Λεβάντης

Πρόσωπο των δημοτικών κυπριακών τραγουδιών. Βασιλιάς που έχει θαυμαστή αυλή και εξαίρετη κόρη την οποία απάγει ο Διγενής* όταν ακούει την φήμη της από Κατσίγγανους*:

 

Σαν του Λεβάντου την αυλήν, άλλην αυλήν εν εία·

Aππ' έσσω εν' με το ψηφίν τζ'ι' αππέξω με τον τόρνον

τζ'αι μέσα κόρη κάθεται, του ήλιου φέγγος έσ’ει.

Έσ 'ει φεγγάριν πρόσωπον, τον ήλιον μηλοβούτσ ‘ια,

δκυό άστρη που τον ουρανόν έσ 'ει καμαροφρύδκια.

Του Γιαννακού την προξενούν τζ'αι θεν να τους αρμ;aσουν,

του Γιαννακού 'εν πρέπει του, παρά του Διενάτζ'η,

που ‘ν’ άξιος τζ'αι πότορμος, για να την εβλεπίση...

 

(Βασική Βιβλιοθήκη, τόμ. 46, σ. 8, στ. 14-21).

 

Σε άλλες παραλλαγές πατέρας της κόρης είναι ο Αλιάντρης*.

 

Ανάμνηση της αυλής του Λεβάντη υπάρχει και σε παραλλαγή του τραγουδιού της Αροδαφνούσας:

 

...Μεσ' στου Λεβάντη την αυλήν ετρώασιν τζ'ι' επίνναν,

τζ'ι   απού τοβ βάσμον τομ πολλ;yν επέσσαν τα ποτήρκα...

 

(Ακαδημίας Αθηνών, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Α', 1962, σ. 443, στ. 67-68).