Ο ΕΥΤΥΧΗΣ ΜΕΘΥΣΟΣ (Απόσπασμα)
Πολλοί μοῦ λένε: βρέ Μανώλη
γιατί σ' ἀρέσει νά μεθάς,
νά σέ κοροϊδεύουν ὃλοι
σάν περπατᾶς καί σάν μιλᾶς;
Ἀλλά ἐγώ, καλή βαρέλα,
τούς κάνω πάντα τόν κουφό۬
φθάνει νά ζῶ καί σάν τή βδέλα
κάθε στιγμή θά σέ ρουφῶ.
Ἐσένα ἒχω γυναικούλα,
ἐσένα μάνα καί παιδί ۬
τά πούλησα γιά σένα οὗλα
κί ἀπόμεινα γυμνό κλαδί.
Μά σάν γεμίσεις ρετσινάτο
καί μοῦ κεράσεις δυό καί τρεῖς
ὃ,τι ζητήσω μοῦ λες: νά 'το,
μέ κάνεις ἂρχοντα τῆς γῆς!
Σάν ἒλθ' η ὣρα νά πεθάνω
τό φέρετρό μου θά γενῆς
καί εἰς τόν τάφο μας ἀπάνω
ἀς γράψει φίλος μας κανείς:
«Ἐδῶ κοιμᾶται ὁ Μανώλης
μέ τή βαρέλα του μαζί.
Τόν κλαίει μόν' ὁ κρασοπώλης
πού τού πουλοῦσε τό κρασί».
Γουσταύος Λαφφών