Χωριό της επαρχίας Πάφου, στη γεωγραφική περιφέρεια των αμπελοχωριών Λεμεσού και Πάφου, περί τα 26 χμ. βορειοανατολικά της πόλης της Πάφου.
Η Λάσα είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 610 μέτρων. Το ανάγλυφο έχει μια κλίση από τα νότια προς τα βόρεια. Στα βόρεια σύνορα του χωριού το υψόμετρο είναι 220 μέτρα, αυξάνεται στα 610 μέτρα κοντά στον οικισμό και στα 628 μέτρα κοντά στα νοτιά του σύνορα. Το τοπίο είναι διαμελισμένο από το ποτάμιο δίκτυο του ποταμού του Σταυρού της Ψώκας.
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Κανναβιούς (μπεντονίτες, ηφαιστειοκλαστικοί πηλίτες και ψαμμίτες) και οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκάρων (κρητίδες, ασβεστόλιθοι, μάργες και κερατόλιθοι). Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ασβεστούχα εδάφη και εδάφη του σχηματισμού των Μαμωνιών.
Η Λάσα δέχεται μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 630 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή του χωριού καλλιεργούνται τα αμπέλια (οινοποιήσιμες ποικιλίες), τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά (κυρίως βίκος), τα όσπρια (κυρίως κουκκιά), λίγα εσπεριδοειδή, οι αμυγδαλιές, οι ελιές και λίγες μηλιές. Η κτηνοτροφία είναι περιορισμένη.
Στη Λάσα κατασκευάζονταν, θαυμάσια υφαντά με ζωηρούς χρωματισμούς και ποικίλα σχέδια, του γνωστού τύπου των φυδκιώτικων (από την ονομασία του γειτονικού χωριού Φύτη στο οποίο αναπτύχθηκε αρχικά το είδος αυτό των υφαντών και ακολούθως διαδόθηκε στα γύρω χωριά). Υφαίνονταν τραπεζομάντηλα, σιεμέδες, σκεπάσματα κρεβατιών, ταγάρια, μαξιλαράκια, κουρτίνες και πολλά άλλα. Σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού είχα από μια βούφα.
Βλέπε λήμμα: Υφαντική
Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Λάσα συνδέεται στα βορειοδυτικά με το χωριό Σίμου (περί τα 3,5 χμ.), στα δυτικά με το χωριό Δρύμου (περί το 1,5 χμ.), στα βορειοανατολικά με το χωριό Φύτη (περί τα 2 χμ.), στα νότια με το χωριό Δρυνιά (περί το 1,5 χμ.) και στα νοτιοανατολικά με το χωριό Μηλιά (περί τα 2 χμ.).
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 179 |
1891 | 208 |
1901 | 198 |
1911 | 212 |
1921 | 263 |
1931 | 248 |
1946 | 295 |
1960 | 279 |
1973 | 254 |
1976 | 219 |
1982 | 160 |
1992 | 103 |
2001 | 91 |
2011 | 67 |
2021 | 57 |
Το χωριό γνώρισε στα χρόνια της κλειστής οικονομίας κάποια ευημερία και οι κάτοικοί του ζούσαν άνετα από τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Όμως οι ίδιες αυτές ασχολίες δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τον πληθυσμό του τις τελευταίες δεκαετίες, ο οποίος άρχισε να εγκαταλείπει το χωριό. Σ' αυτό συνέβαλε η απομόνωση του χωριού, το δύσκολο γεωγραφικό περιβάλλον, οι ανύπαρκτοι αγροτικοί δρόμοι και κυρίως το χαμηλό εισόδημα από τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Η εγκατάλειψη είναι παντού εμφανής: στα απεριποίητα περιβόλια, στα ερειπωμένα αρχοντόσπιτα, στην απουσία καινούργιων σπιτιών, στο μεγάλο αριθμό ηλικιωμένων.
Το χωριό διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την παραδοσιακή λαϊκή αρχιτεκτονική του. Τα πετρόκτιστα σπίτια — μακρυνάρια, δίχωρα και ανώγια — με τα σκαλιστά πλαίσια γύρω από τις πόρτες και τα παράθυρα, εντυπωσιάζουν από την πρώτη στιγμή τον επισκέπτη.
Βλέπε λήμμα: Λαϊκή αρχιτεκτονική
Ο ιστορικός Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας) μνημονεύει το χωριό ως φέουδο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, γράφοντάς το ως Lassa. Γράφει συγκεκριμένα ότι κατά την αναδιανομή των φέουδων του νησιού, στην οποία προέβη ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β΄ μετά την άνοδό του στο θρόνο το 1460, είχαν δοθεί στον αξιωματούχο Ιωάννη Ταφούρ η Λάσα και άλλα 6 χωριά.
Η Λάσα υφίστατο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και σύμφωνα προς τον ντε Μας Λατρί, ήταν φέουδο που ανήκε στον κόμητα της Έδεσσας. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι υπήρχε και βασιλικό κτήμα με την ονομασία Lassa στο διαμέρισμα (bailliage) των Πολεμιδιών, βόρεια της Επισκοπής Λεμεσού (ίσως η σημερινή Άλασσα).
Κατά τον Ν. Κληρίδη η ονομασία του χωριού Λάσα είναι αρχαία ελληνική και προέρχεται από την πελασγική λέξη λάρισα, που σημαίνει ψηλή τοποθεσία, ακρόπολη. Πολλά αρχαία τοπωνύμια στον ελληνικό χώρο έφεραν την ονομασία Λάρισα, που διασώζεται και σε σημερινή ελληνική πόλη.
Εάν πράγματι η ονομασία Λάσα είναι συντομευμένος τύπος της ονομασίας Λάρισα, τότε υποδηλώνει αρχαιότατη κατοίκηση στην περιοχή του χωριού, όπου ίσως υφίσταντο και οχυρώσεις. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται κι από το γεγονός ότι και οι ονομασίες γειτονικών χωριών έχουν αρχαία ελληνική προέλευση (όπως οι ονομασίες των χωριών Δρύμου και Δρυνιά στην περιοχή της Δρύμου μάλιστα βρέθηκαν και αρχαιότητες που περιλαμβάνουν αφιερωματικές επιγραφές στον Απόλλωνα Υλάτη που όπως φαίνεται, είχε εκεί ιερό).
Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στην Παναγία και κτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Γκάννις αναφέρει ότι στην εκκλησία αυτή είχε δει ένα σπάνιο ασημένιο κουταλάκι βενετσιάνικης τέχνης, του 16ου αιώνα.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια