Καλλωπιστικός αρωματικός θάμνος που καλλιεργείται σε πολλούς κήπους και στις αυλές των σπιτιών, ιδίως της υπαίθρου. Επιστημονική ονομασία: Rosmarinus officinalis. Οικογένεια: Labiatae. Στην Ελλάδα είναι γνωστός με την ονομασία δεντρολίβανο.
Τα φύλλα του είναι μικρά βελονοειδή, έχουν δε βαθύ πράσινο χρώμα αλλά είναι ασπριδερά στο πίσω μέρος τους, και καλύπτονται από λεπτό χνούδι. Δίνει ωραία μικρά άνθη τα οποία είναι μικρογραφία των λουλουδιών που λέγονται «σκυλλάκια». Το χρώμα τους είναι μεταξύ ροζ και μωβ, κι ακριβώς από το χρώμα των ανθέων του πήρε το φυτό το επιστημονικό όνομα Rosmarinus, απ' όπου και η κυπριακή ονομασία λασμαρίν. Το φυτό συνήθως ανθίζει από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο, αλλά σε αρκετές περιοχές απαντάται ανθισμένο ολόχρονα. Τα άνθη του είναι πολύ μελιτοφόρα. Οι σπόροι του είναι μικροί και μαύροι, συνηθέστερα όμως το φυτό πολλαπλασιάζεται με παραφυάδες.
Κατά την Αρχαιότητα το λασμαρίν ήταν βότανο που εχρησιμοποιείτο και για θρησκευτικούς σκοπούς. Στην Κύπρο μέχρι σήμερα επιβιώνει ένα πολύ παλαιό έθιμο να τοποθετούνται κλαδάκια από λασμαρίν στα φέρετρα και να συνοδεύουν τους νεκρούς στην τελευταία τους κατοικία. Είναι, εξάλλου, ο θάμνος που απαντάται κοντά σε τάφους και γενικότερα στα νεκροταφεία όπου φυτεύεται.
Σαν θεραπευτικό φυτό, το λασμαρίν ήταν γνωστό από την Αρχαιότητα. Από τα φύλλα και τα άνθη του παράγεται αρωματικό λάδι, το Οl. Rosmarini, που περιέχει θεραπευτικά συστατικά και χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό, τονωτικό και αντισπασμωδικό, ενώ απόσταγμα από τα φύλλα και τα άνθη του συνιστάται ως χωνευτικό. Στην Κύπρο, σε παλαιότερες εποχές, τα φύλλα του φυτού βράζονταν σε κρασί κι αφού γίνονταν «λαππάς», εχρησιμοποιούντο για θεραπεία εξανθημάτων («κουρτούλια», «γαιματάδες») αλλά και για ταχύτερη επούλωση πληγών· χρησιμοποιούνταν επίσης και ως υπόθετα στα «πονιζάμενα» μέρη του σώματος όσων υπέφεραν από αρθρίτιδα.
Ακόμη το λασμαρίν εχρησιμοποιείτο και ως εντομοκτόνο: Τοποθετούσαν οι οικοκυρές κλωνάρια του μέσα σε ρούχινα σακουλάκια που τα έβαζαν μέσα στα ντουλάπια και τα ερμάρια, συνήθως ανάμεσα στα διπλωμένα ρούχα και κυρίως τα μάλλινα, γιατί απωθούσαν κι εξολόθρευαν τον σκόρο. Εξάλλου χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στη μαγειρική ως μυριστικό, αλλά και ως συντηρητικό στη ζαλατίνα και στο ψάρι σαβόρο.
Το λασμαρίν, με ειδική φροντίδα και περιποίηση, μεγαλώνει και διαμορφώνεται σε μικρό δέντρο, με κορμό που φθάνει τα δυο μέτρα ύψος και με πάχος πέντε εκατοστόμετρα. Το ξύλο του είναι πολύ σκληρό κι έχει ωραίο χρώμα, με αποχρώσεις από βαθύ καφέ μέχρι μαύρο, χρησιμοποιούνταν δε για την κατασκευή των «παΐδων» (=ραβδώσεων) για τα λαούτα· συνήθως δε και στα άλλα έγχορδα όργανα, ο «κορτοκράτης» (=το μικρό ξύλο που κρατούσε τις χορδές) έπρεπε να είναι από ξύλο λασμαρίν.
Στις χώρες της Μεσογείου υπάρχουν ακόμη δυο είδη του φυτού αυτού, που ανήκουν στην ίδια οικογένεια, αλλά δεν απαντώνται στην Κύπρο. Υπάρχει όμως αυτοφυές στο νησί το αρκολασμαρίν (=άγριο λασμαρίν) ή αρκολασμαρής (ο). Πρόκειται για το είδος Tεύκριον (Teucrium). Τα φύλλα του είναι λεπτότερα κι αυτοφύεται κυρίως στους βράχους της περιοχής του Πέλλα Παΐς και στην παραλιακή περιοχή «Ελεούσα», κοντά στο Ριζοκάρπασο. Επίσης, με την αυτή ονομασία αρκολασμαρίν είναι γνωστό και το ενδημικό είδος Ptilostemon chamaepeuce.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια