Dicentrarchus labrax, (Linnaeus, 1758). Ψάρι της οικογένειας των Σερρανιδών (Serranidae). Στην Ελλάδα είναι γνωστό με το όνομα λαυράκι. Αγγλική ονομασία: European seabass. Εμφανίζεται σποραδικά στις κυπριακές θάλασσες. Το συνηθισμένο μήκος του είναι 50 εκ., φθάνει όμως και το ένα μέτρο περίπου. Έχει μακρουλό σώμα, μεγάλα μάτια, πλατύ στόμα με μικρά κοφτερά δόντια και δυο ραχιαία πτερύγια, το πρώτο με μυτερά αγκάθια και το δεύτερο σχεδόν εξ ολοκλήρου με μαλακές ακτίνες. Η ουρά του είναι σχετικά πλατιά. Το χρώμα του είναι πρασινωπό προς το γκρίζο, μολυβί στη ράχη, ασημί στα πλευρά και ασπριδερό στην κοιλιά. Στο άνω μέρος των βραγχιακών επικαλυμμάτων έχει ανά μία σκούρα κηλίδα. Ζει κοντά στις ακτές και κυρίως κοντά στις εκβολές των ποταμών. Τρέφεται με ψάρια, μαλάκια και μαλακόστρακα. Το κρέας του, που είναι νόστιμο, τρώγεται βραστό, τηγανητό ή ψητό. Ψαρεύεται με δίκτυα, ψαροντούφεκο και κυρίως με πεταχτάρι από την ακτή.
Το λαυράτζιν, που είναι πραγματικά όμορφο ψάρι, είναι ιδιαίτερα δημοφιλές μεταξύ των ερασιτεχνών ψαράδων, στους οποίους και προσφέρει έντονες συγκινήσεις όταν πιαστεί στο αγκίστρι τους. Μερικοί συγχύζουν το λαυράτζιν με τον τζέφαλο.
Επειδή το ψάρι αυτό ψαρεύεται σπανιότερα κι επειδή το κρέας του είναι νόστιμο, χρησιμοποιείται και η γνωστή παροιμία: έπκιασεν λαυράτζιν.
Παρόμοιο είναι και το είδος Dicentrarchus punctatus (Bloch, 1792) που είναι επίσης γνωστό σαν λαυράτζιν. Αγγλική ονομασία: Black spotted seabass. Εμφανίζεται πολύ σπάνια στις κυπριακές θάλασσες. Είναι πιο μικρόσωμο από το προηγούμενο είδος, ξεχωρίζει δε από τα μικρά σκούρα στίγματα που έχουν τα ενήλικα είδη στη ράχη και τα πλευρά.
Ιχθυοκαλλιέργεια
Τα τελευταία χρόνια εισήχθη στην Κύπρο στα πλαίσια προγράμματος εμπλουτισμού των υδατοφρακτών. Το συνηθισμένο μήκος του είναι 40 εκ., φθάνει όμως και τα 58 εκ. περίπου. Το χρώμα της ράχης του είναι καστανό λαδί, και εκείνο των πλευρών πρασινοασημί με καστανές κηλίδες. Το κρέας του είναι νόστιμο. Ψαρεύεται με καλαμίδι και δόλωμα σκουλήκι.