενος της Παφίας Ἀφροδίτης (Λεδρίῳ ἐν τεμένει Παφίας...), πράγμα που μεταξύ άλλων μαρτυρεί ότι στις Λέδρες λατρευόταν η Αφροδίτη που είχε και φημισμένο ναό.
Αλλά και σε μεταγενέστερα (βυζαντινά) κείμενα, γίνονται σχετικές αναφορές από τις οποίες προκύπτει ότι η ονομασία της πόλης ήταν Λέδραι (αἱ).
Ο Νικηφόρος Κάλλιστος, στο έργο του Ἐκκλησιαστική Ἱστορία (8.42) αναφέρεται στον επίσκοπο και άγιο Τριφύλλιο, γράφοντας: ...Συνόδου γάρ ποτέ γενομένης, ἕνα εἶναι καί Τριφύλλιον ἐκεῖνον τόν Λεδρῶν ἐπίσκοπον, λόγου τε ἀρκούντως πεπειραμένον... κλπ.
Ο Σωζομενός επίσης, στο έργο του Ἐκκλησιαστική Ἱστορία (1.11), γράφει: ...Εἶναι δέ σύν αὐτοῖς Σπυρίδωνα τοῦτον, καί Τριφύλλιον τόν Λεδρῶν ἐπίσκοπον, ἄνδρα ἄλλως τε ἐλλόγιμον... κλπ.
Επίσης στον Βίο του αγίου Αυξιβίου (7), γίνεται λόγος για τον μαρτυρικό θάνατο του αποστόλου Βαρνάβα στη Σαλαμίνα της Κύπρου και την καταδίωξη του συντρόφου του, ευαγγελιστή Μάρκου, τον οποίο αναζητούσαν οι Ιουδαίοι, κι ο οποίος έφυγε (από τη Σαλαμίνα) καί κατεδίωξαν αὐτόν ἕως Λεδρῶν...
Στις Πράξεις Βαρνάβα πάλι (Acta Barn., 25), γίνεται επίσης λόγος για την καταδίωξη του Μάρκου από τους Ιουδαίους της Σαλαμίνος:... Ὡς δέ ἐκρύβημεν ἐν τῷ τόπῳ, ζήτησιν οὐκ ὀλίγην ἐποιήσαντο οἱ Ἰουδαῖοι καθ' ἡμῶν, καί μόλις εὑρόντες κατεδίωξαν ἕως τῆς κώμης Λεδρῶν καί εὑρόντες κἀκεῖ σπήλαιον πλησίον τῆς κώμης κατεφύγομεν ἐν αὐτῷ...
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πιο πάνω απόσπασμα οι Λέδρες χαρακτηρίζονται ως κώμη (=μικρή πόλη) κι όχι ως πόλις. Πράγμα που σημαίνει ότι κατά τα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα οι Λέδρες θα πρέπει να ήταν πολίχνη, όχι ιδιαίτερα σημαντική.
Στο Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως (Synax. Const., καταχώρηση στις 23 Ιουνίου), όπου γίνεται λόγος για τον μάρτυρα Αριστοκλή των αρχών του 4ου μ.Χ. αιώνα, αναφέρεται ότι αυτός αφού έφυγε από τη γενέτειρά του Ταμασσό για να μεταβεί στη Σαλαμίνα, πορευόμενος ἔφθασεν ἐν Λέδροις εἰς τόν οἶκον τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Βαρνάβα, ὅπου συνάντησε τόν διάκονο Ἀθανάσιο καί τόν ἃγιο Δημητριανό.
Από τον τύπο ἐν Λέδροις, προκύπτει ότι στην ονομαστική η ονομασία της πόλης θα πρέπει να ήταν Λέδροι (οι), ή Λέδρα (τα), που δεν μαρτυρείται από άλλες πηγές.
Ο τύπος της ονομασίας Λῆδρος (ο), ή Λῆδρον (το), προέκυψε από αναφορά του αγίου Ιερωνύμου που γράφει για τον άγιο Τριφύλλιο: Triphyllius, Cypri Ledrensis sive Leucotheon episcopus...
Δηλαδή:
Ο Τριφύλλιος [ήταν] επίσκοπος Λέδριος, δηλαδή των Λευκοθέων της Κύπρου..., όπου όμως το Λέδριος είχε μεταφραστεί τότε ως Λήδρου, που δίνει στην ονομαστική τον τύπο Λῆδρος ή και Λῆδρον που όμως δεν μαρτυρείται πουθενά αλλού. Όπως επίσης σε καμιά πηγή δεν μαρτυρείται ο τύπος Λήδρα (η) που επεκράτησε λανθασμένα στη σύγχρονη εποχή ۬ η ονομασία αυτή δόθηκε και στην κεντρικότερη οδό της εντός των τειχών Λευκωσίας.
Βλέπε λήμμα: Αγιος Τριφύλλιος
Τα Προϊστορικά χρόνια: Στην περιοχή της μείζονος Λευκωσίας κατοίκησαν άνθρωποι από τα Προϊστορικά χρόνια και πολύ πριν από την ίδρυση του αρχαίου βασιλείου των Λεδρών. Διάφορα ευρήματα τείνουν ν' αποδείξουν ότι η περιοχή κατοικήθηκε από τα τέλη της Νεολιθικής εποχής και τις αρχές της Χαλκολιθικής, δηλαδή γύρω στα 3900 π.Χ. Ο Πορφύριος Δίκαιος ανέφερε το 1935 ότι στην αριστερή όχθη του Πηδιά ποταμού, στην περιοχή Προδρόμου (που ήταν τότε αραιοκατοικημένη), είχε προσέξει τα κατάλοιπα θεμελίων από μικρές πέτρες, ανάμεσα στα οποία βρίσκονταν διάφορα εργαλεία από πυριτόλιθο και τεμάχια ερυθρών στιλβωμένων αγγείων. Κατά τη γνώμη του, η ανακάλυψη αποκτούσε μεγαλύτερη σημασία επειδή αυτή έγινε πολύ κοντά στην πρωτεύουσα Λευκωσία, υπέδειξε δε τη σχέση ανάμεσα στον οικισμό της περιοχής Προδρόμου και στη νεκρόπολη της Αγίας Παρασκευής, τονίζοντας επίσης το σχετικά μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ των δυο χώρων.
Ο νεολιθικός ή χαλκολιθικός οικισμός (για τον οποίο ελλείπουν λεπτομερή στοιχεία) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η αρχή της πόλης και του βασιλείου των Λεδρών, βρισκόταν όμως στην ίδια περιοχή. Η περιοχή των Λεδρών, και γενικότερα η πεδιάδα της Μεσαορίας, δεν αποτελούσε ελκυστική περιοχή εγκατάστασης των νεολιθικών Κυπρίων γιατί δεν παρείχε επαρκή ασφάλεια. Φαίνεται όμως ότι περί το τέλος της Νεολιθικής εποχής, μερικοί απέκτησαν το θάρρος να προχωρήσουν προς την βαλτώδη πεδιάδα και να διαλέξουν την περιοχή της αριστερής όχθης του Πηδιά για εγκατάσταση. Η αλλουβιακή γη προσφερόταν για καλλιέργειες, υπήρχε άφθονο νερό για τις καθημερινές ανάγκες και υφίσταντο καλές συνθήκες για ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Ο ποταμός Πηδιάς διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην ανάπτυξη οικισμών στην περιοχή της Λευκωσίας, κι από κάποιον από τους οικισμούς αυτούς εξελίχθηκε τελικά η αρχαία πόλη των Λεδρών, από την οποία προήλθε και η σημερινή πρωτεύουσα της Κύπρου. Η περιοχή της μείζονος Λευκωσίας ήταν, πάντως, αναμφίβολα κατοικημένη από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (2500-1900 π.Χ.), με κυριότερο χώρο τον οικισμό στον οποίο ανήκε το νεκροταφείο που βρέθηκε στον λόφο της Αγίας Παρασκευής. Άλλος οικισμός της εποχής του Χαλκού βρισκόταν στον Λόφο του Λεονταριού (γνωστό σαν Άρωνας) στην Αθαλάσσα, και ένας τρίτος οικισμός στην ίδια τη Λευκωσία.
Βλέπε λήμματα: Λεοντάρι βουνό και Λευκωσία πόλη- αρχαιότητες
Ο Λόφος του Λεονταριού, ένας τραπεζοειδής λόφος ύψους 85 περίπου μέτρων, αποτελεί το υψηλότερο σημείο της πεδιάδας της Μεσαορίας (181 μέτρα) και βρίσκεται σε απόσταση 6 χμ. περίπου από τη Λευκωσία. Στην κορφή του υπήρχε μεσαιωνικό φρούριο (βλέπε λήμμα Άρωνας) αλλά ανευρέθησαν και ίχνη προϊστορικής χρησιμοποίησής του, όπως μερικοί τάφοι της εποχής του Χαλκού. Τον χώρο είχαν ερευνήσει ο Ohnefalsch - Richter και ο Oberhummer το 1887, καθώς κι ο M.R. James το 1888, αλλά νεότερες συστηματικές ανασκαφές δεν έγιναν. Τον χώρο είχε μελετήσει λεπτομερέστερα από τους άλλους δυο ο M.R. James: θεμέλια οικοδομών, λάκκους σκαμμένους στον βράχο (ένας απ' αυτούς έχει βάθος πάνω από 11 μέτρα) και τάφους. Ο λόφος ήταν, πιθανώς, από τότε, περιοχή στρατιωτικού καταυλισμού, κατά τα ανήσυχα χρόνια του συνεχούς ανταγωνισμού δυτικής και ανατολικής Κύπρου για τον έλεγχο της παραγωγής και της εκμετάλλευσης του πολύτιμου χαλκού, αλλά και με την ύπαρξη εξωτερικών εχθρών (Υκσώς). Αποτελούσε, ίσως, ένα από μια αλυσίδα οχυρών της Μέσης εποχής του Χαλκού, από τη Νιτοβίκλα στην Καρπασία μέχρι τη Μεσαορία, την κεντρική Κύπρο (Άρωνας, Νικολήδες) και την Επισκοπή της Λεμεσού. Δεν είναι όμως γνωστό εάν και πόσο στενά συνδεόταν ο καταυλισμός στον Άρωνα με την αρχαία πόλη των Λεδρών.
Βλέπε λήμμα: Αρωνας
Το λοφώδες οροπέδιο της Αγίας Παρασκευής, στα νότια της Λευκωσίας, είναι χώρος νεκρόπολης και κοντά του θα πρέπει να υφίστατο, βέβαια, αρκετά μεγάλος οικισμός της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (2500-1900 π.Χ.), οπότε είχαν αναπτυχθεί και άλλοι σημαντικοί οικισμοί στη δυτική πεδιάδα (Μόρφου, Βασίλεια, Κυρά, Φιλιά, Χρυσηλιού κ.ά.)., Ο περιβόητος Τσεσνόλα υποπτεύθηκε πρώτος την ύπαρξη αρχαίας πόλης, το 1877, από μερικές ανακαλύψεις στην Αγία Παρασκευή. Ο Ohnefalsch - Rich-ter ερεύνησε αρκετούς τάφους το 1884-85, εργαζόμενος για λογαριασμό της αποικιακής κυβέρνησης του νησιού αλλά και ιδιωτών, συνέχισε δε μέχρι το 1888 οπότε συνεργάστηκε μαζί του και ο J. L. Myres. Ο τελευταίος ερεύνησε αργότερα (1894) μερικούς τάφους στους οποίους βρήκε αγγεία και άλλα αντικείμενα. Ενδιαφέροντα είναι ιδιαίτερα διάφορα ζωόμορφα αγγεία. Δεν βρέθηκαν όμως ακέραια μυκηναϊκά αγγεία. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων έκαμε επίσης ανασκαφές στην Αγία Παρασκευή το 1928, οπότε ερευνήθηκαν άλλοι 6 τάφοι, κι αργότερα μέχρι και το 1973 (λεπτομερέστερα βλέπε στο λήμμα Λευκωσία [πόλη], κεφάλαιο αρχαιολογικός χώρος).
Οικισμός ανακαλύφθηκε από τον Πορφύριο Δίκαιο το 1936 στην ίδια τη Λευκωσία, ύστερα από τυχαία ανεύρεση ορειχάλκινου αγαλματιδίου από εργάτες που έσκαφταν κοντά στον προμαχώνα Ντάβιλα. Κατά τη γνώμη του Δίκαιου, ο οικισμός αυτός της Πρώιμης εποχής του Χαλκού, που εκτεινόταν από τη σημερινή λεωφόρο Διγενή Ακρίτα προς τον προμαχώνα Κωνστάντζο και συνεχιζόταν δυτικά προς την πλατεία Ελευθερίας και που εν μέρει είχε καταστραφεί κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια όταν δημιουργήθηκε η τάφρος, είχε σχέση με την νεκρόπολη της Αγίας Παρασκευής.
Παρά το ότι δεν έχουν γίνει μεγάλης εκτάσεως ανασκαφικές έρευνες και δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες και τελεσίδικα συμπεράσματα, ωστόσο μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι η πρωτεύουσα Λευκωσία δεν είναι μια μεσαιωνική πόλη αλλά μια πόλη που προήλθε από κάποιον προϊστορικό οικισμό. Στην περιοχή της η κατοίκηση ήταν σχεδόν συνεχής, από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού μέχρι τα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια και το τέλος της Αρχαιότητας, συνέχισε δε να υφίσταται και ν' αναπτύσσεται κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, οπότε γνώρισε μεγάλη ακμή κι έγινε πρωτεύουσα του νησιού.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια