Η αλυκή της Λάρνακας είναι η μια από τις δυο κύριες λίμνες της Κύπρου. Η άλλη είναι η αλυκή της Λεμεσού. Ενώ όμως η αλυκή της Λεμεσού φαίνεται ότι σχηματίστηκε πολύ αργότερα, εξαιτίας προσχώσεων που την απέκοψαν από τη θάλασσα, η αλυκή της Λάρνακας υφίστατο και ήταν γνωστή από την Αρχαιότητα.
Η αλυκή βρίσκεται στα νότια της πόλης της Λάρνακας και το μεγαλύτερο μέρος της εμπίπτει στα δημοτικά όρια της πόλης. Το νοτιότερο τμήμα της λίμνης περιλαμβάνεται στη διοικητική έκταση του χωριού Μενεού.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για τέσσερις λίμνες κι όχι μια, εκ των οποίων όμως γνωστότερη εξαιτίας της παραγωγής άλατος, είναι η μεγαλύτερη. Γι’ αυτό και κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια η πόλη της Λάρνακας ήταν γνωστή ως Αλυκές (στον πληθυντικό) αντί Αλυκή. Πιο πριν, όμως, όλες αυτές οι λίμνες ήσαν ενωμένες σε μια, της οποίας ο σχηματισμός αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον γεωμορφολογικό φαινόμενο. Μέχρι τα πρόσφατα γεωλογικά χρόνια η αλυκή αποτελούσε λιμνοθάλασσα, η οποία κατελάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση από τη σημερινή. Ακολούθως όλα τα νησάκια που βρίσκονταν κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της σημερινής αλυκής ενώθηκαν, εξαιτίας της δημιουργίας αμμωδών τειχών και θαλάσσιων φραγμών, και η λιμνοθάλασσα απομονώθηκε από την ανοικτή θάλασσα και μετετράπη σε λίμνη.
Η λεκάνη της λίμνης βρίσκεται μερικά μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η παρουσία νερού στη λίμνη τον χειμώνα οφείλεται στη διείσδυση θαλάσσιου νερού μέσω των υδροπερατών στρωμάτων που βρίσκονται μεταξύ της θάλασσας και της αλυκής. Μικρότερες ποσότητες νερού προέρχονται από τη βροχή. Τα καλοκαίρια, λόγω της υψηλής θερμοκρασίας, η περισσότερη ποσότητα του νερού της λίμνης εξατμίζεται, με αποτέλεσμα η λίμνη να ξηραίνεται και να μένει σ' όλη την επιφάνειά της η ποσότητα του άλατος που βρίσκεται διαλυμένη στο θαλάσσιο νερό. Σχηματίζεται έτσι, σ' ολόκληρη την επιφάνεια της λίμνης, ένα σχετικά λεπτό στρώμα άλατος. Κάτω όμως απ' αυτό, ο πυθμένας της λίμνης εξακολουθεί να είναι λασπώδης. Για τον λόγο αυτό δεν ήταν δυνατό να κινηθούν οχήματα τροχοφόρα στη λίμνη, κι έτσι η συγκομιδή του άλατος γινόταν κατά τη σύγχρονη εποχή με χειρωνακτική εργασία και το προϊόν μεταφερόταν με γαϊδούρια και μουλάρια, όπως ακριβώς γινόταν για πολλούς αιώνες. Το αλάτι μαζευόταν την κατάλληλη εποχή και συγκεντρωνόταν σε σωρούς στην όχθη της αλυκής, απ' όπου αργότερα παραλαμβανόταν για περαιτέρω επεξεργασία και κατανάλωση στην επιτόπια αγορά.
» Βλέπε λήμμα: Αλάτι
Σημειώνουμε εδώ ότι από την άνοιξη του 1987 ανεστάλη η χρήση άλατος από την αλυκή της Λάρνακας για σκοπούς διατροφής, λόγω του ότι η διαδικασία επεξεργασίας και καθαρισμού του άλατος που ακολουθείτο, δεν ήταν σύμφωνη προς το πρότυπο άλατος, το οποίο είχε κηρυχθεί υποχρεωτικό από το υπουργείο Εμπορίου. Συνεχίστηκε, ωστόσο, η χρήση άλατος από την αλυκή της Λάρνακας για βιομηχανικούς σκοπούς για κάποιο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια διακόπηκε εντελώς η συλλογή και χρήση άλατος από την αλυκή της Λάρνακας. Ναι μεν το αλάτι εξακολουθεί να σχηματίζεται στην λίμνη (καθώς και στις άλλες μικρότερες λίμνες της περιοχής) κάθε χρόνο, αλλά έχει διακοπεί εντελώς ή χρησιμοποίησή του, μεταξύ άλλων και επειδή είναι ασύμφορη πλέον η διαδικασία συλλογής του, δεδομένου ότι οι εισαγόμενες αναγκαίες ποσότητες άλατος είναι φθηνότερες από όσα θα στοίχιζε η εργασία μαζέματος και η διαδικασία επεξεργασίας τού επιτοπίως παραγομένου.
Η αλυκή της Λάρνακας εξακολουθεί σήμερα να αποτελεί σημαντικό αξιοθέατο, αλλά παραμένει κυρίως ως σπουδαίας σημασίας βιότοπος, ιδίως για πλήθη παρυδάτιων και υδρόβιων πουλιών και άλλων ειδών ζωής.
» Βλέπε λήμμα: Χαλά Σουλτάν Τεκκές
Η αλυκή διασχίζεται από τον κύριο δρόμο Λάρνακας - Κιτίου και από μερικές παρόδους του, μια από τις οποίες οδηγεί στο τέμενος Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, στη δυτική όχθη της λίμνης. Το τέμενος βρίσκεται στη διοικητική έκταση του γειτονικού χωριού Δρομολαξιά. Τόσο οι δρόμοι αυτοί, όσο και το διεθνές αεροδρόμιο της Λάρνακας που κατασκευάστηκε μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και λειτουργεί από τις 8 Φεβρουαρίου 1985, βρίσκονται σε στενές λωρίδες γης που διαχωρίζουν την όλη περιοχή σε μικρότερες λίμνες. Η μεγαλύτερη, από την οποία γινόταν και η συγκομιδή άλατος, βρίσκεται στα δεξιά του δρόμου από τη Λάρνακα προς το Κίτι, ενώ οι λοιπές βρίσκονται στ' αριστερά του ίδιου δρόμου.
Σημαντικός βιότοπος
Κατά τις εποχές που η αλυκή δεν είναι ξερή, αποτελεί σημαντικότατο βιότοπο που χρησιμοποιείται από πλήθη παρυδάτιων και υδρόβιων πουλιών, μεγάλων και μικρών. Άλλα απ' αυτά χρησιμοποιούν τη λίμνη ως σταθμό, κατά τις περιόδους της μετανάστευσής τους (φθινόπωρο και άνοιξη), ενώ πολλά άλλα παραμένουν για να διαχειμάσουν στην περιοχή αυτή. Μερικά είδη πουλιών γεννούν στις όχθες της λίμνης. Μεταξύ των πουλιών που χρησιμοποιούν την αλυκή της Λάρνακας για να διαχειμάσουν είναι οι φλαμίγκος, διάφορες αγριόπαπιες και διάφορα είδη γλάρων. Από τους ωραιότερους αλλά και σπανιότερους επισκέπτες της είναι οι κύκνοι.
Αρχαιολογικός χώρος
Στη δυτική όχθη της αλυκής, στην περιοχή του τεμένους Χαλά Σουλτάν, βρίσκεται σημαντικός αρχαιολογικός χώρος με κατάλοιπα πόλεως των Προϊστορικών χρόνων. Η προϊστορική αυτή πόλη είναι άλλη από την πόλη του αρχαίου Κιτίου που βρισκόταν κτισμένη στον χώρο όπου και η σημερινή πόλη της Λάρνακας. Πιθανότατα η άγνωστη αυτή πόλη της δυτικής όχθης, που ακόμη δεν έχει διερευνηθεί και ανασκαφεί πλήρως, χρησιμοποιούσε τη σημερινή αλυκή ως εσωτερικό λιμάνι της, σε μια εποχή κατά την οποία η αλυκή ήταν ακόμη ενωμένη με τη θάλασσα.
» Βλέπε λήμμα: Χαλά Σουλτάν Τεκκέ αρχαιολογικός χώρος
Κατά τα Ελληνιστικά ή Ρωμαϊκά χρόνια στην ανατολική όχθη της αλυκής, μεταξύ αυτής και της θάλασσας, βρισκόταν σε χρήση ένα ιερό αφιερωμένο στην θεά Αρτέμιδα που λατρευόταν εκεί με το επίθετο Παραλία. Τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι στην περιοχή εκείνη βρέθηκαν τέσσερις επιγραφές αφιερωματικές στην Αρτέμιδα Παραλίαν. Οι επιγραφές είναι, πιθανώς, του 2ου μ.Χ. αιώνα. Βέβαια μέχρι την εποχή εκείνη δεν υφίστατο πλέον λιμνοθάλασσα αλλά είχε ήδη από καιρό σχηματιστεί η λίμνη.
» Βλέπε λήμμα: Άρτεμις
Από τους αρχαίους συγγραφείς που μιλούν για το αλάτι της Κύπρου, ο Διοσκουρίδης ομιλεί στο σύγγραμμά του Περί Ὕλης Ἰατρικῆς (5, 109), ότι κάλλιστον ἐν Κύπρῳ καί Σαλαμῖνι τῆς Κύπρου γίγνεται, χωρίς όμως να κατονομάζει την αλυκή της Λάρνακας. Αντίθετα ο Αντίγονος, στο σύγγραμμά του Ἱστοριῶν παραδόξων συναγωγή (157) αναφέρεται ονομαστικά στην αλυκή αυτή γράφοντας: ...Περί δέ τῆς ἐν Κιτίῳ [λίμνης] φησίν Νικαγόραν [ἱστορεῖν] ὅτι ἀνιμηθείσης ἐπ' ὀλίγον τῆς γῆς ἃλες εὑρίσκονται.
Δηλαδή:
...Για τη λίμνη στο Κίτιον λέγει ότι διηγείται ο Νικαγόρας πως, όταν αφαιρεθεί λίγο χώμα, ανευρίσκεται αλάτι.
Ο Πλίνιος επίσης (Naturalis Historia, 31.74) αναφέρει:
...Υπάρχουν επίσης τρία διαφορετικά είδη φυσικού αλατιού. Διότι στα Βάκτρα δυο μεγάλες λίμνες, η μια που βρίσκεται προς τους Σκύθες κι η άλλη προς τους Αρίους, ξερνούν αλάτι όπως στο Κίτιον της Κύπρου και γύρω από τη Μέμφιδα, που το μαζεύουν από τη λίμνη κι ύστερα το ξηραίνουν στον ήλιο...
Κατά τα Μεσαιωνικά ιδίως χρόνια, αλλά κι αργότερα, οπότε το αλάτι αποτελούσε σημαντικό εμπορεύσιμο είδος (κυρίως επειδή διατηρούσε παστά τα κρέατα που χρησιμοποιούνταν ως προμήθειες κατά τις εκστρατείες), η αλυκή της Λάρνακας αποτελούσε πραγματική πηγή πλούτου την οποία κι εκμεταλλεύονταν οι εκάστοτε κρατούντες, όπως κι εκείνη της Λεμεσού.
» Βλέπε λήμμα: Αλυκή Λεμεσού
Ο Άγιος Λάζαρος
Τέλος, αναφέρουμε ότι η τοπική θρησκευτική παράδοση δίνει μια άλλη ερμηνεία για τον σχηματισμό της λίμνης, που τη συνδέει με τον άγιο Λάζαρο, τον φίλο του Χριστού και πρώτο επίσκοπο Κιτίου. Ήταν τότε, λέγει η παράδοση, ένας ωραίος αμπελώνας που κατελάμβανε ολόκληρη την έκταση της αλυκής. Όταν πέρασε από εκεί ο άγιος Λάζαρος, ζήτησε λίγο σταφύλι αλλά ο ιδιοκτήτης αρνήθηκε να του δώσει. Τότε ο άγιος καταράστηκε το μέρος εκείνο που αμέσως ξεράθηκε και δεν βλαστά απολύτως τίποτε, παρά μόνο υπάρχει αλάτι.
» Βλέπε λήμμα: Λάζαρος άγιος
Παραλλαγή της παραδόσεως αυτής, που αναφέρεται και από ξένο περιηγητή και συνεπώς είναι αρκετά παλαιά, διηγείται πως ο άγιος διψούσε και συνάντησε στην περιοχή μια γυναίκα, μέσα στον αμπελώνα της, από την οποία ζήτησε λίγο σταφύλι για να δροσιστεί. Εκείνη, κοροϊδεύοντάς τον, απάντησε πως η γη εκείνη παρήγε μάλλον άλας παρά σταφύλια. Οπότε ο άγιος απάντησε: Οὕτως ἔστω, ἅλας ἅς παράγῃ ἐφεξῆς ἡ γῆ αὓτη, οὐχί τόν ἡδύν τοῦ οἴνου χυμόν...
Κι έτσι έγινε.
Την παράδοση ότι η αλυκή δημιουργήθηκε λόγω θαύματος του αγίου Λαζάρου, αναφέρουν διάφοροι κατά καιρούς επισκέπτες της Κύπρου, που φυσικά την είχαν ακούσει από τους ντόπιους, σε διάφορες παραλλαγές. Έτσι, ο επισκέπτης Αλεσσάντρο Ρουνιντσίνι (1474) γράφει ότι ο άγιος είχε εισακούσει παράκληση των κατοίκων που ήθελαν να είχαν αλάτι, και ο επισκέπτης Πιέτρο Κασόλα (1494) προσθέτει ότι ο άγιος Λάζαρος προσέφερε την αλυκή στους Κυπρίους ώστε να μη τους λείπει ποτέ το αλάτι. Ο Φραντζέσκο Σουριάνο (1484) γράφει περί ύπαρξης εκεί αμπελώνων που μετατράπηκαν στην αλυκή αφού οι ιδιοκτήτες τους αρνήθηκαν να δώσουν ένα τσαμπί σταφύλι στον άγιο Λάζαρο. Παρόμοια γράφουν και άλλοι, όπως ο επισκέπτης Ντενί Ποσσό (1532). Ωστόσο άλλος επισκέπτης, ο Κρίστοφ Χάραντ (1598) γράφει ότι ο σχηματισμός της αλυκής ήταν αποτέλεσμα κατάρας του αποστόλου Βαρνάβα, αντί του αγίου Λαζάρου.
Πόλος έλξης επισκεπτών
Η αλυκή αποτελούσε σημαντικό αξιοθέατο για τους ξένους, και ως τέτοιο αναφέρουν πολλοί επισκέπτες. Μεταξύ αυτών ο Χανς Φον Έπτινγκεν (1460) και ο Πιέρ Μπαρμπάτ (1480) που αναφέρει και μία δοξασία, ότι όσο αλάτι κι αν μαζευόταν, παρέμενε πάντοτε στη λίμνη το εξαπλάσιο. Ο Ζακ Λε Σαιζ (1518) παρακολούθησε και περιγράφει τη διαδικασία συλλογής του άλατος. Ενδιαφέρουσα είναι και η μαρτυρία ενός ανώνυμου Γάλλου, που επεσκέφθη την Κύπρο το 1480 και παρακολούθησε τη φόρτωση αλατιού στο καράβι στο οποίο επέβαινε. Το φόρτωναν, γράφει, κομμένο «σε ωραία κομμάτια, όπως τα τούβλα». Στο καράβι του είχαν φορτωθεί τότε πέραν των 12 sommes αλατιού, δηλαδή πέραν των 4 τόνων ( 1 somme αντιστοιχούσε προς 250 κιλά περίπου).
Ο Φέλιξ Φέιμπερ πάλι (1480 -83) αναφέρει ότι η βασίλισσα της Κύπρου (Αικατερίνη Κορνάρο) είχε ένα μεγάλο ετήσιο εισόδημα από τους εμπόρους του αλατιού. Ο επισκέπτης Όλντριχ Πρέφατ (1546) κάνει λόγο για διοχέτευση θαλάσσιου νερού στις λίμνες μέσω καναλιού και γράφει ότι το αλάτι εξαγόταν στη Βενετία και σε πολλά άλλα μέρη. Αντίθετα, ο Τζων Λοκ (1553) γράφει ότι οι λίμνες γέμιζαν με νερά της βροχής που διοχετεύονταν με κανάλια, προσθέτει δε ότι το πολύτιμο προϊόν εφρουρείτο αφού ήταν περιουσία της Βενετίας. Και ο Ιωάννης Κοτόβικους (1598/9) γράφει ότι οι λίμνες γέμιζαν με νερό της βροχής και όχι της θάλασσας. Ο δε Ρίτσαρντ Πόκοκ (1738) προσθέτει ότι σε περίπτωση πολλών βροχών και αφθονίας του στις λίμνες, οι Βενετοί είχαν ένα σύστημα αφαίρεσης της μη αναγκαίας ποσότητας. Και ο Ερρίκος ντε Μποβώ (1605/6) γράφει ότι είναι αξιοθαύμαστο φαινόμενο το γλυκύ νερό της βροχής να μετατρέπεται σε αλάτι χωρίς καμιά ανθρώπινη επέμβαση.
Ο Αλεξάντερ Ντράμμοντ (1745 – 1750) σημειώνει ότι τότε η ετήσια παραγωγή αλατιού ανερχόταν στα 5.000 κάρα των 300 οκάδων το κάθε ένα. Συνεπώς τότε το μέτρημα της παραγωγής γινόταν με φορτώματα αμαξιών (το μέτρο βάρους ονομαζόταν ως εκ τούτου «αραμπάς»). Από την ετήσια παραγωγή των 5.000 κάρων, προσθέτει ο Ντράμμοντ, τα 2.000 έπαιρνε ο άνθρωπος που νοίκιαζε τις αλυκές από τις τουρκικές αρχές, ενώ τα υπόλοιπα 3.000 κάρα τα έπαιρνε ως εισόδημα το εις Κύπρον σώμα των Γενιτσάρων. Ο Τζιοβάννι Μαρίτι (1760) γράφει ότι παλαιότερα η αλυκή ήταν πολύ μεγαλύτερη, με περίμετρο 12 μίλια, αλλά μεγάλο τμήμα της είχε αποξηρανθεί και εκαλλιεργείτο. Τέλος, ο επισκέπτης Μιχαήλ ντε Βεζέν (1780/1790) γράφει ότι τότε η ετήσια παραγωγή αλατιού από την αλυκή της Λάρνακας ανερχόταν στους 10.000 αραμπάδες των 1.000 οκάδων ο κάθε ένας, έναντι παραγωγής 15.000 αραμπάδων της αλυκής της Λεμεσού, της οποίας όμως το αλάτι ήταν κατώτερης ποιότητας. Η συγκομιδή αλατιού φαίνεται ότι μειώθηκε σημαντικά ύστερα από μισό αιώνα, αφού ο επισκέπτης Γουίλλιαμ Τέρνερ (1815) γράφει ότι η ετήσια παραγωγή και των δύο αλυκών μαζί, ανερχόταν στους 4.500 αραμπάδες και η τιμή ήταν 10 έως 15 παράδες ανά αραμπά.
Πηγή