Γαλλοκύπριος φιλέλληνας διπλωμάτης και ποιητής, γιος του γιατρού και προξενικού πράκτορα της Γαλλίας στη Λευκωσία Αδόλφου Λαφφών*.
Ο Γουσταύος Λαφφών γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1835. Η μητέρα του ήταν αυστριακής καταγωγής. Όταν ο Γουσταύος ήταν 4 χρόνων η οικογένειά του μετακόμισε στη Λευκωσία. Εκεί πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, σ' ένα περιβάλλον, όπου ο ίδιος δεν ένιωσε καθόλου τη βαρειά ατμόσφαιρα της Τουρκοκρατίας, γιατί ο πατέρας του είχε πολύ μεγάλη επιρροή στο σεράγιο της Λευκωσίας. Έμαθε πολύ καλά την ελληνική — φοιτώντας πιθανότατα στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας — και την τουρκική γλώσσα και σε ηλικία 15 χρόνων εστάλη στη Βηρυτό, στο Κολλέγιο των Ιησουιτών, όπου διδάχτηκε λατινικά, ιταλικά και αραβικά. Όταν τέλειωσε τις σπουδές του στο Κολλέγιο άρχισε να μελετά την αγγλική και περσική γλώσσα. Με τον τρόπο αυτό έγινε ειδικός στις ξένες γλώσσες, γεγονός που τον οδήγησε στην αναζήτηση σταδιοδρομίας διερμηνέα.
Το 1854, όταν ξέσπασε ο Κριμαϊκός πόλεμος, παρά τις αντιδράσεις των γονέων του, έφυγε από την Κύπρο και κατετάγη σαν βοηθός διερμηνέας στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα της Κριμαίας. Όταν ύστερα από τρία χρόνια τέλειωσε ο πόλεμος, ο Λαφφών ξαναγύρισε στην Κύπρο, όπου για ένα σύντομο διάστημα περνούσε αμέριμνα τον καιρό του. Από μια σύγχρονη περιγραφή μαθαίνουμε πως ο Λαφφών ήταν «ζωηρός, εὒθυμος, ἰσχυρός τούς μῦς... ὑψηλοῦ ἀναστήματος, μέ πλουσίαν καστανήν κόμην, μέ γλυκυτάτην καί συμπαθεστάτην φυσιογνωμίαν... Ἦτο ὁ βάρδος, ὁ Δόν Ζουάν τῆς ἐποχῆς του» (Ἐλευθερία, 2/15 Δεκ. 1906). Οι νεανικές του περιπέτειες έγιναν αιτία να αναγκαστεί ο πατέρας του να τον στείλει στη Γαλλία σε ηλικία 22 χρόνων μαζί μ' ένα Τούρκο πασά εξόριστο στην Κύπρο που κινδύνευε να εκτελεστεί και που ο πατέρας του Γουσταύου τον είχε θέσει υπό την προστασία του.
Το καλοκαίρι του 1859 ο Γουσταύος Λαφφών βρίσκεται και πάλι στην Κύπρο, στη Λάρνακα, και απευθύνεται προς τον Γάλλο πρόξενο P. Darasse ζητώντας να προσληφθεί σαν διερμηνέας στη διπλωματική υπηρεσία της Γαλλίας. Λίγο αργότερα η επιθυμία του πραγματοποιείται και στις 8 Ιουλίου του 1861 διορίζεται προξενικός διερμηνέας στα Χανιά της Κρήτης. Εκεί γνωρίζεται με την Κρητικιά Άννα Μοάτσου, την οποία νυμφεύεται το 1863. Στη συνέχεια ο Λαφφών υπηρετεί, σαν διερμηνέας πάλι, στο γαλλικό προξενείο της Ιερουσαλήμ.
Το 1865 ή 1866 μετατίθεται στην Κύπρο, όπου υπηρετεί στο γαλλικό προξενείο της Λάρνακας μέχρι το 1874, στην αρχή σαν διερμηνέας και αργότερα σαν πρόξενος μέχρι το 1873. Από το 1873 μέχρι την αποχώρησή του το 1874, είχε τον βαθμό του υποπροξένου, γιατί το προξενείο της Λάρνακας υποβαθμίστηκε σε υποπροξενείο. Στη μικρή ευρωπαϊκή κοινωνία της Λάρνακας ο Λαφφών διαδραματίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο τόσο σαν διπλωμάτης όσο και σαν ποιητής. Το 1871 διδάσκει για ένα χρόνο τη γαλλική γλώσσα στο ελληνικό σχολείο της Λάρνακας. Την ίδια χρονιά μια οικογενειακή τραγωδία του συμβαίνει με το θάνατο της συζύγου του, η οποία του αφήνει τρία ανήλικα παιδιά. Την επόμενη χρονιά ο Λαφφών νυμφεύεται σε δεύτερο γάμο την ιταλικής καταγωγής Ada Bargigli, ανεψιά του γνωστού πλούσιου Ιταλού μεγαλοκτηματία της Κύπρου Ριχάρδου Ματτέι*.
Τον Μάρτιο του 1871 ο Λαφφών, μετά την ήττα της Γαλλίας από τη Γερμανία και την απώλεια της Αλσατίας και Λωρραίνης, προτείνει στη γαλλική κυβέρνηση την εγκατάσταση Γάλλων προσφύγων από τις γαλλικές επαρχίες στην Κύπρο, πιστεύοντας ότι το νησί προσφερόταν για μια τέτοια εγκατάσταση. Η πρότασή του όμως εκείνη δεν υλοποιήθηκε ποτέ (Κυπριακά Χρονικά, Ι΄, 1934, σσ.
Μετά την αποχώρησή του από την Κύπρο ο Λαφφών υπηρέτησε σαν πρόξενος της Γαλλίας στη Σμύρνη, στην Αλεξάνδρεια, στην Αδριανούπολη, στον Πειραιά, και τέλος στο Βαλπαραΐζο της Χιλής.
Τον Ιούλιο του 1878 κατά την άφιξη των Άγγλων και τη μεταβίβαση της εξουσίας από την Τουρκία στην Αγγλία, ο Λαφφών βρισκόταν στην Κύπρο. Στις 12.7.1878 συνόδευσε σαν διερμηνέας τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο στο σπίτι, όπου είχε καταλύσει ο Άγγλος υποναύαρχος λόρδος John Hay, ο οποίος είχε παραλάβει τη διοίκηση από τις τουρκικές αρχές. Κατά τη συνάντηση εκείνη ο Λαφφών διαμαρτυρήθηκε προς τον Hay για την προσβλητική συμπεριφορά προς τους Έλληνες του λεβαντίνου διερμηνέα του Hay Κερατσίνου κατά τη διάρκεια της τελετής της ανύψωσης της αγγλικής σημαίας στην πύλη της Πάφου στη Λευκωσία, που είχε γίνει λίγο πρωτύτερα, την ίδια μέρα. Ο Hay αναγκάστηκε να απολογηθεί. Λίγες μέρες αργότερα ο Λαφφών βρισκόταν παρών στη σύσκεψη του εθναρχικού συμβουλίου που είχε συγκαλέσει ο Σωφρόνιος για να εξετάσει το θέμα της υποδοχής του πρώτου ύπατου αρμοστή της Κύπρου Sir Garnet Wolseley στη Λευκωσία. Ο Λαφφών πρότεινε να περιληφθεί στην προσφώνηση του αρχιεπισκόπου μια αναφορά στο προηγούμενο της εκχώρησης των Επτανήσων στην Ελλάδα από την Αγγλία και η διατύπωση της ελπίδας ότι αυτό θα επαναλαμβανόταν και στην περίπτωση της Κύπρου. Τελικά, όμως, αυτή η αναφορά δεν περιελήφθη στην προσφώνηση του Σωφρονίου (βλ. Θ. Παπαδοπούλλου, «Ἐθναρχικός Ρόλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραρχίας, Ἀρχιεπισκόπου Σωφρονίου Βιοτή», Κυπριακαί Σπουδαί, ΛΕ' [1971], σ. 109, σημ. 57).
Ο Λαφφών είχε πιθανώς και κάποιες προτάσεις από τους Άγγλους να εγκαταλείψει τη διπλωματική του σταδιοδρομία και να υπηρετήσει στη διοίκησή τους, αλλά δεν τις αποδέχθηκε, γιατί κατάλαβε πως η νέα διοίκηση δεν θα είχε ευρωπαϊκό χαρακτήρα, αλλά θα διατηρούσε τους οθωμανικούς θεσμούς και νόμους. Έτσι συνέχισε τη σταδιοδρομία εκτός Κύπρου στη γαλλική διπλωματική υπηρεσία.
Όταν αφυπηρέτησε από την υπηρεσία αυτή, ξαναγύρισε στην πατρίδα του Κύπρο το 1900 φέρνοντας ένα σχέδιο για την ίδρυση γεωργικής τράπεζας, που φαινόταν ότι χρειαζόταν πάρα πολύ το νησί, για να χρηματοδοτεί τους γεωργούς με χαμηλότοκα δάνεια έτσι που να μπορέσουν να αναπτυχθούν και να απαλλαγούν από τα βαριά χρέη τους προς τους τοκογλύφους. Η χρηματοδότηση θα γινόταν από Ευρωπαίους επενδυτές και θα ήταν ύψους 200-300 χιλιάδων λιρών, ο δε τόκος για τα δάνεια 6-8%. Το σχέδιό του το πρότεινε στον ύπατο αρμοστή, ο οποίος το υπέβαλε στο υπουργείο Αποικιών.
Έγινε αρκετή συζήτηση στον Τύπο, στους οικονομικούς κύκλους και σε ειδική συνεδρία του Νομοθετικού Συμβουλίου, αλλά δεν προέκυψε κανένα θετικό αποτέλεσμα (Φωνή τῆς Κύπρου, 20/2.11.1900, 3/16.11.1900, 17/30.11.1900, 24/7.12.1900, καθώς και 25/8.12.1906). Τελικά «ὁ ποιητής ἐθριάμβευσεν νικήσας τόν ἄνθρωπον τῶν πρακτικῶν σχεδίων» ( Ἐλευθερία, 2/15.12.1906). Διότι ο Γουσταύος Λαφφών είχε και μιαν άλλη πολύ ενδιαφέρουσα ιδιότητα. Ήταν ένας «γλυκύτατος», κατά σύγχρονο χαρακτηρισμό, λυρικός ποιητής.
Ελληνομαθής και ελληνολάτρης — γνώριζε πολύ καλά τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, όπως και τη νεοελληνική γλώσσα, καθαρεύουσα και δημοτική, και λογοτεχνία — έγραφε από αρκετά χρόνια ποιήματα στην ελληνική. Το 1880 είχε εκδώσει στο Παρίσι σε δική του μετάφραση τον Ὓμνον εἰς τήν Ἐλευθερίαν του Σολωμού (Hymne a la Liberte* par Dionysios Solomos traduit en vers français par Gustave Laffon secretaire - interprete de la Republique á Smyrne). Άλλα του ποιήματα δημοσίευε σε εφημερίδες της Σμύρνης και της Αθήνας. Το 1896 έκαμε την πρώτη έκδοση των ποιημάτων του με τίτλο Τά τραγούδια μου στην Aλεξάνδρεια (Χρ. Ανδρέου, Κύπριοι Συγγραφείς. Β', 1983, σσ. 711-2).
Το 1915 ο κουνιάδος του Ριχάρδος Βαρζίλης εξέδωσε Τά Ἅπαντα του Γουσταύου Λαφφών στη Λευκωσία. Μέσα από τα ποιήματα του, που είναι όλα, εκτός από δύο, γραμμένα στην ελληνική, διαφαίνεται η μεγάλη του αγάπη προς την Κύπρο και την Ελλάδα. Δεν ξεχνά και την άλλη του πατρίδα, τη Γαλλία. «Δύο μ' ἔδωκε μητέρας μεγαλόδωρος ἡ φύσις/ καί τάς δύο νά λατρεύω διπλῆν μ' ἔδωκεν στοργήν» γράφει σ' ένα ποίημ;a του. Και σε κάποιο άλλο απευθυνόμενος προς την Ελλάδα αναφέρει πως την αγαπά «εξ απαλών ονύχων» και καταλήγει: «Δέν εἶναι ἡ ἀγάπη μου στιγμῆς παραφορά καί τήν Γαλλίαν προσφιλή πατρίδα ἄν δέν εἶχον/ θά ἦσο μόνη σύ, Ἑλλάς, πατρίς μου ἱερά...».
Όταν ξαναγύρισε στην Κύπρο το 1900 έγραψε το ακόλουθο ποίημα για το αγαπημένο του νησί:
Ἔφυγα νέος κι ἦλθα γέρος,
πτωχή μου Κύπρος, ὣς ἐδῶ.
Γιατί τά μάτια μου πρίν κλείσω
Ἐδίψουν νά σε ξαναδῶ.
Ηὖρα Ἐγγλέζους ντούρους, ντούρους.
Βαρειά σ' τή γῆ σου νά πατοῦν.
Πού εἰς τό κάθε πάτημά τους
Τό νοιώθεις ὅτι σε κρατοῦν...
Λίγα χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1906, ο Γουσταύος Λαφφών πέθανε στην Κωνσταντινούπολη.